LONG DISTANCE CALLING: “Trips”

Είναι δύσκολο και άδικο να μην δώσεις ιδιαίτερη προσοχή στο νέο δίσκο των ξεχωριστών αυτών Γερμανών μουσικών, τον πέμπτο τους.

Αποστασιοποιημένοι ήδη από το ξεκίνημα της διαδρομής τους από τις προσφιλείς και δημοφιλείς σκηνές και τάσεις του “σκληρού ήχου” στην πατρίδα τους, επιμένουν να διαφοροποιούνται και να γεμίζουν το ταξίδι τους με νέες προκλήσεις. Από την άλλη βέβαια, όσο η διάθεση επιβράβευσης σε κάνει να δημιουργήσεις χρόνο για να ερευνήσεις με προσοχή το “Trips”, τόσο η ίδια η επιφάνεια του δίσκου θα σε κάνει γρήγορα να καταλάβεις πως δεν χρειάζεται ιδιαίτερος κόπος και αναζήτηση.

Ένα νέο πρόσωπο εμφανίζεται στα credits του πέμπτου άλμπουμ των LDC: ο Νορβηγός τραγουδιστής Petter Carlsen αντικατέστησε τον Martin Fischer που αποχώρησε φιλικά και με συνεισφορά στα keyboards του “Trips”. Πέρα από τον Νορβηγό, έχουμε όμως και τον άνθρωπο με την τιμητική διάκριση ECHO “Producer of the year”, τον Vincent Sorg που επιλέχτηκε να σπρώξει το σχήμα στα άκρα, να το “ξεβολέψει” από τα δεδομένα δουλειάς που είχε ως τότε και να το αναγκάσει να εργαστεί στα κόκκινα για το μεγάλο του στοίχημα. Οι LDC ήταν βέβαια αποφασισμένοι να επαναπροσδιοριστούν, διατηρώντας τον πυρήνα τους, αλλά κυνηγώντας ταυτόχρονα και τις ανατροπές, φτάνοντας μάλιστα να απομονωθούν πάνω σε μια καλύβα στο βουνό.

Ο χρόνος κρύβεται συχνά στις συνθετικές αφετηρίες του “Trips” και η απόπειρα της κατανόησης  της αίσθησής του. Πέντε παππούδες μελών που έφυγαν κι ένα μωρό που γεννήθηκε στη διάρκεια της δημιουργίας του, έχουν αφήσει το στίγμα τους πάνω στο άλμπουμ. Οι LDC έχουν χαρακτηριστεί με μια βολική γενικότητα post rock, όμως σίγουρα ακόμα κι από το ξεκίνημά τους είχαν μια αβίαστη ικανότητα να οικειοποιούνται πολλά και διαφορετικά μουσικά ιδιώματα στρώνοντας τελικά με έναν συνθετικό αλλά κι εκτελεστικό πλούτο τις δικές τους ροές στα τραγούδια τους. Σήμερα η ικανότητα αυτή είναι μεγαλύτερη από ποτέ και συμβαδίζει από την επιδίωξη του γκρουπ να αποφεύγει τις μανιέρες και την ευκολία του αναμενόμενου.

Το “Getaway” που ανοίγει το άλμπουμ, με μια σχεδόν ηλεκτρονική αποπλάνηση, φέρνει στο μυαλό ακόμα και τα πολυχρησιμοποιημένα σε σήματα εκπομπών τραγούδια των Alan Parson’s Project, προειδοποιώντας αμέσως πως ο ορίζοντας είναι ανοιχτός, το ταξίδι απρόβλεπτο αλλά και η επιβράβευση προφανής. Ο Carlsen μας συστήνεται σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια στο “Reconnect” , μια φωνή με εύρος στην έκφραση, και συμπορεύεται με τη λεπτομερή και διεγερτική οργανική βάση των υπόλοιπων που μπορεί να ικανοποιήσει ταυτόχρονα τυπικούς instrumental-ίστες ακροατές αλλά και πιο συμβατικούς τύπους που βολεύονται με τους Muse και τους Placebo.

Με την έναρξη του “Rewind” ο ορίζοντας συννεφιάζει, ο Carlsen σέρνεται στους πένθιμους υπονόμους του τραγουδιού με πετυχημένη θεατρικότητα. Στο ερευνητικό και σχεδόν απειλητικό “Trauma” που χρωστά πολλά στο παρελθόν τους, η μουσική τους είναι ένας φακός που τινάζεται ψηλά και χαμηλά, απότομα και διακριτικά και μετά από μια κυκλική διαδρομή επιστρέφει στη δυναμική του αφετηρία με τα συμπαγή μεταλλικά riff. Το “Lines” δεν επιλέχθηκε άδικα για προωθητικό δόλωμα σαν Lyric Video, καθώς μοιάζει να χρησιμοποιεί τα ιδανικά στοιχεία για τη συνταγή ενός post prog single με τις καλοσυναρμολογημένες μελωδικές ακολουθίες και λεπτομέρειες και το ανθεμικό του ρεφρέν, ίσως η πιο άμεση και χαρακτηριστική στιγμή του άλμπουμ.

Μετά την σύντομη, χαμηλόφωνη παρένθεση του “Presence”, το “Momentum” θα χρησιμοποιήσει όλα τα οργανικά εφόδια του γκρουπ σε μια επιδέξια διαγραφόμενη ένταση που θα ικανοποιήσει απόλυτα εκείνους που συνεχίζουν να τους προτιμούν με πλήρη απουσία φωνητικών. Ο Carlsen ολοκληρώνει την παρουσία του με την υποβλητική ερμηνεία του “Plans” που φανερά αποτελείται από δύο μέρη, το φωνητικό και το οργανικό, τα οποία όμως εναρμονίζονται σε μια ιδανική σύνδεση και κορύφωση  προσφέροντας μία από τις πιο ιδιαίτερες στιγμές του “Trips”.

O δίσκος ολοκληρώνεται με το μεγαλύτερο σε διάρκεια τραγούδι, το instrumental “Flux” που πλησιάζει σχεδόν τα 13 λεπτά. Με μια σχεδόν ψυχεδελική , ψιθυριστή εισαγωγή το “Flux” μάλλον δικαιολογημένα σχεδόν οικειοποιείται τον τίτλο του δίσκου και με αυτή τη συγκεκριμένη μουσική ελευθερία που οικοδομεί, σπρώχνει τον ακροατή σε ένα αδιευκρίνιστο ταξίδι με οικείες και πλούσιες ηχητικές οδηγίες.

Στην πραγματικότητα αυτοί είναι οι LDC, τολμηροί και διαφοροποιημένοι αλλά προσιτοί, με μια σχεδόν μαγική δυνατότητα να αναδείξουν τις δυνατότητες των θεμάτων τους σα να τα φωτίζουν συνέχεια από διαφορετικές γωνίες. Κι όσο τους προσεγγίζει χοντρικά οποιοσδήποτε χαρακτηρισμός με το επίθετο “post” , τόσο τους αδικεί ταυτόχρονα. Σε κάθε χαραμάδα επιφανειακής ατμόσφαιρας παραμονεύει μια αυθόρμητη, συνθετική, ηφαιστειακή έμπνευση και δημιουργία. Γιατί έχουν την σοφία να μοιράζονται τις εφευρέσεις των διαδρομών και του ύφους με το ταλέντο της τραγουδοποιίας.

Ο καλύτερος δίσκος τους, ως τώρα… κι από τους δίσκους της χρονιάς.

737
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…