Το αρχέγονο metal των Blue Cheer, με έναν προσεγμένο ήχο, και με ιδιαίτερο εκτελεστικό υπόβαθρο, κατορθώνει να παρουσιάζει μια γνησιότητα, που απουσιάζει από τα σημερινά εξεζητημένα album.
Θα μιλήσουμε λοιπόν για τη μουσική, γυρνώντας στα γεννοφάσκια του Heavy Metal – όταν ο Bruce Dickinson (τυχαία αναφορά) ήταν ακόμη στο σχολείο, πολλοί από εσάς δεν είχαν γεννηθεί ακόμα, ή ήσασταν μωρά (εγώ ήμουν δυο ετών το 1968).
Υπέρ-δυναμικό Heavy Metal συγκρότημα που χαρακτηρίστηκε σαν ένα από τα πιο δυνατά σε ένταση σύνολο. Η τεχνική των Blue Cheer βασιζόταν στην τότε σχολή των συγκροτημάτων του San Francisco, ή για να γίνουμε πιο ακριβείς, είχαν να επιδείξουν ένα πυρετώδες ύφος με επιθετικά φωνητικά. Η μουσική τους δυσαρμονία δημιούργησε ένα αίσθημα τρόμου.
Ένα πράγμα είναι βέβαιο… τα πρώτα συγκροτήματα που αποτέλεσαν πηγή ερεθισμάτων για τα σημερινά Heavy Metal σχήματα, ήταν group όπως οι Deep Purple, οι Black Sabbath και οι Led Zeppelin. Λίγο πιο πριν όμως είχε ήδη παρουσιαστεί το “πραγματικό” Heavy Metal σχήμα των Blue Cheer που δεν λειτούργησε, ωστόσο, τόσο σαν επιρροή για τους μεταγενέστερους.
Μέχρι το 1972 αυτό το συγκρότημα από το San Francisco (δημιουργήθηκε το 1966), είχε ηχογραφήσει έξι LP’s περνώντας μέσα από αρκετές αλλαγές στη σύνθεση.
Αυτοί οι τύποι ανέβηκαν δυναμικά στα charts το 1968, σαν μια βόμβα που εκρήγνυται, με τη διασκευή στο “Summertime Blues” του Eddie Cochran, κυκλοφορεί σαν single και καταλήγει στα charts πολλών Ευρωπαϊκών χωρών.
Ακόμα και τότε, σε εκείνη την χρυσή εποχή, με τον Jimi Hendrix να βγάζει νέους δίσκους με δυνατή μουσική, οι Blue Cheer τους ξεπέρασαν όλους. Έπρεπε να ηχογραφήσουν το δεύτερο δίσκο τους “Outsideinside” σε ανοιχτό χώρο (παρά τον τίτλο του…), γιατί το studio “Mikes” δεν μπορούσε να καλύψει τη δύναμη του θορύβου. Αυτό το LP έχει την ίδια κατεύθυνση με το πρώτο, αλλά κάπου έχει χάσει ως ένα βαθμό το στοιχείο της έκπληξης.
Από κι και μετά οι Blue Cheer προσπάθησαν να δείξουν ότι ήθελαν να εξερευνήσουν νέους μουσικούς ορίζοντες.
Αλλά, αυτοί οι τύποι υπήρξαν απλά ένας θρύλος ή ένας μύθος;
θυμηθείτε τα όσα γράφονται γι’ αυτούς, ότι δεν αποτελούσαν παρά ένα τρίο, που σύμφωνα με το πνεύμα της εποχής, δημιούργησαν τραγούδια πιθανά κάτω από την επήρεια παραισθησιογόνων, ή τα σχόλια που έγιναν σχετικά με το ότι ο manager τους ήταν παλιότερο μέλος των Hell Angels…
Όχι φίλοι μου! Δεν ήταν παρά μόνο καυτό Hard Rock & Roll.
Μελωδικό παίξιμο, σαλόνια κομμωτικής, μουσικές ακαδημίες – όλα αυτά ήταν άγνωστες λέξεις στο λεξιλόγιο αυτών των πρωτόγονων Rockers από την California.
Αντίθετα, υποστήριζαν ακρότητες στην ένταση του ήχου, πρωτόγονα επαναστατικά φωνητικά και τα χαοτικά solo στα drums, όπως διαπιστώνουμε στο διάρκειας έξι λεπτών κομμάτι, “Second Time Around”, το οποίο ήταν το τελευταίο τραγούδι στο “Vincebus Eruptum”.
Το τέλος ακούγεται σαν να έχει πετάξει το συγκρότημα τον εξοπλισμό του στα σκουπίδια, σε μια στιγμή μουσικού παροξυσμού!
Η παραγωγή του “Vincebus Eruptum” έγινε το 1967, (από έναν DJ, φίλο της μπάντας τον Abe Kesh που τους βοήθησε να υπογράψουν στην Philips Records), αλλά βγήκε στα δισκοπωλεία μόλις το 1968 αφού κατακρεουργήθηκε κυριολεκτικά από τους κριτικούς.
Ακόμη, πάντως δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι Blue Cheer (πήραν το όνομα τους από ένα ναρκωτικό), έστρωσαν το δρόμο για άλλα κορυφαία Heavy Metal συγκροτήματα, όπως οι Black Sabbath, Uriah Heep, Grand Funk Railroad, B.O.C. κα. Ή τουλάχιστον έδωσαν στο μουσικό αγοραστικό κοινό μια πρώτη γεύση για τον ήχο που έμελλε να ακολουθήσει…
BLUE CHEER: Dick Peterson – Vocals/ Bass, Leigh Stephens – Guitars and Paul Whaley – Drums.
Side A: Summertime Blues, Rock Me Baby, Doctor Please.
Side B: Out Of Focus, Parchment Farm, Second Time Around.
Ηλίας Κωστόπουλος
570