“Εμείς τους νεκρούς μας, τους βάζουμε μπροστά”
(Αισχύλος, funeral doom metaller και Πανελευσινιακός, 525 – 455 π.Χ.)
*Σημείωση: Η παρακάτω αναφορά δεν έχει wiki χαρακτήρα ούτε αποτελεί παράθεση ιστορικών στοιχείων
(για τον ανιψιό μου Λάζαρο, μελλοντικό Πλανητάρχη, ο οποίος μεγάλωσε αρκετά για να λέει “να ρε!”, επιδεικνύοντας το τσουτσουνάκι του στη bitchy πλευρά της ζωής και…)
…Ξύπνησα απότομα, πετάχτηκα αιφνιδιασμένος, τώρα από όνειρο ήταν, λόγω φυσικής ανάγκης, θα σε γελάσω (χαχαχαχα, σου γέλασα!). Είχε αρχίσει να ξημερώνει. Ήμουν σαν ανάποδο γαμώτο, ένα συνονθύλευμα από μαλλιά, μούσια και φυσικές εκκρίσεις. Το netbook (o Θεός να το κάνει, ένα Acer με Intel 386 πάνω, δεν έχω τηλεόραση και στην αναβροχιά, για κάτι να παίζει πριν τις πρώτες τούφες, την κάνει τη δουλειά του) ήταν ακόμη αναμμένο, ανοιχτός ο Chrome με ένα streaming εν παύση. Θυμήθηκα. Έβλεπα την κηδεία του Ian “Lemmy” Kilmister, με είχαν πάρει τα ζουμιά, ήμουν και πνιγμένος από τα ξύδια της βραδιάς (“Aυτά τα μάαααατια σου, που όταν τα βλέπω με ζαλίιιιιιζουνε” όπως προελάλησε ο μεγάλος γκουρού Μανώλης Αγγελόπουλος πίσω στο 1977), κάπου εκεί που είχε πάρει το λόγο ο Slash δεν άντεξα κι αποκοιμήθηκα με το τετραγωνικό γύρω από το κρεβάτι μου, μπουρδέλο.
Ξημέρωνε 10 Ιανουαρίου. Δέκα ημέρες πριν, ένας ημίτρελος μεσήλικας (ένας από το χωριό, δεν τόν ξέρεις αλλά να στον γνωρίσω με την ευκαιρία, εγώ), μεταλλάς από αυτούς τους “βαμμένους”, τους παλιούς, τους νεαντερταλικούς, κάπου σε μια επαρχιακή πόλη του βορρά, ξεκίνησε το πρωινό του ως συνήθιζε. Μόνο καφές και τσιγάρο, μέσα στα νεύρα γιατί ξύπνησε στην ίδια πόλη και όχι στα Γκαλαπάγκος κάτω από τα φοινικόδεντρα, προφανώς γιατί σύμφωνα με τον Κοέλιο (χρρρρρ-φτου!) μάλλον δεν το ήθελε πολύ ώστε να συνωμοτήσουν τα βαρυτόνια και κλασική, μηχανική εκκίνηση του VLC.
“Θέλει πολύ thrash για να ξυπνήσει ο κόσμος σου πιτσιρίκο”, μονολόγησε καθώς φόρτωνε η playlist με τη συναισθηματική περιουσία του, τη μουσική του, που φυσικά είναι εξαιρετικού γούστου. “Και μια που αναφέραμε τον ψεύτη και άδικο αυτόν ντουνιά, για να δούμε τι γίνεται στη Λαϊκή Δημοκρατία του Ρεμαλακιστάν…”. Browser, tab με το facebook και…
…εν αρχή τα μηνύματα. Πριν καν ανοίξω το πρώτο μήνυμα, διαβάζω στην “επικεφαλίδα” ενός που μου έστειλε η αγαπημένη Σταματούλα μου (φιλεναδίτσα, ωδειούχα και το καλύτερο κορίτσι, όχι από χωριό)… “Έμαθες για τον Lemmy;”. Σύγκρυο. Σφαλιάρα από τα αποδυτήρια. Χωρίς καν να ανοίξω το ψηφιακό ραβασάκι, το ψυχανεμίστηκα. Μπαίνοντας στην αρχική, το επιβεβαίωσα. “Έφυγε ο Lemmy! O Lemmy ρε! Ο Lemmy! Δηλαδή μηγαμήσωλέμε (μια λέξη, τι, οι γερμανοί το λειρί του κόκορα έχουν και βάζουν 368 γράμματα στη σειρά; Εκεί, να τους βγουν τα μάτια, άντεμετααιδοίαναούμε – επίσης μια λέξη…)!
