Περασμένα μεγαλεία, τραγουδώντας τα να κλαις…
Οι Michael Denner και Hank Shermann αποτελούν σημαντικό κεφάλαιο στον heavy ήχο, λόγω της κιθαριστικής τους δουλειάς στους Mercyful Fate. Έχοντας πλέον μαζί τους, τους Marc Grabowski (ex- Demonica, μπάσο), Snowy Shaw (Mad Architect, ex- Dream Evil, drums) και Sean Peck (Cage, Warrior, φωνητικά), επιχειρούν να λάβουν κάποιο κομμάτι από τη σύγχρονη πίτα της μουσικής βιομηχανίας, επανασυστήνοντας το occult, με τον δικό τους τρόπο (κι εδώ που τα λέμε, δε νομίζω να γνωρίζουν κι άλλον).
Μερικούς μήνες λοιπόν μετά το EP “Satan’s Tomb”, κυκλοφορούν το full length “Masters of Evil”, το οποίο ουσιαστικά αποτελεί μια ωδή στο συγκρότημα που τους ανέδειξε και παρότι μη συγκρίσιμο (για ευνόητους λόγους), έχει ως σκοπό να ξεδιψάσει έμμεσα τους fan των Mercyful Fate, οι οποίοι έχουν να δουν χαρά στα μουσικά τους σκέλια από το 1999.
Pure heavy metal, όπως μας είχε συνηθίσει άλλωστε το δίδυμο, με τη γνωστή “σατανιόλ” στιχουργική δομή, η οποία, όντας -θέλοντας και μη- oldschool, διαφέρει αρκετά από τους πιο μοντέρνους “κακούληδες”, ανάγοντας την όλη φάση σε “cult” κι όχι σε “occult”.
Κι ενώ συνθετικά δεν είναι διόλου κακό, συνειδητοποιείς πολύ γρήγορα πως η εν λόγω δουλειά, δυσκολεύεται πολύ εν έτει 2016 να βρει τη θέση της μέσα σε μια πληθώρα νέων album που, ούτως ή άλλως, λοξοκοιτάζουν το παρελθόν. Και μπορεί ο “παλιός” να είναι “αλλιώς”, αλλά στην προκειμένη θα ήταν πιο εύστοχο, οι Denner και Shermann, να ανεβάσουν τον πήχη με την εμπειρία τους, αντί να αναμοχλεύουν τις ήδη υπάρχουσες (και συνάμα δικές τους) συνταγές.
Κιθαριστικά, το “Masters of Evil” είναι άψογο, αλλά στο σύνολο θυμίζει πολύ έντονα τους Mercyful Fate (κυρίως υφολογικά κι όχι ποιοτικά) κι όσο κι αν θέλω να αποφύγω τη συνεχή αναφορά του ονόματος, δεν μπορώ, μιας και κάθε νότα του δίσκου σε παραπέμπει εκεί. Ο Peck πάντως αναδεικνύεται σε πολύ καλή επιλογή, πέφτοντας όμως κι αυτός στην παγίδα των συγκρίσεων με τις ερμηνείες του King Diamond, οπότε από όπου κι αν πιάσεις το ρημάδι, καταλήγεις σε μια μόνιμη παραπομπή.
Συνοψίζοντας, οι Denner/Shermann κάνουν αυτό που γνωρίζουν καλύτερα και το κάνουν καλά. Απλά, ύστερα από τόσα χρόνια απουσίας, διαφαίνεται η έλλειψη της επικαιρότητας, συνεχίζοντας την καριέρα τους λες και δεν πέρασαν πάνω από 15 χρόνια. Αν το “Masters of Evil” κυκλοφορούσε αρχές ‘00s, ίσως να είχε περισσότερο νόημα.
629