PRETTY MAIDS: “Kingmaker”

Περίπου 35 χρόνια και 15 άλμπουμ αργότερα, το γέρικο οχυρό μελωδικού metal από τη Δανία αναγνωρίζεται ακόμα από τις δυο πρωταρχικές, ιστορικές του σημαίες, τον τραγουδιστή Ronnie Atkins και τον κιθαρίστα Ken Hammer.

Με μια διαδρομή που, ανεξάρτητα από τις εκτροπές της μουσικής μόδας και τα νούμερα των πωλήσεων, υπηρέτησε με σταθερότητα και τιμιότητα μια συγκεκριμένη ηχητική συνταγή και πρόταση, συνεχίζουν ακόμα και σήμερα να βρίσκουν δύναμη και έμπνευση και να αποκτούν σοβαρό λόγο ύπαρξης.

Οι Δανοί γερόλυκοι ποτέ στην πραγματικότητα δεν πέρασαν στα μεγάλα ακροατήρια, αν και παρέδωσαν με επιτυχία αμέτρητες φορές σοβαρούς, ελκυστικούς λόγους γι’ αυτό, χωρίς έκπτωση στην ποιότητα. Κάποια στιγμή στις αρχές των 90’s η αχόρταγη αγορά της Ιαπωνίας τους άφησε να γευτούν μια μικρή φέτα επιτυχίας. Η πικρή ειρωνεία βέβαια είναι πως διαβατήριο γι’ αυτή την προαγωγή αποτέλεσε μια διασκευή του γκρουπ σε μια σύνθεση των Lynott/Sykes, το περιβόητο πια “Please don’t leave me”…

Σημασία έχει βέβαια πως οι Maids άντεξαν σε όλες τις δοκιμασίες χωρίς να προσπαθήσουν να παραπλανήσουν το κοινό με επίκαιρα τερτίπια που δεν είχαν πραγματικά στο αίμα τους. Με μια συνθετική λογική βασισμένη στη βαθιά επίδραση κλασσικών hard rock θρύλων όπως οι Thin Lizzy, Deep Purple, Led Zeppelin, Kiss, μοιάζουν να έχουν ξαναγεννηθεί τα τελευταία χρόνια με μια διαδοχή σπουδαίων άλμπουμ.

Το φετινό τους πόνημα, με τίτλο “Kingmaker”, δεν αποκλίνει από αυτόν τον κανόνα. Από την πρώτη του ανάσα το μήνυμα είναι ξεκάθαρο: οι δυο βασικοί πυλώνες του βετεράνου Ευρωπαϊκού θηρίου, πλαισιωμένοι από τους Rene Shades στο μπάσο και Allan Tschicaja στα ντράμς, συνεχίζουν να έχουν τη φλόγα ζωντανή μέσα τους. Το κλασσικό, λειτουργικό χαρμάνι των Δανών με τις εξαιρετικές, χαρακτηριστικές μελωδίες του Atkins να ζευγαρώνουν με τα εξαιρετικά ρυθμικά του Hammer, προσφέρει μια ακολουθία ανθεμικών συνθέσεων.

Το μπάσιμο είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό καθώς το σπουδαίο “When God took a day off”, που ακολουθείται από το ομότιτλο “Kingmaker”, είναι ιδανικό δόλωμα ακόμα και για τους πιο δύσπιστους. Η εμπειρία των Δανών μοιράζει αρμονικά στη συνέχεια τις αξίες και τις διαθέσεις των υπόλοιπων τραγουδιών, κρατώντας ένα αξιοζήλευτο επίπεδο σε όλη τη διάρκεια του άλμπουμ. Με τις εκφράσεις τους όπως σημάδεψαν διάφορα στάδια της καριέρας τους, προσφέρουν άμεσης δράσης επιτακτικό heavy rock, πιασάρικο αλλά όχι φτηνό ροκ των σταδίων, παραγνωρισμένα hit singles των φτωχών, χωρίς φυσικά να παραλείπουν και την καθιερωμένη επιμεταλλωμένη μπαλάντα.

Μέσα σε μια καταιγίδα νέων μουσικών πληροφοριών οι Maids στέκονται αρκετά μακρύτερα από τη λέξη “αξιοπρέπεια”. Με αγγελιαφόρο μια φωνή που στα πενήντα-κάτι της είναι πολύ πιο εκφραστική και πειστική από νεώτερους, οι Maids παραμένουν στους τρεις κορυφαίους πιονιέρους του ευρωπαϊκού hard, παίζοντας σε εκείνα τα χωράφια της μελωδίας που πάντα συγκινούσαν και πιο δύσπιστους metal ακροατές.

789
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…