Δεν ένιωσα την παραμικρή έκπληξη. Η αλήθεια είναι ότι παραμεγάλωσε, τέσσερις μέρες πριν ποστάραμε ολημερίς Motorhead για τα 70ά γενέθλιά του, μια ζωή “χωμένος” στο αλκοόλ, στα ναρκωτικά και στο sex, δεκαετίες στα σανίδια με ότι σημαίνει αυτό για τη ζωή ενός μουσικού στο δρόμο, o ορισμός της έκλυτης ζωής. Και στους πολύ πρόσφατους καιρούς, πολλά περιστατικά που φανέρωναν τη σωματική πλέον υστέρηση του απέναντι στα συνήθη δεδομένα, “έδειχναν” προς τα εκεί. Βέβαια, ως γεγονός, το θεώρησα αναπάντεχο. Τόσοι γιατροί από πάνω του ρε αλμπάνηδες, είναι δυνατόν να μη μπορείτε να τον κρατήσετε εν ζωή; Πλάκα μου κάνετε ότι πέθανε ή την έκανε σε κανένα αυτοφρουρούμενο παράδεισο στον Αμαζόνιο μαζί με τους άλλους μεγάλους της show business (άποψη που δεν απέχει και πολύ από αυτό που πιστεύει ο ημίτρελος κατά πολλούς γράφων);
Ήταν και πρωί. Μετά από τις πρώτες αυτές σκέψεις, επήλθε η συνειδητότητα. “Ο Lemmy έφυγε! Πέθανε! Καπούτ, πως το λένε;!”. Τα μάτια μου δεν μπόρεσαν να συγκρατήσουν ένα ποτάμι από αυθόρμητα δάκρυα. Σίγουρα όχι θλίψης, αν και πάντα είναι λυπηρή η αγγελία ενός θανάτου. Ένα μπλέξιμο συναισθημάτων, η κραυγαλέα απόδειξη ότι μεγάλωσα τόσο ώστε να βλέπω τους παιδικούς μου ήρωες, αυτούς που καθόρισαν εν πολλοίς το τι είμαι ως οντότητα, να φεύγουν για το μεγάλο ταξίδι, μια πρόσκαιρη αλλά έντονη “γύμνια”, μια παγωμάρα, το αίσθημα ότι τελείωσε πλέον αυτός ο κόσμος, τουλάχιστον όπως τον ήξερα, μια ορφάνια…
Πέρασαν λίγες στιγμές ακόμη, συνήλθα κάπως, έχω προπονήσει σκληρά τον εαυτό μου να γιατρεύει σχετικά γρήγορα κάποιες συναισθηματικές πληγές (με έχουν “σκοτώσει” μια φορά οπότε όλα τα άλλα είναι απλές “αμυχές”), το αξίωμα ότι άλλος λίγο, άλλος πολύ, όλοι θα φύγουμε κάποια στιγμή από τον μάταιο ετούτο κόσμο, επέδρασε ως αυτοφυές εγκεφαλικό φάρμακο. Και μετά… η γαλήνη. Τα “επειδή” στα “γιατί μυξοκλαίω τώρα σαν μωρό παιδί;” μου. Χαμόγελα δακρυσμένα, κατόπιν στιγμιαίος σπαραγμός, ξανά χαμόγελα και μνήμες να παλινδρομούνται. Τα “θυμάσαι τότε ρε που έτσι κι αλλιώς”, το φιλμ της ζωής σου σαν να πέθανες εσύ ο ίδιος, τα με την ταχύτητα του φωτός “what if?” ξεπεταγόμενα σεναριάκια που σκάει ο νους ανάμεσα στις σκέψεις, οι πλάκες και τα γέλια από σκηνικά άπειρης νεανικής εγκεφαλικής μαλάκυνσης τα ωραία εκείνα παιδικά χρόνια, οι πρώτοι έρωτες, η ανεμελιά, τα παλιά φιλαράκια, τα “που χάθηκαν άραγε όλοι αυτοί ρε Τζο;”…
