Έχουν περάσει 21 χρόνια δισκογραφικά για τους Opeth και φτάσαμε αισίως στον αριθμό δώδεκα.
Εδώ και μεγάλο διάστημα πλέον, είναι από τους αδιαφιλονίκητους ηγέτες της μεταλλική σκηνής και φροντίζουν κάθε φορά να κρατάνε πολύ ψηλά τον πήχη. Αξιοθαύμαστη σταθερότητα τόσο από άποψη δισκογραφικής συνέπειας όσο και από άποψη ποιότητας (που είναι και το ζητούμενο). Δεν είναι πλέον και λίγα τα χρόνια ακμής άμα το καλοσκεφτούμε. Για την ακρίβεια είναι πάρα πολλά.
Ο Akerfeldt, φύσει και θέση ηγέτης και ακρογωνιαίος λίθος του σχήματος από τις απαρχές τους, παρέα με τον σταθερό πλέον κορμό των Martin Axenrot (drums), Fredrik Akesson (κιθάρα), Joakim Svalberg (πλήκτρα) και Martin Mendez (μπάσο), για έναν ακόμη δίσκο δείχνει την ανάγκη του για επαναπροσδιορισμό του ήχου τους με ταυτόχρονη διατήρηση αρκετών στοιχείων του πρότερου μουσικού DNA τους και όπως είναι φυσικό ως de facto leader δίνει τις ανάλογες κατευθύνσεις στους υπόλοιπους. Λιγότερο περιπετειώδες από τον προκάτοχό του, περισσότερο άμεσο, βαρύτερο και με σαφείς επιρροές τόσο από τα αγαπημένα ‘70s του Akerfeldt όσο και από την εποχή του Watershed και πίσω. Φυσικά αυτό το τελευταίο είναι αντιληπτό σε επίπεδο δομής riffs σε κάποια κομμάτια κι επουδενί σε τόνο κιθάρας και φωνητική προσέγγιση. Αυτά βρίσκονται εκτός του μουσικού τους κάδρου προ πολλού και ειλικρινά (προσωπική εκτίμηση αυτό) δύσκολα θα τα ξαναδούμε στο άμεσο μέλλον.
Η χημεία των πέντε τους είναι ξεκάθαρη ήδη από το εναρκτήριο ομώνυμο που ακολουθεί της πανέμορφης εισαγωγής Persephone (με narrative γυναικεία φωνή). Μια χημεία και που διατηρείται καθ’ όλη τη διάρκεια (μικρής για τα πρότερα δεδομένα του) της κυκλοφορίας. Για τον υποφαινόμενο ο δίσκος ξεχειλίζει ποιότητα. Στο Will O the Wisp το οποίo αποτελεί μια ευθεία μουσική παραπομπή στη μεγάλη αγάπη του Μιχάλη, τη δεκαετία του ’70. Στο Chrysalis το οποίο είναι με διαφορά το καλύτερο του δίσκου και θα μπορούσε υπό συνθήκες να βρίσκεται στο (επίσης τεραστίων διαστάσεων) Ghost Reveries μιας και εκεί τοποθετώ τη μουσική του αφετηρία. Το ακουστικό μεγαλείο τους Sorceress 2, που έχει κάτι από τη μαγεία που διάσπαρτη υπήρχε σε αντίστοιχα σημεία στο Still Life.
Τι να πω για το Strange Brew; Ή καλύτερα τι να πρωτοπώ; Εισαγωγή με καθαρά φωνητικά και πιάνο, καθαρή κιθάρα με solo a la Andrew Latimer (αν δεν ξέρεις ποιος είναι ψάξε, ζηλεύω την άγνοιά σου φίλε αναγνώστη), progressive οργιώδης κορύφωση που παραπέμπει στον προηγούμενο (φοβερό για μένα) δίσκο, solos εξαιρετικά και από τους δύο κιθαρίστες, πάλι πιάνο σε ένα ήδη κλασικό Opeth κομμάτι. Ανατολίτικες κλίμακες με πολύ ενδιαφέρουσες μελωδίες στο the Seventh Sojourn. Αναγεννησιακές κλίμακες στην εισαγωγή του Fleeting Glass όπου ακολουθεί prog rock intro για να έρθει να δέσει με εντελώς Opeth-ίζουσα μελωδία στο κουπλέ. Aυτό το Era. Αριστούργημα απλά και ξεκάθαρα. Και κλείσιμο όπως ξεκινήσαμε, με πληκτροφόρο slight return του Persephone.
Παρεμπιπτόντως μιας και αναφερθήκαμε για χημεία μεταξύ των μελών, αυτή μεταφέρεται αυτούσια στο σανίδι. Ως αυτήκοος μάρτυρας μαζί με πολλούς ακόμη το διαπιστώσαμε με εμφατικό τρόπο στο αψεγάδιαστο περσινό τους live. Θα ήταν επίσης αδικία να μην αναφερθώ ξεχωριστά στην τεράστια συνεισφορά του Svalberg σε όλο το δίσκο μιας και πρόκειται για το συνδετικό κρίκο σχεδόν παντού και χρωματίζει μοναδικά τις συνθέσεις με τον πιο ουσιαστικό τρόπο. Άξιος.
Κατακλείδα: συμμερίζομαι όσους τους λείπουν οι εποχές που οι Opeth είχανε και growls, death metal στοιχεία, ολίγη από black και πολύ σκοτεινή ατμόσφαιρα. Και ήταν πότε βαρείς κι ασήκωτοι και πότε ακουστικοί/ sorrow. Και που πάμπολλες φορές αυτά τα δυο συνδέονταν στην ίδια σύνθεση με μοναδικό τρόπο. Που ήταν ρηξικέλευθοι και καινοτόμοι. Που πάντρεψαν ανόμοια είδη και ετερόκλητες επιρροές σε ένα μοναδικό και ομοιογενές μουσικό κράμα. Αυτά έκαναν τους Opeth αυτή τη σπουδαία καλλιτεχνικά μπάντα που είναι μέχρι σήμερα και χτίσανε με εμφατικό τρόπο το όνομά της.
Φυσικά μου λείπουν όλα αυτά κι εμένα και μάλιστα πολύ. Πρέπει όμως να σεβαστούμε την αλλαγή πλεύσης της αρμάδας του Mikael για πολλούς λόγους. Πρώτον είναι τίμια και ειλικρινής. Δεύτερον γίνεται με πολύ πετυχημένο και ουσιαστικό τρόπο. Τρίτον είναι Opeth πέρα για πέρα και μάλιστα για μια ακόμη φορά με επαναπροσδιορισμένο ήχο και καινούριες ιδέες. Αν το βάζω δίπλα στις 4-5 κορυφές τους (όλοι λίγο πολλοί αυτές έχουμε); Σίγουρα όχι. Αν το θεωρώ ποιοτικό, φρέσκο κι άξιο να φέρει το όνομα του συγκροτήματος; Nαι, χωρίς καμία αμφιβολία.
Α και να μην ξεχάσω κάτι. Σε όσους λείπουν οι παλιοί Opeth και θέλουν να τους απολαύσουν ως μια από τις (πολλές είναι η αλήθεια) επιρροές μιας άλλης μπάντας δεν έχουν παρά να τσεκάρουν αυτό.
YΓ1 Πρώτη δεκάδα είσαι και φέτος (πάλι) Μιχάλη. Great Job.
YΓ2 Τι εξωφυλλάρα είναι αυτή;
ΥΓ3 Θέλει ξεχωριστή μνεία το drumm-ιστικό φαινόμενο Μartin Axenrot.