“Η μουσική είναι η τέχνη που εποφθαλμιούν όλες οι υπόλοιπες”.
Δεν θυμάμαι ποιός εκστόμισε την ανωτέρω φράση αλλά μετά βεβαιότητος, τουλάχιστον εμπειρικώς, η αλήθεια της ισχύει στο ακέραιο, ανεξάρτητα από την πατρότητά της. Εύλογα ίσως με ρωτήσεις για την αξιωματική φύση της. Εντάξει, τα πάντα ρει που έλεγε κι ο Τάκης (ο Ηράκλειτος ντε!) και θα προσπαθήσω να σου αποδείξω ως θεώρημα την ισχύ της. Με τι; Μα με ατράνταχτα τεκμήρια φυσικά. Ποιά; Όχι πολλά. Για την ακρίβεια ένα και μόνο. Με μεγάλη ευχαρίστηση θα σου αναλύσω την οπτική μου πάνω σε ένα έργο απτής, πραγματικής Τέχνης. Το οποίο δεν είναι άλλο από το debut album μιας αμερικανικής μπάντας, των Lethal. Το ορόσημο “Programmed”.
Ας τα πάρουμε από την αρχή, αναφέροντας κάποια ιστορικά στοιχεία, εν είδει μεταφοράς του χωροχρονικού φόντου που εκτυλίσσεται η ιστορία μας… Βρισκόμαστε στο Erlanger, μια μικρή κωμόπολη της πολιτείας του Kentucky, γύρω στο 1982. Οι αδερφοί Eric και Glen Cook, δυο πιτσιρικάδες συνεπαρμένοι από το heavy metal που κατακαίει τις ψυχές των οργισμένων, επαναστατημένων νέων σε όλη την υφήλιο, αποφασίζουν να σχηματίσουν οι ίδιοι μια μπάντα, με τον Eric να αναλαμβάνει την κιθάρα και τον Glen το μπάσο. Η σύνθεση ολοκληρώνεται με την ένταξη του Chuck Gollar ως δεύτερου κιθαρίστα, του Jay Simpson πίσω από το drumkit και του Brian Goins στα φωνητικά, ο οποίος ήταν και αυτός που πρότεινε και το όνομα Lethal. Η σύνθεση αυτή είναι βραχύβια. Ο Gollar αντικαθίσταται από τον Dell Hull και ο ιθύνων νους Eric αποφασίζει ότι πρέπει να αλλάξει το ύφος των φωνητικών, προσφέροντας τη θέση του αποχωρήσαντα Goins στον Tom Mallicoat, έναν υψίφωνο τραγουδιστή. Οι Lethal δίνουν το πρώτο τους live, το μοναδικό με αυτή τη σύνθεση των Cooks, Mallicoat, Hull και Simpson.
Έχουμε φτάσει στο 1985 και οι Lethal μπαίνουν στο studio για να ηχογραφήσουν το πρώτο τους demo “The Arrival”, έχοντας ένα δείγμα τεσσάρων τραγουδιών έτσι ώστε να προσελκυθεί κάποια δισκογραφική εταιρεία. Λίγο πριν την τελική μίξη των κομματιών ο Simpson αποφασίζει να εγκαταλείψει τη μπάντα, επικαλούμενος προσωπικούς λόγους και οι Lethal ολοκληρώνουν την ηχογράφηση χωρίς αυτόν, χρησιμοποιώντας τον εξοπλισμό του. Προσεγγίζεται ο Adrian Powers ο οποίος δέχεται να ενταχθεί στο line up και η μπάντα επιστρέφει στο studio για να επανηχογραφήσει το demo της και να το κυκλοφορήσει τελικά ως demo tape το 1987, ενώ παράλληλα αρχίζουν οι επαφές με διάφορες εταιρείες που θα ήθελαν να κυκλοφορήσουν την πρώτη full length δουλειά της.
Για μια ακόμη φορά όμως αρχίζουν να διαφαίνονται εσωτερικές κόντρες, με τον drummer Adrian Powers να θέτει όρους στις διαπραγματεύσεις, όντας αρνητικός να συμμετάσχει σε περιοδείες που θα κλειστούν. Ο Eric επιχειρεί να κάνει μια κρούση στον πρώην συνεργάτη του Jay Simpson για να δει αν υπάρχει προοπτική επανεξέτασης από μέρους του έτσι ώστε να επανέλθει, αλλά αυτός, όντας νεόνυμφος, αρνείται και μη έχοντας άλλη επιλογή, οι Lethal προσλαμβάνουν τον Jerry Hartman.
