Αν οι ιστορικοί του μέλλοντος έκαναν μια αναδρομή στην καριέρα των μελών των Aerosmith, θα ανακάλυπταν ότι ο frontman τους, ο πολύς, Steve Tyler, αποφασίζει στα 68 του, στα μέσα του 2016 να κάνει ένα country album και μάλιστα στο ντεμπούτο του, θα αναφωνούσαν: “Ο Steve Tyler, country album; WTF!!!”
Οι πιο “ψαγμένοι” κι ειδικοί δισκοκριτικοί πριν την κυκλοφορία του, εν περιλήψει έγραψαν: “Βρε δεν καθόσουν στ’ αυγά σου, στις βελούδινες πολυθρονάρες των γκλαμουράτων music shows, τι πήγες κι έμπλεξες τώρα με τους γελαδάρηδες και τα γεράκια του Nashville; Αν σταυρώσεις μια θέση σε airplay country σταθμού, θα αλλάξει επάγγελμα ο Garth Brooks”.
Τα πράγματα όμως δεν είναι καθόλου έτσι κι από ότι φαίνεται εξελίχθηκαν αντίθετα από ότι οι “Κασσάνδρες” προέβλεπαν. Από τη μία , η σχέση του Tyler με την country έχει ρίζες από τα παιδικά του χρόνια στις φάρμες του New England όπου μεγάλωσε παραθερίζοντας τα καλοκαίρια (ακούγοντας Everly Brothers κλιπ) κι αυτό φαίνεται σε ψήγματα του southern ήχου στις συνθέσεις των Aerosmith, παρόλο που δεν έφεραν ποτέ στις πλάτες τους την ταμπέλα της Southern Rock μπάντας. Από την άλλη το album απολαμβάνει με το καλημέρα την αποδοχή του κοινού, για να αποδειχτεί ακόμα μια φορά ότι οι κριτικοί δεν πρέπει να απαξιώνουν ό,τι δε τους φαντάζει ως αριστούργημα, το κοινό έχει τη δική του κρίση κι εν τέλει το star system δουλεύει ακόμα καλά και έχει γραμμένους τους απανταχού ειδήμονες στις καπιταλιστικές τεξανές μπότες του.
Όσες φορές κι αν άκουσα το “We’re All Somebody from Somewhere” μου δημιουργήθηκε η αίσθηση ενός ευχάριστου country “αχταρμά”, που συνδυάζει την καλοκαιρινή ραστώνη, τους χαλαρούς ρυθμούς με έναν δυναμισμό και μια γλυκιά μελαγχολία. Είναι λες και ο Tyler ως άλλη “Μάγισσα Φούρκα” (που θα’ λεγε η γιαγιά μου, αν τον έβλεπε), έβαλε μέσα σε ένα καζάνι αγνά country – rock υλικά, τα ανακάτεψε και μας σέρβιρε το soundtrack ενός καλοκαιρινού road trip που μεταλλάσσεται σα χαμαιλέοντας της ερήμου ανάλογα με τη διάθεση, επικαλυπτόμενο με την απαράμιλλη και ανεξίτηλη φωνάρα του.
Από τα 15 τραγούδια του album σίγουρα ξεχωρίζουν, η αισθαντική μπαλάντα “My Own Worst Enemy” με ένα πολύ όμορφο δυναμικό – ηλεκτρικό κλείσιμο, το ταξιδιάρικο “Hold On (Wont Let Go)”, στα σίγουρα το καλοκαιρινό “I Make My Own Sunshine” (το οποίο είναι λες και φτιάχτηκε για διαφήμιση soft drink), με το hitter όλων “Red, White & You” στο ίδιο μοτίβο να δίνει μια δόση country-pop φρεσκάδας.
Τελικά το “Janie’s Got A Gun” επιβεβαιώνει ότι κάποια τραγούδια όταν τα διασκευάζουν οι δημιουργοί τους στην πιο ώριμη καμπή της καριέρας τους, απογειώνονται και το “Piece Of My Heart” “πειράχτηκε” όσο έπρεπε για να μην το ξαναπιάσει καμία bimbo – σταρλετίτσα της pop (ή και της country) στο στόμα της. Δυναμικό, πάνω σε παραδοσιακούς δρόμους επανεκτελεσμένο και πλέον μετά την Janis θα το ακούω μόνο από αυτή την “παλιόγρια” που του προσέδωσε μια φλογερή και πιο φρέσκια προοπτική.
Το “Were All Somebody From Somewhere” δεν είναι album των Warlord για να έχει μια θεματική ροή και κλιμάκωση (ή αποκλιμάκωση), αλλά αποκρυσταλλώνει τη φυσιογνωμία του ίδιου του Tyler (την τρέλα του δηλαδή), μέσω μιας εξαιρετικής παραγωγής και από μονοπάτια που όσο κι αν φαίνονται πρωτόγνωρα σε πολλούς για το στιλ του, είναι αρκετά γνώριμα και οικεία για τον ίδιο, προσδίδοντας έτσι στην country σκηνή μια έντονη glam πινελιά, από το ατέλειωτο σταριλίκι που κουβαλάει στις πλάτες του.
688