Στο βωμό της καριέρας και της αναγνωρισιμότητας, καλλιτέχνες, αθλητές ακόμα και πολιτικοί, προσπάθησαν να λανσάρουν τον εαυτό και τη δουλειά τους με ονόματα χαρακτηριστικά, πιασάρικα, πρωτότυπα και εύηχα.
Αντικρύζοντας στο μέιλ μου το όνομα BEELZEFUZZ που μου έλαχε για κριτική, αναρωτήθηκα, “πού πάτε ωρε παλικάρια με τέτοιο γλωσσοδέτη να κάνετε καριέρα;”. Αλλά μην ξεχνιόμαστε η μουσική είναι αυτό που μετράει κι αυτό καλλούμαστε ως επί το πλείστον να σχολιάσουμε. Άλλωστε κι ο Πελέ αν κρατούσε το “Edson Arantes do Nascimento”, για τα κατορθώματά του με την μπάλα θα τον μνημονεύουμε κι όχι για το σιδηρόδρομο που κουβαλάει για όνομα.
Το όνομα της μπάντας με βοήθησε να ανακαλέσω το πρώτο ομότιτλο δισκογραφικό εγχείρημα των εν λόγω doomsters από το Maryland των ΗΠΑ, το οποίο δεν είχε περάσει απαρατήρητο και το είχα τσεκάρει ως μια αξιοπρόσεχτη δουλειά με προοπτικές.
Πέρασαν τρία χρόνια από τότε, υπήρξε μια επεισοδιακή ρήξη με τον μπασίστα (Pug), ο οποίος αποδείχτηκε μεγάλη απώλεια, όντας πέρα από ιδρυτικό μέλος αλλά και ακρογωνιαίος λίθος στο κομμάτι της σύνθεσης, από τρίο μετασχηματίστηκαν σε κουαρτέτο με έναν επιπλέον κιθαρίστα τον Greg Diener, προσπάθησαν να αλλάξουν το όνομά τους σε Righteous Bloom (καθόλου κακό…), αλλά το συναισθηματικό τους δέσιμο με το πολύ πετυχημένο BEELZEFUZZ ήταν τόσο δύνατο, ώστε στο τέλος του Καλοκαιριού θα κυκλοφορήσουν κάτω από αυτό το όνομα το δεύτερο τους album “The Righteous Bloom”.
Τρία χρόνια το παίδευαν τα παλικάρια, οπότε -λέω- κάτι καλό θα έχουν να παρουσιάσουν. Δυο lead guitars πλέον, επιρροές από classic rock (με στοιχεία από Uriah Heep, Deep Purple και Black Sabbath) να ακολουθούν τα βήματα των Pentagram, των Graveyard και των Earthride, διαβάζω στο δελτίο τύπου -ό,τι πρέπει φαντάζομαι για ένα όμορφο καινούργιο δισκάκι- μια χαρά ώστε να καλύψει την ανομβρία του Αυγούστου.
Η ουσία του πράγματος είναι πολύ διαφορετική. Στοιχεία progressive metal, μπλέκονται ασύνδετα με ψυχεδέλεια των 70’s, κιθαριστικά solos που παραπέμπουν σε Vai και εισχωρούν σαν τσόντα στην ψυχεδελική ατμόσφαιρα, riffs που θα έλεγε κανείς ότι τα κόπιαραν άχαρα από Graveyard κι άλλοτε από Evanescence και φωνητικά που παραπέμπουν σε ένα κακό κράμα, μια καρικατούρα των Dio, Andy Powell και Klaus Meine (μην πω και Νταλάρα, που όντως σε αρκετά σημεία η λυρικότητα των φωνητικών “νταλαρίζει” με ανεπαίσθητες κι άκομψες κορώνες). Η ακρόαση με κούρασε αφάνταστα και δε μπόρεσα να ξεχωρίσω κάποιο θέμα από τους “επίδοξους” rockers από το San Francisco.
Σε αυτό το σημείο έρχεται να ανοίξει μια μεγάλη συζήτηση. Υπάρχει τελικά revival rock σκηνή ως αυθύπαρκτο είδος, ή μήπως η έκφραση αυτή από την πλειονότητα των συγκροτημάτων που υποτίθεται ότι την εκπροσωπούν είναι ένα επιτηδευμένο και βεβιασμένο συνονθύλευμα επιρροών προς το δρόμο της αναγνώρισης και του χρήματος; Αν όντως υφίσταται τέτοια σκηνή (που αμφιβάλλω), δείγματα αυθεντικά όπως αυτά των Graveyard, ξεχωρίζουν ανεξάρτητα, σαν τη μύγα μες στο γάλα, και πονήματα όπως το “The Righteous Bloom” και το “Westing” των Slow Season, περνούν απαρατήρητα, “στιγματίζοντας” την όποια αναβίωση σε παλιατζούρα του σήμερα ή στέκονται στα ράφια των δισκοπωλείων ως φολκλόρ τσολιαδάκια “made in china”.
582