Οι εξελίξεις από εκεί και πέρα είναι ραγδαίες. Η μπάντα επιτυγχάνει μια καλή συμφωνία με τη φημισμένη Metal Blade (η οποία κατά την προσωπική μου άποψη συνέβαλλε στα μέγιστα της ακμής του αμερικανικού metal, κυκλοφορώντας ακρογωνιαία albums από θρυλικές μπάντες και θα πρέπει να μνημονεύεται εξίσου για τη συμβολή της παράλληλα με τους φυσικούς αυτουργούς, τους ίδιους τους μουσικούς) και μπαίνει στο studio για να ηχογραφήσει το πρώτο της ολοκληρωμένο album, το θεόρατο “Programmed” το οποίο και κυκλοφόρησε τον Οκτώβρη του 1990, αφήνοντας τα στόματα των ανυποψίαστων φίλων αυτής της μουσικής να χάσκουν ορθάνοιχτα.
Οι λέξεις ωχριούν για να περιγράψουν αυτό το κομψοτέχνημα. Θυελλώδεις συνθέσεις, μεστές, εμπνευσμένες από θεϊκής προελεύσεως εγκεφαλικότητα, αξεπέραστες εκτελέσεις από κραυγαλέα ταλαντούχους μουσικούς και πασίδηλη αγάπη για το αντικείμενο. Ο Eric μαζί με τον Hull (ο οποίος είναι και ο δημιουργός του πολύ απλού artwork) κεντούν με αραβουργηματικές ίνες τους ύμνους που απαρτίζουν το δίσκο, σαρωτικοί στη riffολογία τους, εκλεπτυσμένοι, ύψιστης “ομιλητικότητας” στη σολιστική τους φρασεολογία, πραγματικές γεννήτριες ένμουσων μελωδιών, πιασάρικων και σαγηνευτικών, πανέμορφων σαν τη Μούσα που εκπροσωπούν. Από πίσω τους, o Glen με τον Hartman, συνθέτουν ένα τεράστιο rhythm section. Στιβαροί, δεμένοι, δομούν έναν πανίσχυρο καμβά όγκου και βαρύτητας, μην αφήνοντας ούτε μια νότα χωρίς υποστήριξη. Ποικιλία στις ταχύτητες, επίδειξη τεχνικής δεινότητας και αέρας headbangικής γκαύλας (να με συγχωρήσουν οι αναγνώστες, αλλά η μόνη ποιητική έννοια με την οποία μπορώ να περιγράψω αυτό το συναίσθημα αντιπροσωπεύεται μόνο με αυτήν την ελληνικότατη λέξη).
Και φυσικά, ως ένα από τα μεγαλύτερα highlight, δεν θα μπορούσε να μην αναφερθεί η φοβερή ερμηνεία του Tom Mallicoat, αυτού του χαρισματικού τραγουδιστή ο οποίος με μια λέξη είναι συγκλονιστικός. Με μια φωνή που θυμίζει λίγο τον Geoff Tate στα ψηλά του (ήθελα να ήξερα ποιός ηλίθιος εξ αιτίας αυτής της γειτνίασης τους ονόμασε κλώνους των Queensryche, πρέπει να ήταν ολόκουφος ο τύπος) αλλά με επίσης ολοφάνερη την αυθεντική προσωπικότητα στη φωνητική απόδοση των λυρικών στίχων του, ο Mallicoat μαγεύει με την κρυστάλλινη φύση, με τη δύναμη και το απαράμιλλο πάθος που είναι διαποτισμένη η φωνή του. Ένας απολαυστικός φωνητικός μεσάζων συναισθημάτων, ένας επικολυρικός πομπός ηχητικής διαύγειας.
