Παρότι κοντεύουν τα 20 χρόνια ενεργής δισκογραφίας, οι DGM κατάφεραν να απασχολήσουν περισσότερους ακροατές, μόλις τρία χρόνια πριν, με το πολύ καλό “Momentum”.
Κι ενώ οι ιδρυτές, Diego, Gianfranco και Maurizio (εξ ου και το DGM) δεν βρίσκονται πλέον στην μπάντα, το μέλλον φαντάζει ιδιαίτερα θετικό για τους διαδόχους τους. Με τα περισσότερα τωρινά μέλη να βρίσκονται στο σχήμα από τα mid ‘00s και μετά, το σχήμα δείχνει να έχει κατασταλάξει ηχητικά την τελευταία δεκαετία, παρέχοντας εξαιρετικής κοπής progressive, έτσι όπως άνθισε στα ‘90s και εδραιώθηκε την επόμενη δεκαετία, συνδυάζοντας τους Symphony X με τους Elegy.
Αυτήν τη συνταγή ακολουθούν και στο νέο album, με τα φωνητικά του Mark Basile να συντροφεύουν αρτιότατα τους κιθαρισμούς του Simone Mularoni, ο οποίος με τη σειρά του συνοδεύεται από το στιβαρό rhythm section των Fabio Constantino και Andrea Arcangeli, με τον πρώτο να δηλώνει drummer τους από το 1999, ενώ ο δεύτερος ανέλαβε το μπάσο το 2003, αποτελώντας ουσιαστικά τα δυο παλαιότερα μέλη των DGM. Ιδιαίτερη μνεία όμως πρέπει να δοθεί στον Emanuele Casali, που με τα keyboards του δίνει έναν άλλον αέρα στο δίσκο, κάνοντας εξαιρετικό δίδυμο με τον προαναφερθέντα Mularoni.
Η ένατη ολοκληρωμένη δουλειά των Ιταλών δεν προτείνει κάτι νέο στο μουσικό σύμπαν, αλλά φροντίζει και συλλέγει όλα τα στοιχεία που έκαναν το prog ιδίωμα μεγάλο και τρανό και μέσα από έντεκα προσεγμένα τραγούδια, δηλώνουν βροντερό παρόν.
Τα πληκτράκια, τα σολίδια, οι μακροσκελείς συνθέσεις είναι εδώ, με το “The Passage” να διαθέτει μια αύρα που σε παραπέμπει στις καλές εποχές του είδους, δίχως όμως να ξεχνά σε στιγμές την εποχή που διανύουμε, προσθέτοντας λογής στοιχεία της μεταμοντέρνας υφής του progressive, μη πέφτοντας όμως στη γλυκιά παγίδα των φλοϋδικών μακρόσυρτων ιντερλουδίων ή των “over-the-top” και πομπώδη ηχητικών εξάρσεων. Το album είναι αυτό που είναι και χτυπά στο δόξα πατρί όσων δηλώνουν fan των Elegy, των Symphony X, αλλά και των Pharaoh, των Threshold και λοιπών του είδους.
Ο δίσκος, ευτυχώς, δεν κουράζει και δείχνει καθόλα δουλεμένος, δίνοντας τον απαραίτητο χώρο στις μελωδικές γραμμές του Basile που σαν άλλος Ian Parry, ντύνει το κάθε κομμάτι με τις κατάλληλες ερμηνείες. Και για να δέσει το ηχητικό γλυκό, οι DGM φέρνουν ως guests τους Tom Englund και Michael Romeo στα “Ghosts of Insanity” και “Dogma” αντίστοιχα, με το αποτέλεσμα να είναι αναμενόμενα εξαιρετικό.
Οι DGM στο “The Passage” παρουσιάζονται κατασταλαγμένοι κι απόλυτα εναρμονισμένοι με το καλλιτεχνικό ποιόν τους, παραδίδοντας ένα πραγματικά όμορφο album, που άπαξ κι είχε κυκλοφορήσει 15 χρόνια νωρίτερα, θα έλαχε καθολικής αναγνώρισης.
Και το μεγαλύτερο ίσως ατού της νέας αυτής δουλειάς, όπως και γενικότερα της εδώ και χρόνια μουσικής υφής του συγκροτήματος, είναι η αποφυγή έκδηλων ατμοσφαιρικών ψυχεδελικών στοιχείων (γνώρισμα που κατά καιρούς κατακλύζει το ιδίωμα), δίνοντας προτεραιότητα στην κατ’ ουσίαν εξέλιξη της εκάστοτε σύνθεσης, αφήνοντας εν τέλει στον ακροατή μια καθόλα ευχάριστη αίσθηση στο τέλος, αντί κάποιας γλυκόπικρης και μελαγχολικής γεύσης, η οποία φυσικά δεν είναι απαραίτητα κακή, αλλά όταν αποτελεί μονόδρομο πλέον στην prog σκηνή, εκτιμώνται δεόντως όσοι κάνουν το αυτονόητο και παραμένουν σταθεροί στις νόρμες τους, δίχως να χρειάζονται επικλήσεις στο συναίσθημα.
Χορταστικό, τίμιο κι απλό, παρότι εξ ορισμού περίπλοκο. Εύγε.
614