Όπως προμηνύει και η βυσσινί νεκροκεφαλή στο εξώφυλλο του νέου δίσκου, που ομολογουμένως ήρθε νωρίτερα απ’ όσο περίμενα, τα νέα sweethearts της Victory αποφάσισαν να ρίξουν λίγο ακόμη νεράκι στο κρασάκι τους.
Ο δηλωμένος χριστιανός Mickey Carvajal έχει απομείνει το μόνο αρχικό μέλος του αρχικού σχήματος, έχοντας εντάξει στις τάξεις της μπάντας μερικά λιγότερο -πλην όμως- γνωστά session ονόματα που έχουν συνεργαστεί με μπάντες όπως το solo σχήμα του Brian “Head” Welch και οι Avenged Sevenfold , γιατί χρειάζεσαι ένα, κατά το δυνατότερον, σταθερό γκρουπ για να κατακτήσεις την κορυφή. Επιπρόσθετα, πρέπει να πειραματιστείς ή να χαλαρώσεις λίγο τον άλλοτε πιο hardcore ήχο σου για να μπορέσεις να ελιχθείς ή κι ανελιχθείς στην αγορά.
Οι συνθέσεις έχουν γίνει πιο rock, η φωνή του Carvajal σκίζεται και ραπάρει λιγότερο από το προηγούμενο εκπληκτικό “Violence and Destruction”, πράγμα που θα είναι λίγο δύσκολο στα live, καθώς, από όσο έχω ακούσει, η φωνή του δεν αποδίδει και τα μάλα.
Οι κιθάρες του J.R. Bareis , πρώην συνεργάτη του Head, δεν είναι εξίσου εφευρετικές με αυτές του κολεγιόπαιδου και προκατόχου, Andrew Murphy, που συχνά πυκνά κατέφευγε σε πιο ανορθόδοξες για το είδος τεχνικές, όπως το tapping στο φοβερό single “Coconut Dracula”. Εντούτοις εξυπηρετεί πολύ καλά την νέα punk rock ενσάρκωση της μπάντας.
Γενικά τα πράματα έχουν απλοποιηθεί , κάτι που φαίνεται με το που ακούσει κανείς κομμάτια όπως το τερματικό “Wait for It” ή το νέο lead single “Bad Guy”, που σίγουρα είναι λιγότερο περίπλοκο από το προαναφερθέν “Coconut Dracula”. Σε άλλο σημείο η μπάντα αποφασίζει , μάλλον προς τιμήν του Γιαχβέ, να το ρίξει στο dub, γεγονός όχι και τόσο αναπάντεχο, αν σκεφτεί κανείς την νέα συμμετοχή του καταπονημένου H.R. των Bad Brains στο “All We Need”.
Οι πραγματικά σκληρές στιγμές είναι μετρημένες, τα πληκτράκια πολλά και το κυνήγι του πιασάρικου, όπως πάντα, οφθαλμοφανές.
Θα μπορούσαν καλύτερα αλλά δεν τα πάνε και άσχημα.
690