Δε θα ήθελα να μπω στη διαδικασία να ξαναπώ το πόσο επιδραστική είναι η εν λόγω μπάντα, γιατί τη στιγμή που γράφεται το παρόν έχει ήδη κυκλοφορήσει ο δίσκος κάποιου μεγάλου franchise, εμ συγγνώμη, μπάντας, οπότε τόσο η RAM όσο και η ROM είναι κατειλημμένη με άλλα πράματα.
Εγώ θα το επιχειρήσω μία τελευταία φορά κι εσείς ξέρετε τι να το κάνετε.
Το προσωπικό σχήμα του άρχοντα του σαρκασμού , Page Hamilton, μετράει αισίως, με μεγάλα εντούτοις διαστήματα απουσίας και με μία διάλυση το 1998 (με κύκνειο άσμα, παρεμπιπτόντως, το εκπληκτικό “Aftertaste”), 27 χρόνια ύπαρξης κι έχει επηρεάσει όλα όσα παίζουν στο rock και metal αυτήν στιγμή. Ενώ οι Helmet ήταν ανενεργοί, ο, σπουδαγμένος στη θεωρία της μουσικής, Hamilton αναμίχθηκε σε πάμπολλες συνεργασίες, παραγωγές, soundtrack και διατέλεσε κιθαρίστας στην μπάντα του Bowie το 1999, μέχρι που αποφάσισε, μετά από κάποια παραπλήσια με τους Helmet project, να τους επαναφέρει το 2004 με το καλούτσικο “Size Matters” και χωρίς τη συνδρομή των αρχικών μελών.
Μετά από δυο μέτριες απόπειρες κυκλοφόρησε στα τέλη Οκτώβρη το παρόν δισκάκι. To μοτίβο είναι και πάλι το ίδιο, όπως στις μετά το 2006 κυκλοφορίες, δηλαδή μετρονομικό, σκληρό, πειραματικό rock που οφείλει πολλά τόσο στους AC/DC όσο και στους Βρετανούς Wire και το νεοϋορκέζικο θόρυβο, απλά σε αυτήν, τη δεύτερη, περίοδο της μπάντας o Hamilton βγάζει στην επιφάνεια και τις επιρροές του από τους Beatles. Κι όχι δεν είναι stoner ή grunge, όπως πολλοί σπεύδουν να βάλουν στο τσουβάλι την εν λόγω μνημειώδη μπάντα. Όπως και να έχει, αυτό ακούγεται πάνω-κάτω σε τραγούδια όπως το “Expect the World”, το “Life or Death” και το πολύ καλό πρώτο single “All News is Bad News”, όπου ο Hamilton μπολιάζει τα κοφτά του riff με beatle-ικα φωνητικά. Φαίνεται εδώ και χρόνια ότι έχει αρχίσει να μαλακώνει, κάπως, το ψυχρό, σχεδόν ρομποτικό ύφος που τηρούσε με τα doubler εφέ στα φωνητικά, αν και ψήγματα από την πρώτη περίοδο της μπάντας υπάρχουν σε κομμάτια, όπως το “I Love My Guru” και το “Red Scare”, αλλά με περιορισμένο μένος σε σχέση με το παρόν, καθώς η πάροδος του χρόνου είναι αδυσώπητη για όλους.
Κι από εκεί και πέρα υπάρχει ο πειραματισμός του ομώνυμου κομματιού που εξελίσσεται από ένα αργόσυρτο post-hardcore riff σε ένα βαρύ κλειστοφοβικό ρυθμό που συνοδεύεται από cello για να έρθει και να ισοπεδωθεί από μια τελείως άκαιρη και άστοχη διασκευή στο “Green Shirt” του Elvis Costello, που επιδρά σαν σκωτσέζικο ντους στο όλο, ούτως ή άλλως, μέτριο σύνολο. Το τραγούδι που σώζει λίγο την κατάσταση είναι, περιέργως, το αργό μελωδικό “Look Alive” προς το τέλος του δίσκου. Επίσης στενάχωρο είναι το γεγονός ότι θεματολογικά από εκεί που ο Hamilton έσφαζε με το γάντι τώρα πλέον αναλώνεται σε πολύ πεζές τακτικές, όπως το βωμολόχο “I Live My Guru” και εμμένει πολύ στο ζήτημα των “κακών” media και της μαζικότητας. Τεχνικά, οι “βράχοι” Stanier και Bogdan της πρώτης περιόδου λείπουν και αυτό είναι αισθητό, όσοι Tempesta και Bello και αν έχουν περάσει μετά το 2004.
Εν κατακλείδι σίγουρα όχι ό,τι καλύτερο έχει βγάλει η μπάντα, εφόσον δεν απέχει πολύ από το προηγούμενο “Seeing Dog Eye” του 2010 και γενικότερα από τις πιο πρόσφατες δουλειές της, καθώς ακούγεται βεβιασμένο και γραμμικό. Εντούτοις μέσα στη μετριότητά του, βάζει κάτω πατάτες, όπως αυτήν των Metallica, αλλά πολύ οριακά. Αναμενόμενο μπορώ να πω γιατί τα 50 είναι δύσκολη ηλικία για να ροκάρεις.
646