Η σχέση μου με το rock και γενικά με την ηλεκτροδοτούμενη κιθαριστική μουσική ξεκίνησε γύρω στο 1984 και οι πρώτες μπάντες που με μύησαν σ’ αυτό ήταν οι Europe και οι Bon Jovi. Και ακολούθησαν κι άλλοι. Οι Scorpions που τους “γνώρισα” σε μια παραλία από μια παρέα με κασετόφωνο ένα απόγευμα, οι Maiden που έβαζε ο Βασίλης στο ράδιο μαζί με όλα τα άλλα που ακούγαμε γύρω ως πρωτοεμφανιζόμενοι “στην πιάτσα” (στην πρώτη μου μπύρα, έκανα δυόμιση ώρες να γυρίσω σπίτι μου, άσε που με πέτυχε έτσι και ένας γείτονας και με κάρφωσε ο ρουφιάνος στη μάνα μου, μάνα αλήθεια έλεγε ο χαφιές, συγγνώμη). Μια καθ’ όλα κλασσική εκκόλαψη ενός νεότευκτου metaller, με το γνωστό air guitar επί ξύλινης κουτάλας ή σκούπας ή χάρακα ή “Άμα το χάσεις κι αυτό χέσε μέσα” ξύλινου στυλό (το είχε κανένας σας ρε κωλόγεροι;) μπροστά στον καθρέφτη, το “ΔΕΝ είναι χορός! Είναι headbanging! Θα σε χτυπήσω!”, αναπόσπαστες ψυχοσωματικές συνέπειες που επισύρει η συναισθηματική δυναμική αυτής της μουσικής, τραγουδώντας τα ρεφρέν, μουτζουρώνοντας τα οπισθόφυλλα των σχολικών βιβλίων με λογότυπα από τα μουσικά περιοδικά που περιστασιακά έπεφταν στα χέρια μας και κάργα ενθουσιασμός για το Ιερό ακουστικό Φως στο οποίο είχα παραδοθεί πλήρως.
Η μουσική σύγχρονη επικαιρότητα κοινωνικά, σε μια επαρχιακή πόλη όπως η Πτολεμαΐδα στην οποία μεγάλωσα εγώ, περιστρεφόταν γύρω από τα πρωτόγνωρα τότε video clips στις πρωτοεμφανιζόμενες έγχρωμες τηλεοράσεις (οι νεότεροι σε ηλικία αναγνώστες σίγουρα θα εφαρμόζουν το λεγόμενο facepalm αυτή τη στιγμή διαβάζοντας την παραπάνω φράση, αλλά αυτή είναι η ιστορία και δεν αλλάζει), στους πειρατικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς (μιλάμε για “Ρούλα γύρνα πίσω, την παράτησα τη μάνα σου – Αργύρης” φάσεις σε αφιερώσεις που ο speaker ανήγγειλε εν μέσω των κομματιών), τις αίθουσες με τα arcades της εποχής (φιδάκι, Space Invaders, Pacman, 1942 και άλλα θρυλικά) που έπαιζαν από κασέτες pop / rock τραγούδια (άγνωστα σε μένα που αποδείχθηκαν διαχρονικά φυσικά στην πορεία), κάποιες σύγχρονες (στα ντουζένια του ο “σοσιαλισμός” τότε) καφετέριες, η νέα τάξη πραγμάτων της εποχής που έριξε στη λήθη του χρόνου τα ζαχαροπλαστεία και τα συνοικιακά καφενεία ως τόπους συνευρέσεως / διασκεδάσεως και φυσικά οι πρώτες “δισκοθήκες” (το γράφω και γελάω), οι discotheque γαλλιστί, ντισκοτέκ βλαχιστί, με τις ντισκομπάλες και τις πίστες που χόρευαν οι “μεγάλοι” (που μπορούσαν να χουφτώνουν τα έτερα τους ημίσεα, εμείς οι πιτσιρικάδες μπορεί να τρώγαμε και καμιά σφαλιάρα) και τα ζευγαράκια, σε μια κοινωνία που είχε αρχίσει να αποδαιμονοποιεί τον έρωτα, σε μια Ελλάδα “ευρωπαϊκών προσανατολισμών” τότε (το τι λιλί έπεσε στο μέλλον, είναι άλλη ιστορία).