Για τα τραγούδια, επίσης μου είναι πολύ δύσκολο να βρω τις κατάλληλες λέξεις για να τα αναφέρω. Τι να πρωτοπείς για συνθέσεις όπως τους επικούς κάργα US metal ύμνους “Fire in Your Skin”, “Plan Of Peace”, για τους σαρωτικούς τυφώνες των “Arrival” και “Killing Machine” (ζητείται δωρητής οργάνων να μου χαρίσει μια κιθάρα ΤΩΡΑ!), για την προφητική απόγνωση / aklapsomounik απελπισία που εκχέεται από τα σπαραξικάρδια “Another Day” “What They’ve Done”, “Immune” και “Pray for Me” ή για τα ρεφρέν των κολοσσιαίων “Programmed” και “Obscure the Sky” (θα το τραγουδώ μαζί σου φίλε μέχρι να ψοφήσω); Ύμνοι που απαντούν ευθέως στο ερώτημα “τι είναι heavy metal που λένε οι γήϊνοι;” που θα μπορούσε να σου απευθύνει ο οποιοσδήποτε Kilrathi που θα συναντούσες στο δρόμο. Ιδού τι είναι γατάνθρωπε, απάντηση straight in your face!
Η συνέχεια αυτού του τιτάνιου έργου, δυστυχώς δεν είχε την ανάλογη συνέχεια. Ο Dell Hull αποχώρησε από την μπάντα αμέσως μετά, οι Lethal ηχογράφησαν ένα άτιτλο 3-track demo ακόμη, το οποίο κυκλοφόρησε από την άσημη Bullet Proof records ως “Your Favorite God” EP το 1995 (με το “The Real” να είναι μέσα στην Top Lifetime Songs προσωπική λίστα μου) με τον David McElfresh να πλαισιώνει τον Eric Cook και ένα χρόνο μετά το κύκνειο άσμα “Poison Seed” από την Massacre records, σε σαφώς πιο progressive ηχοτόπια και κατά πολλοίς λιγότερο άμεσο από το τεράστιο debut τους. Δέκα χρόνια μετά, ο Tom Mallicoat επιχείρησε να αναβιώσει το group με το line up του “Your Favorite God” για κάποια live και η ιστορία λέει ότι ηχογραφήθηκε και υλικό για ένα νέο Lethal album, το οποίο όμως δεν κυκλοφόρησε ποτέ, ρίχνοντας παράλληλα τους τίτλους τέλους για αυτήν τη θρυλική μπάντα.
Το όνομα των Lethal θα μείνει αθάνατο στις καρδιές όλων των ungialadzi metallers και το “Programmed” είναι μια από τις απόλυτες πράξεις αυτού του εικαστικού κινήματος που όσο υπάρχουν συναισθήματα, θα συνεχίσει να ζεί. Μέσω των ηρώων του και της ικανότητας τους να εμπλουτίζουν τη μάταιη ζωή μας με τις κιθάρες, τα μπάσα, τα τύμπανα και τις φωνές τους.
Το 2012, ο κιθαρίστας Eric Cook , αυτός ο χαρισματικός μουσικός, εγκατέλειψε τα εγκόσμια και τον μάταιο τούτο ντουνιά, χτυπημένος από την επάρατη νόσο, τον γαμημένο καρκίνο. Αλλά ο μύθος λέει (προσωπικός μου συνειρμός, έχει ώρα, από την αρχή που κάθισα πάνω από το πληκτρολόγιο για να γράψω αυτές τις γραμμές για το φίλο μου τον Χρήστο, που με ψιλοπήραν τα “ζουμιά”, μην τα πολυλαμβάνεις άλλωστε όλα τοις μετρητοίς, is passion, not fashion) ότι μόλις τον αντίκρυσε ο Θεός Απόλλωνας, έστρεψε το βλέμμα προς τα κάτω και θαρρώ ότι του έφυγε ένα δάκρυ. Όπως και να ‘χει, η αποστολή που του ανέθεσε, εκπληρώθηκε στο έπακρον. Προσωπικά, δεν θα σας ξεχάσω ποτέ. Σας ευχαριστώ όλους γι’ αυτό που είμαι σήμερα. Είναι και δικό σας “έργο”. Δόξα και αιώνια Τιμή!
Αυτά, καλό φθινόπωρο παιδιά και ζήτω το heavy metal.
(To κείμενο έχει δημοσιευθεί αρχικά στο έντυπο περιοδικό RetroPlanet)
http://www.retroplanet.gr/
https://www.facebook.com/retroplanetmag/