Δίσκοι που μπορούν να χαρακτηριστούν ως μνημεία υπάρχουν πολλοί, λίγοι όμως κουβαλάνε πραγματικά το βάρος της λέξης όσο η βόμβα μεγατόνων που έσκασε 20 χρόνια πριν από το Oakland της Καλιφόρνια κι άλλαξε ξαφνικά το πρόσωπο της σκληρής μουσικής.
Οι Neurosis μέχρι τότε δεν ήταν βέβαια μια τυχαία μπάντα, αν κι άγνωστοι σχετικά στο mainstream metal κοινό είχανε το δικό τους μικρό θρόνο στις σκηνές του underground crust/ hardcore αρχικά και sludge/ industrial στη συνέχεια, παρέα με μπάντες όπως οι Eyehategod, Melvins και Godflesh. Όσο πρωτοπόροι και cult ήταν όμως μέχρι τότε (κι ήταν όντως καταπληκτικοί), το 1996 ανέβασαν τον πήχη όχι μόνο για τους ίδιους αλλά για όλο τον ακραίο μουσικό χώρο.
Οι αλλαγές στην μπάντα ήταν αισθητές, καταρχήν μεταπήδησαν από την ανεξάρτητη Alternative Tentacles στην ανερχόμενη τότε αλλά σαφέστατα μεγαλύτερη Relapse (η οποία χρωστάει σε μεγάλο βαθμό το μετέπειτα status της σε αυτήν την μεταγραφή), ενώ για πρώτη φορά συμμετείχε στην μπάντα ένα σημαντικό μέλος της, ο πληκτράς/ sampler Noah Landis ο οποίος ήρθε και έδεσε και εμπλούτισε σημαντικά τον ήχο του γκρουπ. Οπλισμένοι λοιπόν με νέο μέλος, νέα εταιρεία και μεγαλύτερο προϋπολογισμό, οι Neurosis προχώρησαν κάνοντας σύσσωμο τον προοδευτικό και ακραίο μουσικό κόσμο να φάει σκατά.
Από τις πρώτες στιγμές Godflesh-ικού θορύβου του ομώνυμου κομματιού που ξεκινάει το “Through Silver In Blood” καταλαβαίνεις ότι η συνταγή αν και κατά βάση συνεχίζει από το προηγούμενο άλμπουμ τους, το εκπληκτικό αλλά πιο ωμό “Enemy of the Sun”, πλέον έχει ανέβει επίπεδο, έχει δέσει, το χάος είναι πλέον ελεγχόμενο και στοχευμένο. Στα 70 περίπου λεπτά που ακολουθούν ο ακροατής γίνεται μάρτυρας μιας τελετουργίας που ξεκινάει από sludge και crust, περνάει σε tribal και industrial μονοπάτια αλλά στην πορεία μεταλλάσσεται σε κάτι νέο και άγνωστο. Τα χρόνια που θα ακολουθήσουν κάποια στιγμή θα δημιουργηθεί ο όρος post-metal, αλλά μεταξύ μας πάντα τον έβρισκα λειψό όσον αφορά την ηχητική περιγραφή αυτού που δημιουργήθηκε με αυτό το άλμπουμ.
Η πραγματική επίδραση θα αργήσει βέβαια να φανεί, όπως πολλά άλμπουμ που άλλαξαν το πρόσωπο του σκληρού ήχου το ευρύ κοινό δυσκολεύτηκε λίγο αρχικά να το χωνέψει. Οι ήδη σκληροπυρηνικοί βέβαια πανηγύριζαν και για πρώτη φορά οι Neurosis από κλαμπ και punk καταλήψεις βρέθηκαν να μοιράζονται την σκηνή του Ozzfest με μπάντες όπως οι Slayer, Sepultura, Pantera, Fear Factory κλπ, αλλά το πραγματικό paradigm shift συνέβαινε παρασκηνιακά. Τον επόμενο καιρό οι συναυλίες είχαν γεμίσει με μπλουζάκια Neurosis, όχι όμως στο pit αλλά πάνω στην σκηνή, η επιρροή της μπάντας είχε μολύνει όχι τόσο το κοινό αλλά τους ίδιους τους μουσικούς (ο Igor Cavalera πρέπει να είχε ένα μπλουζάκι για κάθε μέρα της εβδομάδας ή απλά δεν το έβγαζε ποτέ και κάπως έτσι εξηγείται και το απίστευτα αδικημένο “Against” ).
Και κάπου εκεί δειλά δειλά άρχισαν να εμφανίζονται κάτι περίεργοι τυπάδες, κάτι Pelican, κάτι Isis, μια εταιρεία που ονομάζεται Hydrahead και διάφοροι άλλοι που πατώντας στο μονοπάτι που άνοιξε το “Through Silver In Blood” αποφάσισαν να ξεμυτίσουν, and the rest is history που λένε στο χωριό μου. Οι ίδιοι οι Neurosis στην συνέχεια θα εδραιώσουν την ηγεμονία τους με το ισοπεδωτικό “Times of Grace” και το άλμπουμ που τους έκανε γνωστούς (λίγο καθυστερημένα ως συνήθως) και στον ελληνικό χώρο, το πιο βατό κι ατμοσφαιρικό “A Sun That Never Sets”.
Έκτοτε η επιρροή τους έχει μεγαλώσει ακόμα περισσότερο κι αιωρείται σαν σύννεφο πάνω από κάθε ολοκληρωμένη metal, hardcore -και όχι μόνο- δισκοθήκη, ενώ οι ίδιοι έχουν καθιερωθεί σαν μια από τις σημαντικότερες μπάντες στην ιστορία του σκληρού ήχου, κι όλα αυτά ξεκίνησαν τον Απρίλη του 1996 με ένα άλμπουμ που μπορεί να μην γνώρισε την εμπορική επιτυχία ενός “Reign in Blood” ή ενός “Number of the Beast”, από πλευράς επιρροής όμως είναι άνετα το αντίστοιχο ενός “Spiritual Healing”, ενός “Arise” (το Amebix ρε, όχι το άλλο) ή ενός “To Megatherion”.
Πέρα όμως από την ιστορική του αξία, το σημαντικότερο είναι ότι 20 χρόνια μετά όχι απλά ακούγεται φρέσκο αλλά εξακολουθεί να κοντράρει σχεδόν όλη την σκηνή που δημιούργησε, ενώ υπάρχουν ακόμα παιδιά που ακούγοντας το “Locust Star” πρώτη φορά νιώθουν το έδαφος να σείεται κάτω από τα πόδια τους.
545