Με τον καιρό ήρθαν και οι πρώτες προσπάθειες αποτύπωσης αυτής της ήδη παθολογικής λατρείας που ένοιωθα γι’ αυτή τη μουσική. Μέσα στις παρέες, βρέθηκαν παιδιά που είχαμε πάνω – κάτω κοινές ηχητικές αντιλήψεις, σχηματίστηκαν κάποιες μπάντες από τους πρώτους “μαλλιάδες-αλήτες-ναρκομανείς”, νοικιάστηκαν κάποιες απόκεντρες μονοκατοικίες που μετασχηματίσθηκαν σε προβάδικα, με αυγοθήκες να καλύπτουν τα πάντα ως ηχομόνωση (αλήθεια σου λέω, αυγοθήκες από αυτές που ξέρεις, που πουλάνε οι κοτοπουλάδες), με συμμετοχή είκοσι ατόμων (κάτι που συνεπάγεται έναν αρκετά σεβαστό αριθμό σχημάτων για μια πόλη 40.000 κατοίκων) για να βγει το ενοίκιο (το τι κλοπή έπεφτε στα κέρματα από το πορτοφόλι της μάνας για να συμπληρώσουμε ένα 500άρικο – δραχμές εννοώ φίλε, το “μαρούλι” με τον Καποδίστρια για μόστρα – για το ενοίκιο ή για να αγοράσουμε κανένα νέο δισκάκι, δε λέγεται), αλλά με περίσσεια γκαύλα και πάθος να κάνουμε αυτό που οι νέοι, post Τιραμόλα και Σεραφίνο, ήρωές μας έκαναν. Να παίζουμε αυτή τη γαμημένα ερεθιστική μουσική. Όχι οποιαδήποτε μουσική. Hard rock και Heavy fakkin’ Metal ρε γέρο διάολε! Μόνο.
Θα με σκουντήξεις εύλογα λέγοντάς μου “φίλε, για τον Lemmy είπαμε να γράψεις, τι είναι όλα αυτά;”… Ε, όλα αυτά ήταν για να περιγραφεί το σημείο που μπήκε ο Lemmy στη ζωή μου. Το κομβικό σημείο λοιπόν ήταν η πρώτη ακρόαση του κολοσσιαίου “All For You” από το “Rock ‘n’ Roll” LP του 1987, με το οποίο συναντήθηκα ηχητικά πρώτη φορά σε ένα από αυτά τα προβάδικα, στην “γκαρσονιέρα” όπως την ονομάζαμε τότε, παρακολουθώντας κάποια παλιά φιλαράκια (τα οποία εξακολουθούν να απασχολούν στιγμές της καθημερινότητάς μου, Δόξα τω Κύριω, “Καρανικόλα, θα μου βάλεις το Φίαρ οφ δε ντάρκ;” – Βασίλης, κιθαρίστας των νεοprogtechdoomSabbathicDoomsters ΠΑΝ των οποίων το debut τους αξίζει σίγουρα τις αυτιές σας και ταυτόχρονα ιδιοκτήτης του bar που με κερνάει γιατί “δεν παίζει μια δικέ μου”…) να το προβάρουν και μάλιστα αρκετά καλά…
“Tried to fly and climbed too high
We saw it all, we had to fall
But I swear it’s true, was all for you
I swear it’s true, was all for you”
Με το που άκουσα το ρεφρέν, αυτό ήταν. Με χτύπησε κεραυνός. Ό,τι θεωρούσα rock / metal από τα ακούσματά μου, ξαφνικά ωχριούσαν μπροστά σ’ αυτήν τη μελωδία. Ανατρίχιασα! “Τι είναι αυτό ρε παιδιά;”. “Motorhead” μου αποκρίθηκαν, “το “All For You””. Αυτομάτως η σχετική έρευνα σε όποιο γνωστό πετύχαινα μπροστά μου, με τα πολλά βρήκα το “Rock ‘n’ Roll” και φυσικά κατ’ ευθείαν εγγραφή σε κασέτα. Και λιώσιμο.
