USA, mid ’80s. Το thrash metal βρίσκεται στην απόλυτη ακμή του και πυρπολεί τα αυτιά των νέων από άκρο σε άκρο της επικράτειας των Ηνωμένων Πολιτειών, πολλοί από τους οποίους θα βρουν στη βιαιότητά του την προσωπική τους μουσική ταυτότητα.
Άλλοι όμως δε νιώθουν και τόσο ικανοποιημένοι. Θέλουν τη μουσική τους πιο βαριά, πιο γρήγορη και πιο “κακιά” και πολύ απλά το thrash δεν μπορεί να ορίσει κάτι τέτοιο. Χρειαζόταν κάτι νέο, κάτι καινοτόμο.
Η αρχή της μετάλλαξης του thrash ορίζεται εν πολλοίς το 1985 με ένα από τα πιο θεότρελα / εξοντωτικά / ισοπεδωτικά albums όλων των εποχών, το “Seven Churches” των Bay Area thrashers Possessed, ένα άκρως καθοριστικό όσο και επιδραστικό album που δήλωνε με εκκωφαντική σαφήνεια την ανάγκη αυτή.
Κάποια χρόνια πριν, το 1983, ο 16χρονος τότε κιθαρίστας Chuck Schuldiner, ένας νέος επηρεασμένος από τους Iron Maiden, τους Metallica, τους Celtic Frost αλλά και τους Kiss (είπαμε, κανονικός άνθρωπος ήταν και φυσικά οι διαθέσεις δεν μπορεί να είναι πάντα τέτοιων τάσεων, να κάνουμε και λίγο ψυχολογία βρε αδερφέ μου!), σχηματίζει τους Mantas μαζί με τον επίσης κιθαρίστα Rick Rozz και τον drummer Kam Lee (αμφότεροι κι οι δυο μετέπειτα στους Massacre – αχ! Deeply touched!). Η ύπαρξη του σχήματος αυτού ήταν βραχύβια και ο Schuldiner αφού δοκίμασε τις δυνάμεις του για λίγο στους καναδούς thrashers Slaughter, ξεκινά να φορμάρει το προσωπική του μπάντα, τους Death και με τη βοήθεια είτε πρώην συνεργατών του είτε νέων μελών που δοκιμάζονται, ηχογραφεί μια μεγάλη σειρά από rehearsal demos (22 στον αριθμό παρακαλώ!) με κάποια από αυτά βέβαια κυκλοφορημένα ως official releases.
Φτάνοντας στο 1987, ο Schuldiner αναλαμβάνοντας τις κιθάρες, το μπάσο και τα φωνητικά και έχοντας στο πλευρό του πλέον μόνο τον drummer Chris Reifert (μεγαλούργησε με τους θεούς Autopsy στην πορεία), ο οποίος παρέμεινε μαζί του από την εποχή του “Mutilation” demo, ξεκινά να δημιουργεί την πρώτη του full length δουλειά των Death στη Florida.
Ηχογραφεί τις ρυθμικές κιθάρες και τα drums αλλά η εταιρία πίσω του, η Combat records, δεν μένει ικανοποιημένη από το ηχητικό αποτέλεσμα. Οι δυο μουσικοί μεταβαίνουν στο Los Angeles και με τον Randy Burns πίσω από την κονσόλα επανηχογραφούν το υλικό τους. Οι ηχογραφήσεις ολοκληρώνονται και το Μάιο του1987, η Combat records κυκλοφορεί το ορόσημο “Scream Bloody Gore”, ο θεωρούμενος ως ο πρώτος αμιγώς death metal δίσκος που κυκλοφόρησε ποτέ, ορίζοντας τις μουσικές σταθερές του ύφους αυτού.
Τι ήταν το “Scream Bloody Gore”; Με λίγα λόγια ήταν ένα σύνολο φρενήρους riffing, κατά πολύ αποστασιοποιημένο από την (ήδη κλισαρισμένη) thrash τεχνοτροπία, με ενσωματωμένες πάμπολλες επιρροές από το αλλοπρόσαλλο στυλ των Watchtower ή των “αρχαίων” Coroner και εξοντωτικό drumming, με στιχουργική θεματολογία κατ’ ευθείαν από τις horror ταινίες της εποχής, ένα album που έστρεψε το extreme metal σε ένα ολόφρεσκο ορίζοντα έκφρασης, μια νέα οπτική στην εικαστική βαρβαρότητα.
Το υλικό του “Scream Bloody Gore”, αυθεντικό στο έπακρον, στέκει υπέρλαμπρο, ακόμη και στο σήμερα και κάποιες στιγμές του, όπως το “Infernal Death” (μα τι riffs είναι αυτά μανάρι μου!), το “ανατολίτικο” “Zombie Ritual” με το γαμηστερό ρεφρέν του, το υπέροχο “Mutilation” (ένα από τα λίγα κομμάτια που προέρχονται από τις demo δουλειές των Death, οι περισσότερες συνθέσεις γράφτηκαν εξ αρχής), το κιθαριστικό όργιο του “Denial of Life” ή η “δεν θα σε ξεχάσω ποτέ” εισαγωγή του “Evil Dead”, είναι ατράνταχτα τεκμήρια της χρυσής γραμματοσειράς που γράφτηκε το όνομα των Death ανεξίτηλα στις σελίδες τις μεταλλικής Ιστορίας.
Η επανακυκλοφορία από τη Relapse, εμπεριέχει και την πρώτη ηχογράφηση, όπου σαφώς τα πράγματα ακούγονται πολύ πιο ωμά κι άτεχνα, με εντελώς “τενεκέ” παραγωγή ως rehearsal, αλλά αυτό είναι το λιγότερο που έχει σημασία. “Καλούδι” κι ενδεικτικό για τις συνθήκες ηχογράφησης που επικρατούσαν εκείνη την εποχή για το θρυλικό αυτό σχήμα (πέρα από τον “χαβαλέ” στις πρόβες, ακούγονται και οι συνομιλίες ανάμεσα στις διακοπές μεταξύ Chuck και Reifert).
Τίποτα παραπάνω, οι “παλιοί” θα το έχετε σίγουρα στην κατοχή σας, όσο για τους νέους ακροατές, ίσως η καλύτερη πρόταση για να καταλάβουν κάποια στιγμή επακριβώς τι θα πει “100% death metal αίσθημα”. Κατασυγκινήθηκα και λέω να πάω να τον παίξω (τι ποιον;). Νοσταλγικές γκαύλες σου λέει μετά…