KISSIN’ DYNAMITE: “Generation Goodbye”

Οι Γερμανοί Kissin’ Dynamite είναι μια μπάντα μελωδικού hard rock της τελευταίας γενιάς, ακολουθώντας τη σημαντική παράδοση συγκροτημάτων όπως οι Bonfire και οι Pink Cream 69 που έχτισαν τα θεμέλια της αντίστοιχης σκηνής στη χώρα τους τη δεκαετία του ’80.

Παρόντες δισκογραφικά από το “Steel Of Swabia” του 2008, σημειώνουν μια σταδιακή πρόοδο στην αναγνώριση των αγορών με το “Addicted To metal” του 2010, το “Money, Sex & Power” του 2012 και το “Megalomania” του 2014. Αμέσως μετά χωρίζουν τους δρόμους τους με το management κι αναλαμβάνουν τις τύχες τους μόνοι τους.

Το νέο 5ο τους άλμπουμ συμβολίζει για τους ίδιους το νέο ξεκίνημα αποπνέοντας, όπως δηλώνουν ανακουφισμένοι, ένα αίσθημα απόλυτης ελευθερίας στη μουσική τους έκφραση. Σε αυτό το πνεύμα στην καρέκλα του παραγωγού κάθισε ο τραγουδιστής τους, Hannes Braun.Ο ντράμερ Andreas Schnitzer είναι κι ο στιχουργός των Kissin’ Dynamite κι ο καταλληλότερος να ερμηνεύσει τον τίτλο και να προσδιορίσει το περιεχόμενο του άλμπουμ. Καυτηριάζοντας όλη αυτήν τη σύγχρονη εμμονή της στιγμιαίας αποδοχής που κυριαρχεί σήμερα με το να δίνουμε σημασία στα λάθος πράγματα, θεωρούν το “Generation Goodbye” σαν μια πράξη απελευθέρωσης μιας γενιάς που μπορεί να δει τί πηγαίνει λάθος και να κερδίσει κάτι. Ο δίσκος δεν είναι concept αλλά συχνά διατρέχεται από τέτοια θέματα όπως η εξάρτηση στα social media και η απώλεια της πραγματικής  ζωής μέσα στα σύγχρονα εργαλεία της τεχνολογίας, παράλληλα με πιο προσωπικά θέματα.

Ο ήχος των Kissin’ Dynamite είναι διαυγής με ελεγχόμενο όγκο και ιδιαίτερη έμφαση στις κιθάρες που οδηγούν τα τραγούδια. Η συνταγή είναι μάλλον τυποποιημένη στα στάνταρντς του συγκεκριμένου χώρου και το άλμπουμ είναι εξαιρετικά δουλεμένο στις λεπτομέρειες , ιδιαίτερα στα φωνητικά και τα κιθαριστικά μέρη που αναμενόμενα μεταφέρουν το κύριο βάρος των τραγουδιών. Τα περισσότερα από αυτά βασίζονται στην ενέργεια έχοντας και μια τευτονική σφραγίδα στα ρεφρέν με τις ομοιότητες μεταξύ τους να κάνουν τα τραγούδια που αποκλίνουν από τη βασική συνταγή, όπως τα “If clocks are running backwards”, “Masterpiece” και “Utopia” να κερδίζουν ευκολότερα τον ακροατή.

Το “Generation Goodbye” είναι συνολικά το τυπικό δείγμα σύγχρονου καλοπαιγμένου μελωδικού hard rock με συνολική αρτιότητα σε παίξιμο και παραγωγή, όμως συνθετικά μάλλον υπολείπεται συγκριτικά με ονόματα-σύμβολα του χώρου. Οι φίλοι του είδους θα τους δώσουν χρόνο γιατί στέκονται λίγο παραπάνω από το απλό φιλότιμο και την επαγγελματική ευσυνειδησία, όσοι βολεύονται με δύο-τρεις επιλογές το χρόνο όμως, ας πάνε για άλλα, πιο απαιτητικά και σημαίνοντα. Στην digipack έκδοση υπάρχουν 4 επιπλέον τραγούδια, μια ακουστική εκτέλεση του “Only the good die young”, live εκτελέσεις των “Ticket to paradise” και “I will be king” κι ένα επιπλέον dvd με video clip, live clip και docymentary.

995
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…