Η συγκεκριμένη περίπτωση αφορά έναν ΤΕΡΑΣΤΙΟ μουσικό (ναι, με caps). Τον Ihsahn (κατά κόσμον Vegard Sverre Tveitan), τραγουδιστή / συνθέτη / κιθαρίστα (μέγας παιχταράς, από τους μεγαλύτερους που ανέδειξε η Β. Ευρώπη), ενίοτε μπασίστα, keyboardίστα, στιχουργό και τυλιχτή πιτόγυρων/ φραπεδατζή (πιθανολογώ) μιας από τις θρυλικότερες, σπουδαιότερες (ίσως Η σπουδαιότερη) και επιδραστικότερες (riff και σχολή) μπάντες στο χώρο του πολυφωνικού / προοδευτικού black metal, των Νορβηγών Emperor.
Πραγματικός ηγέτης, τα αριστουργήματα που δημιούργησε μαζί με τους εκάστοτε συνεργάτες του (με τον κιθαρίστα Sammoth πάντα στο πλευρό του) έμειναν στην ιστορία ως κορωνίδες πληρότητας και ορισμού του τι θα πει black metal. Μπάντα που προέτρεψε δεκάδες άλλες να ακολουθήσουν αυτό το απαιτητικό μονοπάτι, μια και για να ασχοληθείς με το συγκεκριμένο ύφος θα πρέπει να είσαι φτασμένος και τεχνικά άρτιος μουσικός. Κάτι που ο Ihsahn ήταν ανέκαθεν. Ένας φαντασμαγορικός κιθαρίστας που βούλωνε το στόμα όποιου τολμούσε να επαναφέρει τη γελοία εξίσωση του black metal σε σχέση με την κοινή βαβούρα, μουσικός επιπέδου ισάξιου των Dream Theaterικών και συναφών ορδών μουσικών που καπηλεύτηκαν (σε όλους τους ρηματικούς χρόνους) την έννοια “prog” μόνο για την πάρτη τους, αποδεικνύοντας ότι το να παίζεις ακραία μουσική, έχοντας ένα τέτοιο επίπεδο κατάρτισης, είναι πρώτα απ’ όλα θέμα επιλογής.
Ο καλλιτέχνης αυτός, εκτός από τη main μπάντα του η οποία σίγησε οριστικά το 2001 με το “Prometheus – The Discipline of Fire & Demise” (εξαιρώντας φυσικά το “Live Inferno” του 2009), για κάποια χρόνια κυκλοφορούσε δουλειές με το avant garde σχήμα Peccatum ή συμμετείχε εδώ κι εκεί σε διάφορα άλλα projects ενώ εδώ και μια δεκαετία ακολούθησε το δικό του δρόμο, μια solo καριέρα η οποία απέφερε έξι (μαζί με το νέο “Arktis” που θα “περιγραφεί” παρακάτω) αρκετά καλά albums (οκ, κάποια τα λες αμφιλεγόμενα, όχι από τον γράφοντα απαραίτητα, απλά ο γράφων κατανοεί πλήρως τις αιτίες που θα μπορούσες να τα αποκαλέσεις έτσι).
Τρία χρόνια μετά το “αμφιλεγόμενο” (που λέγαμε) “Das Seelenbrechen”, ο master κυκλοφόρησε πριν ένα περίπου μήνα (τρώω αργά το αρνί, μη βαράς ντε!) το τελευταίο έργο τέχνης του “Arktis”, παίζοντας ως συνήθως τα πάντα για άλλη μια φορά και εντυπωσιάζοντας ξανά τον (ενδεδυμένο με σαλιάρα σε τέτοιες περιπτώσεις ακρόασης και περιγραφής) υποφαινόμενο με το περφεξιονιστικής λαμπρότητας, προοδευτικό του υλικό.
“Πάρε την πινακίδα και χώσ’ την εκεί που ξέρεις” progressive metal, κιθαριστικού χαρακτήρα παρά τη διακριτικότατη αλλά παράλληλα πολύ έντονη παρουσία των πλήκτρων και των διαφόρων fx (η παγίδα της πλαστικούρας των σύγχρονων παραγωγών απεφεύχθη πλήρως και εδώ θα πρέπει να πάρει έξτρα εύφημο μνεία ο δημιουργός), όλων των πιθανών απολήξεων που μπορείς να φανταστείς ανάμεσα στις ίδιες τις συνθέσεις, χωρίς να χάνεται όμως η μπάλα, η εκλογίκευση καθώς ρέει το album είναι ακόμη ένα από τα εντυπωσιακά στοιχεία του νέου album που χρήζει αναφοράς.
Μουσικό χωνευτήρι το “Arktis” που περικλείει μέσα του στοιχεία από Pink Floydικές προ “The Wall” – για να μη σου πω late ’60s Syd Barrettικές (!) – θετικότατες (!!), γευσιλάγνες προς τη ζωή (!!!) στιγμές (άκου το “My Heart Is Of The North” που ήμουν έτοιμος να αναφωνήσω “ποιός πάτησε το random;” και ξαναέριξα μια ματιά στο player για να σιγουρευτώ ότι ακούω ακόμη το album), από εκεί βουτιές σε Σαββατοβραδιατικές ’80s US AOR / Hard Rock glam meets extremity πισίνες απαράμιλλα όμορφης και νοσταλγικής χωροχρονικής αναγωγής (θα ήθελα να δω τη φάτσα του David Coverdale – τι; ποιός είναι αυτός; σε μακερώσω! – αν άκουγε το “Until I Too Dissolve” όπως επίσης θα ήθελα να δώ το ξάσπρισμα του ίδιου του Barry White ακούγοντας το “Crooked Red Line” το piano / sax του Jorgen Munkeby και τους Floyd στον επίλογό του).