Είχα εντυπωσιαστεί από αυτόν τον μάλλον άσχημο τύπο με τις κρεατοελιές στη μούρη, απορούσα γιατί γκαρίζει έτσι, τι στον πέοντα έχει πάθει; Προσπαθούσα να ακούσω ότι μπορώ, δεν είχα το μυαλό μου σε χρονολογίες και τίτλους δίσκων, δεν είχα και την δυνατότητα να διασταυρώσω κάτι άλλωστε ως “πληροφορία” με τα μέσα της εποχής και όλοι οι παλαιότεροι μιλούσαν για μια μπαντάρα, γουρλώνοντας τα μάτια με δέος. Στο άκουσμα δε του “Ace Of Spades”, γινόταν ο χαμός, ήδη κλασσικό κομμάτι από τότε που είχε κυκλοφορήσει, το άκουγα νεώτερος χωρίς να ξέρω ότι ακούω Motorhead και πριν εντρυφήσω στην “αρρώστια”, αλλά ήμουν σίγουρος ότι αυτό που αντιπροσώπευε το “φρικιό” αυτό ήταν κάτι πολύ μεγαλύτερο για να περιοριστεί στην έννοια του “απλού μουσικού” που “απλά ροκάρει”, όντας φημισμένος.
Συμμετέχοντας κι εγώ σε ένα τέτοιο σχήμα διασκευών, ως μπασίστας αρχικά μέσα σε αρκετά άλλα θρυλικά που παίζαμε (και με αρκετό, αντικειμενικά θα ‘λεγα, ταλέντο για αυτοδίδακτοι metallers), θεωρούσαμε αυτονόητο να εντάσσουμε στις πρόβες μας κομμάτια από τους Motorhead. Είτε αυτό ήταν το cover στο απλούστατο “Louie Louie” (το πρώτο τραγούδι που γρατζούνισα σε κιθάρα στη ζωή μου, μόνο πέμπτες ρε!), είτε ήταν το “σουξέ” “Ace Of Spades” που γνώριζε ακόμη και ο Μήτσος, τσομπάνος και καλός φίλος από το χωριό, είτε το ομότιτλο “Rock ‘n’ Roll”, είτε το πολυαγαπημένο μου “All For You”.
Από κει και πέρα, συνέβησαν πολλά και αρκετά ικανά για να εμφυτεύεται υποσυνείδητα αυτό που ο Lemmy και η εκάστοτε παρέα του ανά δίσκους προσέφερε ως “ουσία του rock” στον “εκπορνευμένο” μου εγκέφαλο. Οι πρώτες ίντριγκες με τη μάνα που έβλεπε το μαλλί να μεγαλώνει (στο Θεό σας ρε παιδιά, πέρασαν 28 χρόνια και ακόμη μου τη λέει να κόψω τα μαλλιά μου, γιατί θα καραφλιάσω λέει και για όλους τους υπόλοιπους λόγους συμπεριλαμβανομένου και του Προπατορικού αμαρτήματος), οι “μανούρες” με τον πατέρα που είχε τόση σχέση με την Τέχνη όσο και οι πιγκουΐνοι με τα Φάρσαλα και τα έπαιρνε στο κρανίο όταν με έβλεπε να ασχολούμαι με το μπάσο αντί να διαβάζω (αν και ήμουν μαθητής από τους καλούς) και τελικώς η απελευθέρωση της φοιτητικής ζωής. Και ουσιαστικά η εκκίνηση της Lemmyικής ζωής, η κορύφωση του “ξεχαρβαλώματος”, ο απόλυτος (και σ’ ευχαριστώ Λόρντ απ δέαρ γι’ αυτόν) εκτροχιασμός.
Το μέγιστο αγαθό ενός φοιτητή, είναι ο άπλετος χρόνος να κάνει οτιδήποτε γουστάρει. Πολύ απλό ακούγεται ε; Και είναι. Άνοιγα τα μάτια, πατούσα play στο κασετόφωνο και αυτό συνέβαινε επί 24ώρου βάσεως για οχτώ συναπτά έτη (το τι έγινε σε αυτά τα οχτώ έτη, θα αναλυθεί ίσως σε βιβλίο, δεν ξέρω, θα δω). Μουσικές; Τα πάντα. Heavy, power, hard, prog, ό,τι έπεφτε στα χέρια μου. Οι Motorhead δεν σταμάτησαν να αποτελούν μέρος της playlist μου, όντας ένα συγκρότημα, παντός καιρού, πάσας διαθέσεως.
