Ως γενική τάση σε διάφορες πτυχές στη ζωή μας είναι η “αναβίωση” (revival), στη διακόσμηση, τη μαγειρική και βεβαίως στη μουσική.
Άλλοτε επιτυγχάνεται ως αυτούσια (πχ pop art διακόσμηση σε οικείες) κι άλλοτε ως “παντρεμένη” με κάποια νεωτεριστικά στοιχεία (“παραδοσιακό” κατσικάκι στη γάστρα με κόλιανδρο, πλιγούρι, γλυκοπατάτα και τζίντζερ).
Που κολλάνε τα παραπάνω με το ντεμπούτο album των Rock Wolves, για πολλούς μιας γερμανικής super-band; Πολύ απλά γιατί η εντύπωση που εισέπραξα από την ακρόαση του “Rock Wolves”, ήταν ένα κράμα hard rock των ‘80s με σαφώς εκμοντερνισμένο – στρογγυλεμένο ήχο, ώστε να ανταποκρίνεται στο σήμερα.
Ποιοι είναι όμως οι Rock Wolves; Πρόκειται για τους Michael Voss σε φωνητικά και κιθάρα (Mad Max, Csanova, Michael Schenker’s Temple Of Rock), τον θρυλικό Herman Rarebell στα τύμπανα (Scorpions, Michael Schenker’s Temple Of Rock) και τον Stephan Hinz στο μπάσο (H-Blockx). Όταν, λοιπόν, ο Schenker, αποφάσισε να κάνει μια παύση στην καριέρα του με τους Temple Of Rock, οι Voss και Rarebell που συμμετήχαν για χρόνια στο σχήμα, αποφάσισαν να συνεχίσουν με ένα νέο εγχείρημα και συνοδοιπόρο στην αγέλη τους τον πολύ ικανό Stephan Hinz.
Το “Rock Wolves” κυκλοφόρησε στα τέλη Οκτωβρίου κι από τις πρώτες ακροάσεις του, βγαίνει το συμπέρασμα ότι προσπαθούν να αναδείξουν μια φρεσκάδα και να απευθυνθούν σε ένα πιο νεανικό κοινό, μέσα από progressive και alternative rock ρυθμούς, πανανθρώπινης – διεθνιστικής θεματολογίας στα lyric τους με ένα άρωμα κοινωνικού προβληματισμού (“Rock For The Nations”, “Surround By Fools”) κι από την άλλη (να μην ξεχνάμε και τις ρίζες μας) μέσα από γέφυρες που θυμίζουν Saxon ή Scorpions (“Riding Shotgun”, “The Blame Game”), φωνητικά που προσομοιάζουν σε John Bon Jovi και αργόσυρτες απλοϊκές μπαλάντες (“What About Love”, “Lay With Me”), ώστε να μην χάσουν (ή να πιάσουν) τους παλιοροκάδες που ανέδειξαν κι αγάπησαν τους βετεράνους rockers.
Είναι σίγουρα μια δισκογραφική δουλειά που έχει ως άμεσο – προφανή στόχο να πουλήσει. Να ακουστεί με ένα δυο χιτάκια στα airplay των ραδιοφωνικών σταθμών και να αποτελέσει το δώρο πολλών νέων ροκάδων σε παλιούς, αλλά και το αντίστροφο για τις γιορτές που πλησιάζουν. Βέβαια ο δρόμος προς μια ενδεχόμενη εμπορικότητα, ίσως να περνάει κι από την απουσία – ανυπαρξία σόλο στιγμών (κιθαριστικών βεβαιώς βεβαίως), αλλά ας τα αφήσουμε αυτά σε κάποιους που κατέχουν καλύτερα το αντικείμενο (βλ. Michael Schenker).
Επιστρέφοντας στον αρχικό συνειρμό, σε καμία περίπτωση δε λέμε όχι στους πειραματισμούς, τη μίξη στοιχείων – υλικών από διάφορες κουλτούρες, τεχνοτροπίες κι εποχές, αλλά όταν συναντάμε παντού νεωτερισμούς, όπως γκουρμέ φακές με λαχανικά και λάδι λευκής τρούφας, δεν είναι λίγες οι φορές που αναζητάμε αυθεντικές στιγμές, π.χ. ένα τσίπουρο και 2 κεφτέδες για να περάσουμε καλά. Οι Rock Wolves, πέρα από μια καλή παραγωγή κι ένα εύηχο album, το πάντρεμα παλιού και σύγχρονου ροκ με το οποίο προσπάθησαν να συστηθούν στο παρθενικό τους album, στερείται βασικών συστατικών έμπνευσης.
644