Δεύτερο και φερώνυμο album για τους σουηδούς Dust Bowl Jokies τέσσερα χρόνια μετά από το “Cockaigne Vaudeville” και η συμπαθής αυτή πεντάδα έρχεται να αποδείξει μέσω του νέου album της, ότι η φήμη που τους ακολουθεί δεν είναι φαινομενική και ότι ως μουσική μονάδα είναι κάθε άλλο παρά πυροτέχνημα, παραδίδοντας έναν πανέμορφο δίσκο.
Η μουσική των Dust Bowl Jokies είναι πανεύκολο να χαρακτηριστεί. Ατόφιο αμερικανικό hard rock με πολλές επιρροές από Aerosmith (“Pink Flamingos”, “Rawbone”, “Son Of The Sun“) και πολλά άλλα στοιχεία (Rolling Stones, γρήγορο blues – μέχρι και Joan Jett μου θύμισε), αλλά με αναγωγή αυτού του rock ‘n’ roll σε σύγχρονα ηχητικά πλαίσια (τέλεια η παραγωγή), θετικά γκαζωμένα τραγούδια με πληθώρα ομαδικών back vocals, άψογες εκτελέσεις από τους μουσικούς – άκρως μελετημένοι οι κιθαρίστες Tell και Nicke και φουριόζικο, στιβαρό παίξιμο από τους Action (drums) και Freddan (μπάσο) – και καλή, γρετζάτη, δυναμική φωνή από τον Alexx.
Πάρα πολλές οι καλλιτεχνικές κορυφές σε ένα δίσκο που ρέει σαν παγωμένο ηδύποτο. Κομμάτια όπως τα pure ’80’s “Old Fashioned Country Canvas ” και “Bad Juju”, τα εξαιρετικά “Mama Cocha” και “The Moon Hanger Grove”, το southern “Borderland” και τα Poison / Cinderella “Rawbone” και “Hogs ‘n’ Heifers” (γουστάρω λέμε μανάρι μου!) θα ικανοποιήσουν οποιονδήποτε ακροατή πρόσκειται στο ευγενές αυτό άθλημα, έχουν τη στόφα “hit” και κινούνται σε υψηλότατα επίπεδα ποιότητας.
Τίποτα λιγότερο από έναν περίτεχνο δίσκο κεφάτου hard rock, με όμορφα, τραγουδιστά ρεφρέν, υλικό ιδανικό για μπίρες, κορίτσια και Σαββατόβραδα. Επειδή ζεις στην Ελλάδα. Αν ζούσες στην Καλιφόρνια, θα σου έλεγα ότι πρόκειται για μια 24/7 μουσική πρόταση. Πάρα πολύ καλό κι ανέλπιστα τόσο εντυπωσιακό rock ‘n’ roll από τους Dust Bowl Jokies, οι οποίοι δείχνουν να έχουν κερδίσει το στοίχημα της καλλιτεχνικής καταξίωσης πολύ νωρίς. Το δικαιούνται.
715