Ακόμη κι όταν με συνεπήρε η θύελλα του μελωδικού death metal των At The Gates και των Dark Tranquillity, μια περίοδος που δεν ήθελα να ακούσω τίποτα αν δεν είχε άγαρμπα και βάρβαρα φωνητικά, ο Lemmy ήταν εκεί κυκλοφορώντας δίσκους ανά τακτά χρονικά διαστήματα, παρόλο που από τα ενημερωτικά έντυπα του ειδικού αυτού Τύπου, τα οποία φυσικά ήταν οι κύριοι φορείς ενημέρωσης πάνω στα σύγχρονα εικαστικά δρώμενα, μάλλον είχαν αρχίσει να απαξιώνουν τους Motorhead (όπως και σχεδόν όλες τις κλασσικές heavy metal μπάντες – εκτός “φυσικά” των Iron Maiden – κάπως έπρεπε η φιλότεχνη νεολαία, ντε και καλά να υποδεχθεί τα “νέα” ήθη του hardcore, του black metal ή της κάθε ηλεκτρονικής αναποδοσταυρικής σκανδιναβικής παπαριάς – σχώρα με τυπολάτρη μου – και η προσκόλληση σε “δεινοσαυρικά” πρότυπα δεν επέτρεπε φυσικά κάτι τέτοιο). Και σε ένα περιβάλλον μιας ελληνικής κοινωνίας που είχε αρχίσει να υπεισέρχεται στην Κωστοπουλική περίοδο των Nitro, Max και Downtown (περιοδικά μαζικής προβατοποιήσεως της εποχής), όπου έπρεπε να είσαι trendy και λίγο ηλίθιος για να θεωρείσαι αποδεκτός από αυτήν και φυσικά με κανένα τρόπο “γραφικός μεταλλάς”. Για πολλούς, ειδικά νέους σε ηλικία, ένα πολύ κρίσιμο σημείο μπροστά στο οποίο όλοι παίρνουμε κάποια στιγμή θέση, καθορίζοντας τη στάση μας απέναντι στη ζωή. Με κίνητρα που ποικίλουν.
Όπως ίσως θα υπέθεσες, ακολούθησα την καρδιά μου και αυτή απέκλειε κάθε ενδεχόμενο να συμμετέχω σε ένα τέτοιο τσίρκο. Λίγοι οι μεταλλάδες, οπότε στους λίγους και στους καλούς, χωρίς σκέψη. Κάτι που ουδέποτε άλλαξε στην μετέπειτα ζωή μου ως και τη στιγμή που κάθισα και σου έγραψα αυτές εδώ τις αράδες. Σκέψεις που αναδύθηκαν από εκείνο το πρωινό της 29 Δεκεμβρίου του 2015, όταν και κόπηκε η ψυχή μου στα δύο, όταν και έληξε επίσημα η ανωριμότητά μου. Και έγινε και ο απολογισμός του τι ήταν ο Lemmy, ο Phil Campbell, o Animal και τι ρόλο έπαιξαν στην ιστορία.
Ε λοιπόν o Lemmy ήταν…
…ο πατέρας, που με συμβούλευσε να προσέχω τι κάνω, τι λέω, που το λέω, πότε το λέω. Να εννοώ αυτό που λέω και να λέω την αλήθεια γιατί αυτή επικρατεί ακόμη κι αν δεν την πιστεύει κανένας την ίδια στιγμή που το ψέμα πάντα παραμένει ένα ψέμα ακόμη κι αν το ενστερνίζονται οι πάντες.
…ο δάσκαλος που μου δίδαξε ότι για να έχω σεβασμό απέναντι στον εαυτό μου, πρέπει απαραίτητα να σέβομαι τους γύρω μου, ανεξάρτητα από χρώμα, φύλο, προτιμήσεις.
…ο true punk επαναστάτης ιερέας με αιτίες που μου υπενθύμιζε ότι η δικαιοσύνη, η αλληλεγγύη και οι ανθρώπινες αξίες είναι υπεράνω τσογλανιστικού σταρχιδισμού.
…ο ποιητής που δημιούργησε για μένα (και για σένα, όποιος κι αν είσαι) ύμνους προς την ελευθερία και το διαρκές κυνήγι της.
…ο ζωγράφος που με παρότρυνε να ζωγραφίσω ο ίδιος τον κόσμο μου, σύμφωνα με το κατά πώς γουστάρω κι όχι το κατά πως κοινωνικό (δηλαδή άχρωμο και μαζικό) πρέπει.
