CANCER BATS

Ο Καναδάς είναι ένα μοναδικό μέρος ως προς τη μουσική που παράγει, από τον Neil Young και την Emyllou Harris, μέχρι τους Voivod, τον Devin Townsend, τους Alexisonfire και τους Comeback Kid.

Οι άνθρωποι δείχνουν πραγματικά ότι έχουν μουσική παιδεία και εφευρετικότητα, αν μη τι άλλο, με το να μην περιορίζουν τη δημιουργικότητα τους όπως κάνει συχνά η γείτονας χώρα. Καλά, προφανώς ο Καναδάς έχει απολογηθεί ουκ ολίγες φορές για τον Bryan Adams, την Celine Dion και τους Nickelback, αλλά το κουαρτέτο περί ου ο λόγος στο παρόν κείμενο είναι η έμπρακτη εξιλέωση.

Οι Cancer Bats ιδρύθηκαν το 2004 στο Τορόντο του Καναδά από τον straight edge/ vegeterian frontman της μπάντας Liam Cormier και τον κιθαρίστα Scott Middleton, με τους Joel Bath και Andrew McCracken στα drums και μπάσο αντίστοιχα και με απώτερο σκοπό να μπασταρδέψουν το hardcore με το metal.

Το 2005 κυκλοφορούν demo και υπογράφουν με  την ανεξάρτητη καναδική Distort Enterntainment, με την οποία συνεργάζονται ακόμη και σήμερα. Αφού κατασταλάζουν στο όνομα Cancer Bats (απορρίπτοντας το Pneumonia Hawks) και αντικαθιστούν τον Bath με τον Mike Peters, η μπάντα αρχίζει να ανοίγει, σε τοπικό επίπεδο μπάντες, όπως οι Billy Talent, Every Time I Die, Alexisonfire και  The Bronx.

Τον Ιούνιο του 2006 κυκλοφορούν την πρώτη ολοκληρωμένη τους δουλειά με τίτλο “Birthing the Giant”, το οποίο λαμβάνει ανάμικτες κριτικές.

Το 2007 ο Jaye R. Schwarzer αντικαθιστά εν τέλει τον McCracken και τον Απρίλιο του 2008 η μπάντα κυκλοφορεί το “Hail Destroyer”, τον πιο σημαντικό της δίσκο μέχρι και τούδε, στον οποίο κάνουν guest εμφανίσεις μέλη των Rise Against, Alexisonfire και Billy Talent. Οι κριτικές για το δίσκο είναι διθυραμβικές, καθώς η μπάντα κατορθώνει να παντρέψει πολύ επιτυχημένα τις hardcore καταβολές της με τις metal εμμονές της. Ο δίσκος τους έδωσε τη δυνατότητα να παίξουν σε μεγάλα festival, όπως το Download και το Leeds και να περιοδεύσουν με τους  Bullet for My Valentine και τους Funeral for A Friend, θέτοντας γερές βάσεις στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στη Βρετανία.

To 2009 βρίσκει την μπάντα να περιοδεύει ως support και ως headline και τα μέλη της να συμμετέχουν σε video clip των Βρετανών Bring me the Horizon και σε δίσκους των, επίσης Βρετανών, Gallows και των συντοπιτών τους Silverstein.

Τον Απρίλη του 2010 κυκλοφορεί ο τρίτος δίσκος της μπάντας, “Bears, Mayors, Scraps and Bones”, ο οποίος περιέχει και μία διασκευή στο πασίγνωστο “Sabotage” από το “Ill Communication” των επιδραστικότατων Beastie Boys κι αρχίζουν πάλι τις περιοδείες με μπάντες όπως οι BMTH και οι Against Me! Προς τα τέλη του 2011, αντλώντας την ιδέα από ένα after show party του Sonisphere, που κλήθηκαν να παίξουν, οι Cancer Bats περιοδεύουν στον Καναδά ως Bat Sabbath, που δεν είναι τίποτα άλλο από μία μπάντα-φόρο τιμής στου Black Sabbath.

Τον Ιούνιο του 2012, και αφού έχουν κυκλοφορήσει πλέον το τέταρτο άλμπουμ τους, “Dead Set on Living”, οι CB δίνουν ένα εκπληκτικό live στο Six D.O.G.S στην Αθήνα. Δύο μήνες πριν, κι ενώ περιοδεύουν στη Γηραιά Αλβιόνα, δίνουν 6 live εντός μίας ημέρας σε σημεία του Λονδίνου που όταν συνδέονταν με γραμμές στο χάρτη σχηματιζόταν μία πεντάλφα.

Την ίδια χρονιά ο Cormier σχηματίζει το metalcore supergroup Axewound με τον Matt Tuck των BFMV και με πρώην μέλη των Glamour of the Kill και των Pitchshifter.

Τον Ιούνιο του 2013 η μπάντα ξαναεπισκέπτεται τη χώρα μας ως support στους Αμερικάνους Red Fang, τους οποίους σβήνει επί σκηνής, κατά την άποψη πολλών.

Το Μάρτιο του 2015 κι ενώ η μπάντα είναι καταπονημένη από τις μακρές περιοδείες και την απώλεια κοντινών τους προσώπων, με τη συνδρομή του πασίγνωστου Ross Robinson κυκλοφορεί το βαρύ και λυσσαλέο “Searching for Zero”.

Ίσως η μπάντα να μην είναι κατ’ εξοχήν γνωστή για τις κυκλοφορίες της, πράγμα που συνέβαινε άλλοτε και με τους Ramones, αλλά σίγουρα όσοι θα παρευρεθούν στο live της 4ης Ιουνίου θα μείνουν για μια ακόμη φορά με το στόμα ανοιχτό με την εξωπραγματική ζωντανή εμφάνιση της μπάντας, που είναι και το μεγάλο ατού της σε συνδυασμό με το πηγαίο χιούμορ της.

Μια από τις λίγες μπάντες με υγιή προσέγγιση του rock’n’roll.

478