Από την μακρινή Αυστραλία και συγκεκριμένα ένα μικρό νησί νότια αυτής, τη γνωστή στους φίλους των κινούμενων σχεδίων Τασμανία, μας έρχονται οι Save The Clock Tower.
Οι ίδιοι στη σελίδα τους στο Facebook δηλώνουν alternative metal/rock και πάντοτε πιστεύω ότι την καλύτερη οπτική από όλους μας τη δίνει ο ίδιος ο καλλιτέχνης για τον εαυτό του.
Aυτό που προσωπικά εισέπραξα ακούγοντας αρκετές φορές τον δίσκο τους είναι μια μίξη alternative κατεύθυνσης, nu-metal στοιχείων, μοντέρνας (00s και πέρα) αισθητικής και προσέγγισης με ότι αυτό συνεπάγεται. Ως εκ τούτου συναντάμε αρκετά pop στοιχεία, ανάλογα με αυτά που δίνουν μπάντες όπως οι Bullet for My Valentine και Asking Alexandria .
Στο νέο τους full length, διάρκειας 37 λεπτών, συναντάμε όλα τα παραπάνω. Στο εναρκτήριο Ghost Heart παρατηρείται η εναλλαγή σκληρών και καθαρών φωνητικών και οι χαμηλοκουρδισμένες-must για το είδος-κιθάρες στα διάφορα mid tempo περάσματα. Δυστυχώς για αυτούς τα καθαρά φωνητικά στο μεγαλύτερο μέρος τους έχουν μια διάχυτη ραδιοφωνική/ pop διάθεση και θα τα θεωρούσα αδύναμα ή έστω όχι κάτι το αξιοσημείωτο. Σώζεται η παρτίδα κάπως στα σκληρά, αλλά και εκεί δε θα έβρισκα κάτι το ιδιαιτέρως αξιοπρόσεκτο.
Ο δίσκος διαθέτει κάποιες δουλεμένες συνθέσεις και μια διάθεση για πειραματισμό. Ενδεικτικά το Breathing Beasts, το οποίο έχει μια μοντέρνα prog κατεύθυνση, το Kensigton Ave με ένα κλασικό mid-tempo πέρασμα και riff τύπου Machine Head . Κορυφαίες στιγμές του δίσκου τα Autobiography of a Fever και το πρώτο μισό μέρος -ατμοσφαιρικό κι απόκοσμο- του Here, Abaddon, στα οποία μας δείχνουν ότι σαν μπάντα διαθέτουν μια αν μη τι άλλο συνθετική δυναμική. Ειδικά το Autobiography of a Fever είναι σύνθεση που κάθε μοντέρνα prog μπάντα θα ζήλευε να είχε σε ένα album της. Kι επιτέλους lead κιθάρες! Γιατί τις κρύβετε ρε παιδιά σε όλο το δίσκο;
Δυστυχώς για αυτούς υπάρχουν και οι αδύναμες στιγμές τύπου Suneaters , White Cross, The Familiar Decay όπου -για τον γράφοντα τουλάχιστον- παραείναι επιτηδευμένα και pop. Σε τόσο μικρής διάρκειας δίσκο να υπάρχουν μέτριες συνθέσεις είναι ξεκάθαρα αρνητικό. Στα μείον κι η παραγωγή. Ο τόνος στην κιθάρα σχεδόν σε όλο το δίσκο είναι αδύναμος και τα τύμπανα (που είναι από τα δυνατά σημεία παικτικά) έχουν αυτό τον κλασικό μοντέρνο και καθόλου ευχάριστο trigger-ικό ήχο. Οι πάντες οφείλουν να δουν πως το κάνουν οι Leprous σε αυτόν τον τομέα.
Συνολικά η εικόνα είναι κάπως μέτρια και δείχνουν να μην έχουν μια συνθετική συνοχή και συνάφεια. Αν αποβάλλουν τις μέτριες συνθέσεις και χτίσουν πάνω στα προαναφερθέντα δυνατά σημεία του δίσκου, ίσως μπορέσουν να μας παρουσιάσουν κάτι δυνατό στο μέλλον. Προς το παρόν μάλλον στα ψιλά γράμματα θα περάσει η εν λόγω κυκλοφορία με τόση ποιότητα που μας έχει δώσει απλόχερα φέτος το 2016.