Λαμπρές στιγμές στο με υποβόσκουσα Μπρεχτική αισθητική παρακμή “Frail”, εν μέσω “φαντάσου τους System Of A Down 80’s goth / dancefloor group με τραγουδιστή τον Lydon με αφαιρεμένες τις αμυγδαλές” loopy θεμάτων μέχρι καθαρό, pure 100% Emperor / “Ναι, αλλά γνωριζόμαστε πολλάκις με τους Arcturus” black metal the old fakking way re mounia και στο “Pressure” και στο εφιαλτικό, Ulverικό soundtrackικό ηχοτόπιο “Til Tor Ulven (Sοppelsolen)”, ένα φοβερό bonus track φουτουριστικής, πεσσιμιστικής και ομιχλώδους πνευματικής μέγγενης, απαγγελθείς / θεατρικώς ερμηνευόμενος στην μητρική γλώσσα του Ihsahn.
Θα νιώσεις το αίμα της μεγάλης αυτής μπάντας, των Emperor, να κυλάει σε Opethικές (των πρόσφατων protorock / paliatzourik επιρροών τους) αρτηρίες στο “Disassembled” (το ρεφρέν είναι ένα είδος κατατεθέντος σήματος τραγουδοποιΐας, παραπέμπει κατ’ ευθείαν στη βασική τεχνοτροπία, η οποία ήταν ίσως ο κύριος λόγος – πέρα από το hype, την cultίλα της εποχής ή οποιασδήποτε ειδωλοποιήσεως οποιουδήποτε κινήτρου, οποιουδήποτε ακροατή, για metal μιλάμε και οι περιπτώσεις αναφοράς, άπειρες – για την οποία οι Εmperor έλαβαν επάξια τον χαρακτηρισμό “Θεοί” στο εν λόγω μουσικό ρεύμα) και πάρα πολλές αισθητικές παρεμβολές από Leprous στα “South Winds” και στο επιλογικό “Celestial Violence” (καταπληκτικό, από τα σπουδαιότερα δείγματα τέχνης που έχει συνθέσει αυτός ο μεγάλος νους και συνδράμει φωνητικώς ο Einar Solberg των Leprous), άμεσες παραπομπές – παραπομπές είπα, όχι αντιγραφή, ξεχώρισέ τα επιτέλους – σε δυο φοβερά τραγούδια, η πεμπτουσία της ουσιαστικής συμπλοκής της prog επιστήμης με το ακραίο συμφωνικό metal. Η επιρροή των progsters είναι αισθητή σχεδόν σε όλο το album (μην ξεχνάμε ότι οι συμπαθέστατοι progsters αποτελούσαν για πολλά χρόνια, παράλληλα με την κύρια δραστηριότητά τους, τη μπάντα που υποστήριζε τον Ihsahn στα live events – είπαμε ότι το “The Congregation” είναι δισκάρα; Το λέμε τώρα).
Τεχνικώς, δεν νομίζω να είχε κάποιος ενδοιασμούς σχεικά με την τεχνική και ηχητική τελειότητα του “Arktis”. Καταπληκτικές, πολυποίκιλες στιλιστικές riffολογικές προτάσεις (άκου τα “αλλού” speed του “Mass Darkness” στο οποίο συμμετέχει ο Matt Heafy των Trivium, κιθαριστική γκαύλα φίλε, στυγνή κιθαριστική power αποχρώσεων γκαύλα), ρυθμικώς ευρύτατη η γκάμα στις ταχύτητες ενώ στα φωνητικά του ο Ihsahn αναδεικνύει τις τεράστιες φωνητικές ικανότητές του. Ως σύνηθως θηριώδης, βαθύς και παντοδύναμος στα growls του και για πρώτη φορά τόσο μα τόσο καταπληκτικός στα καθαρά του φωνητικά. Συναισθηματικός, λυρικότατος, με ισχυρές δόσεις “αρσενικού”, αρχιδάτου ρομαντισμού (ύμνος το – εγώ έτσι θα το πω και πες με ημίτρελλο – Shadow Galleryικό “In The Vaults”).
Τίποτα άλλο, ο καλύτερος “prog” (με τα εισαγωγικά να δηλώνουν την προσωρινότητα) δίσκος για τη χρονιά που διανύουμε. Αναδεικνύει τη συνθετική ιδιοφυΐα, τη χρόνια εμπειρία και το εικαστικό / αισθητικό ταλέντο ενός ολοκληρωμένου επιστήμονα της μουσικής. Ένα έργο τέχνης που αξίζει δικαιωματικά μια θέση στον Απολλώνιο Παράδεισο, δίπλα σε όλες τις μνημειώδεις δουλειές που θεμελίωσαν και συνεχίζουν να οικοδομούν τη metal πραγματικότητα. Καλλιτεχνική στρατόσφαιρα.
738