…ο Μιγιάγκι που θα με έβαζε να κάνω wax in – wax out σε όλα τα αμάξια από εδώ εώς την Οκινάουα αν παρατούσα το όνειρό μου χωρίς να το προσπαθήσω.
…ο φανταστικός μου φίλος, αυτός που θα πίναμε μαζί, μεθώντας μέχρι ενέσεως καφεΐνης, ρουφώντας τις χαρές αυτής της μικρής παλιοζωής, που πρέπει να την παίρνεις στα σοβαρά άλλα όχι τόσο ώστε να καταντάς σοβαροφανής και μου απέδειξε έμπρακτα πάμπολλες φορές ότι η ζωή στα άκρα επιφυλάσσει πολλές φορές την καλύτερη “θέα”.
…ο θείος που πρωτοπηγαίνει τον ανιψιό του στο μπουρδέλο και που μου έμαθε ότι η μόνη πορνεία η οποία είναι ηθικώς κατακριτέα είναι η εγκεφαλική, η οποία δεν διαχωρίζεται ανά φύλο και με “όρκισε” να σέβομαι τη γυναίκα και την αξία που αντιπροσωπεύει, την ομορφιά.
…άπαντα τα στοιχεία με τα οποία θα μπορούσε να ταυτοποιηθεί ένας νέος που όπως και ο ίδιος ο Lemmy, είχε ψώρα με το rock και τον τρόπο ζωής που απαιτεί ως φιλοσοφική αντίληψη και όχι απλά ως “κάτι τύπους που κοπανάνε κάτι όργανα, λέγοντας κάτι ακατάληπτα”.
Και πάνω απ’ όλα, αυτός ο μουσικός, ήταν (και είναι, οι Θεοί δεν πεθαίνουν άλλωστε) ο ίδιος ο Μεσσίας που απέστειλε ο Θεός Απόλλωνας για να ενσαρκώσει το πιο αντιπροσωπευτικό του ανθρωπίνου γένους εικαστικό ρεύμα που ενεφανίσθη από καταβολής κόσμου. Το Rock. Που εξ ορισμού γεννήθηκε για να εκφράσει όλα τα παραπάνω. Ένα βιωματικό μοντέλο ταυτοποιήσιμο για εκατομμύρια ψυχές (για να σου παραθέσω ένα ενδεικτικό παράδειγμα, το 2006 ένας σουηδός γεωλόγος ονόματι Mats E. Eriksson ανακάλυψε ένα απολίθωμα βακτηριδίου ηλικίας 440 εκατομμυρίων ετών και του έδωσε την ονομασία “Kalloprion Kilmisteri” ούτως ώστε “να αποτυπωθεί το όνομα του Lemmy και στην ιστορία της γεωλογίας!), που ίσως εύλογα θα πρέπει να ευγνωμονούν αυτήν την ανώτερη δύναμη που επικαλλούνται οι Πιστοί για την επιλογή της να τις εντάξει στο ίδιο χωροχρονικό συνεχές με αυτόν τον καλλιτέχνη, σε παράλληλο γίγνεσθαι.
Ένας θνητός Θεάνθρωπος που με ένα Rickenbacker μπάσο και την βραχνή, αντρίκια φωνή του όρισε ένα ολόκληρο φιλοσοφικό τρόπο αντίληψης μέσω των άμεσων, καθημερινών ιστοριών / παραβολών που παρουσίασε στα 22 album που δημιούργησε με την μπαντάρα του, τους θορυβότερους φιλόσοφους που πάτησαν στα χώματα του όμορφου γαλάζιου πλανήτη μας. Τους Motorhead. Αυτό δεν έκανε άλλωστε και ο Ιησούς;
“Αγόρι μου, η μαμά σου πριν παντρευτούμε… Ξέρεις τι βυζάρες είχε;” (Lemmy προς το γιο του, Paul Kilmister). Τι άλλο να πείς; Εβίβα, στην υγειά σας και ζήτω το heavy metal.
(…για σένα που “I looked into her eyes, thunder in my heart”- “Τοο Good to be True” – March Or Die / 1992)
Το παρόν άρθρο έχει δημοσιευθεί αρχικά στη στήλη “Σκάσε και Άκου” του έντυπου περιοδικού Retroplanet
http://www.retroplanet.gr/
https://www.facebook.com/retroplanetmag/?fref=ts