Από τους θεούληδες του λεγόμενου post (είτε rock, είτε metal / hardcore) κινήματος, οι If These Trees Could Talk από το Ohio (ναι αγάπη μου, στο Νομό Κοζάνης βρίσκεται) δεν συνάντησαν καμία δυσκολία στο να εισαχθούν στην άτυπη elite αυτού του μουσικού ύφους.
Δικαίως, γιατί όλες οι κυκλοφορίες τους χαρακτηρίζονται όλες ως αριστουργηματικές (από τον γράφοντα αλλά αν δεν συμφωνείς με αυτόν είσαι άσχετος, είναι γνωστό τοις πάσι αυτό), πλήρως αντιπροσωπευτικές του ρεύματος αυτού, ορίζοντας μια δική τους πτυχή πάνω στη σύγχρονη μουσική.
Το μονοπάτι των αμερικανών δεν έχει παρεκκλίνει ως προς το παρελθόν. Post – any kind rock, χωρίς να χρειάζεται κάποια σπουδαία ανάλυση στην ετυμολογία της. Ένα ύφος το οποίο στην περίπτωση των If These Trees Could Talk διαμορφώθηκε από δυο συνιστώσες.
Η μια, προϋπάρχουσα από την αρχή της ύπαρξης του σχήματος ακόμη, metal κιθαριστική συνιστώσα, εμφανίζεται με τη μορφή σκανδιναβικών ηχοτόπιων τύπου The 3rd And The Mortal ή αμερικανικού black metal τύπου Agalloch, φιλτραρισμένης με το πατρογονικό μηχανολογικό θέσφατο των Neurosis (με την αυτοφυή μελωδικότητα των If These Trees Could Talk φυσικά να λειτουργεί ως το “βερνίκι”, αμβλύνοντας σε μηδενικά επίπεδα την πριμαριστή και συχνότατα όξινη λαμαρινέ “ατεχνιά” που απαντάται στην πλειοψηφία των συγκροτημάτων του συγκεκριμένου χώρου), παράλληλα με τις συνήθεις space Pink Floydικές συνέπειες των Explosions In The Sky, των Mogwai αλλά και των God Is An Astronaut, των 65daysofstatic ή των Sleepmakeswaves που λειτουργούν σαν γέφυρες (ή και σαν ολοκληρωμένες οντότητες – τι θεΐλες αυτά τα “The Giving Tree” και “Berlin”! ).
Το “The Bones Of A Dying World” δεν υπολείπεται σε σκληρότητα (στην αρχή ψιλοκουφάθηκα με το γεγονός της κυκλοφορίας του album μέσω της Metal Blade, μιας γενικά αμιγώς metal εταιρίας, αλλά θεωρώ ότι το ίδιο το album δικαίωσε τη λογική της ένταξης της μπάντας στις τάξεις της), αντίθετα η “συρραπτική” δουλειά ανάμεσα στα κομμάτια είναι εντυπωσιακή, καθιστώντας πολύ πιο βατές και σε στιγμές, ανακουφιστικές, τις ημιτονοειδής συναισθηματικά συνθέσεις,
Συνθέσεις για τις οποίες… Τι να πρωτογράψω; Δύσκολα αντιπροσωπεύονται με γράμματα μελαγχολικά αριστουργήματα όπως το “Solstice”, το “The Here and Hereafter”, το “After the Smoke Clears” ή το “One Sky Above Us”. Δεν θέλω εγώ ο ίδιος να “ταπεινώσω” ακούσια το “The Bones Of A Dying World” με λέξεις που ίσως και να το υποβιβάζουν. Βαρύτατες riffοσειρές από τους Jeff Kalal, Cody Kelly και Mike Socrates, μέχρι να χαθούν σε αιθέρια αρπίσματα, σε μελωδικά solos ή σε soundtrack-like μικρούς εφιάλτες που θαρρείς και εξαϋλώνονται στο κενό, συμπαγές αλλά ευάερο υπόβαθρο από τους Tom Fihe (μπάσο) και Zack Kelly (drums) – παιχταράδες και ξέρεις που γράφω εγώ τα 28χορδα μπάσα και τις 17χορδες κιθάρες αν μιλάμε σχετικά για “prog”, όχι σε παλιά παπούτσια πάντως – και γενικά αρτιότητα στο σύνολο του δίσκου, τεχνικώς, ηχητικώς και αισθητικώς.
Άκρατος ο λυρισμός, πολύ λίγες οι στιγμές θετικής χροιάς, έχω καταλήξει ότι οι έννοιες “πόνος”, “απώλεια”, “μοναξιά” ή “κοινωνικός μηδενισμός” είναι οι βασικές δομικές αρχές που χτίστηκε αυτό το album, “θαλασσινή” αίσθηση (είναι και καλοκαίρι ρε παιδιά, από τη μια μου λείπουν οι λουκουμάδες, από την άλλη αυτός ο παράλιος ήχος στις κιθάρες είναι σήμα κατατεθέν του post / noire / dark / “στον πέο μας πως το λένε” rock – όσο post rock γνωρίζω δηλαδή, μεταλλάς είμαι, μην ξεχνιόμαστε, από την παρ’ άλλη, πάμε ρε μανάρι μου σε καμιά παραλία, ας έρθει κι ο γκόμενός σου μαζί, δεν ζηλεύω), υπόκωφη πίκρα, μια “πουφ! Να σκάσω είμαι!” διάθεση, απλωμένη στα περίπου 54 λεπτά που διαρκεί αυτή η ηχητική b-movie.
Τελικώς: νοσταλγική αμηχανία / λανθάνουσα κυοφορία της ανεμελιάς παρελθοντικών χρόνων μέσα στον βάναυσο πλακούντα απανθρωπιάς του σύγχρονου κόσμου / “ενυδατωμένη” εγκεφαλικότητα / άλλαξε το pH του νου σου / δεν θέλω sex / μόνο να σε κοιτάω / “If these trees could talk, they wouldn’t”.
Πάρα πολύ καλός δίσκος. Αυτά.
618