DYNAZTY: “Titanic Mass”

Η αρχή της διαδρομής των Σουηδών Dynazty έγινε το 2007 στην Στοκχόλμη κι ένα χρόνο αργότερα με την προσθήκη του τραγουδιστή Nils Molin, το γκρουπ συμπλήρωσε το οπλοστάσιό του.

Από τότε μέχρι σήμερα έχουν προκύψει πέντε άλμπουμ και διεθνείς περιοδείες που ταυτόχρονα χαρτογράφησαν και την εξέλιξη της μουσικής τους κατεύθυνσης. Από το μελωδικό hard rock των “Knock you down” (2011) και “Sultans Of Sin” (2012), oι Σκανδιναβοί στρέφονται στο μοντέρνο, μελωδικό power metal με το απαιτητικό “Renatus” του 2014.

Η νέα τους δουλειά με τον βιβλικό τίτλο “Titanic Mass” συνεχίζει σε αυτή τη νέα διαδρομή χρησιμοποιώντας ισοδύναμα τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά στο παίξιμο με την σημασία της σύγχρονης παραγωγής του είδους αυτού. Η μόνιμα ανεβασμένη τεστοστερόνη των Σουηδών με γρήγορα και επιβλητικά κιθαριστικά riff που τυλίγουν τα καλπάζοντα τύμπανα, φιλτράρεται από μια μελετημένη ως την τελευταία λεπτομέρεια παραγωγή που μοιάζει να αποτελεί με την καθαρότητα και το γυάλισμά της την απαραίτητη προϋπόθεση του μοντέρνου ευρωπαϊκού power metal τελευταία. Μαζί με όλα αυτά υπάρχει κι ένας σίγουρα χαρισματικός τραγουδιστής που με το εύρος και τη χροιά του παντρεύει τον παλιό και το νέο χαρακτήρα του γκρουπ, προτείνοντας μια εγγυημένη βάση μελωδικότητας σε όλη τη διάρκεια του “Titanic Mass”.

Δεν είναι όμως και όλα ρόδινα στο 5ο άλμπουμ και νέο στοίχημα των Dynazty. Χωρίς να παραβλέψει κανείς τις τεχνοκρατικές δυνατότητες και το δουλεμένο αποτέλεσμα, την φτασμένη και επαγγελματική εντύπωση που δημιουργούν από το πρώτο τραγούδι, είναι δύσκολο να αρνηθείς και τις ομοιότητες της συνταγής που επαναλαμβάνεται χωρίς διαφοροποιήσεις που θα φέρουν και τις ανάλογες διακρίσεις στα τραγούδια .Ενώ όλα τους είναι τουλάχιστον καλογραμμένα και άρτια παιγμένα, πλησιάζουν τόσο κοντά στις διαθέσεις, τις ταχύτητες και το γενικό ύφος  που τελικά ένα μεγάλο μέρος πνίγεται σε μια γενική εντύπωση , αυτή του “χρυσού” κι επαναλαμβανόμενου κανόνα του σύγχρονου μελωδικού, ευρωπαϊκού power metal. Aν ο δίσκος είχε μερικές ακόμα διακριτές στάσεις σαν το ομότιτλο, το αργόσυρτο highlight “I want to live forever” και τον ορχηστρικό, μελωδικό επίλογο “The smoking gun” σίγουρα θα προκαλούσε ευκολότερα επαναληπτικές ακροάσεις.

Οι φίλοι βέβαια του ιδιώματος, περισσότερο εκπαιδευμένοι στα στοιχεία της συνταγής θα περάσουν όμορφα με το άλμπουμ, χωρίς πιθανά να συγκλονιστούν. Συνολικά, πέρα από την προσωπική εκτίμηση του καθένα για το βάθος των συνθέσεων, έχουμε να κάνουμε με ένα γκρουπ με ιερή αφοσίωση στον στόχο του και μεγάλη σημασία στην κάθε λεπτομέρεια αυτού. Μόνο που μοιάζει πως οι αντίστοιχοι νέοι ήρωες του είδους στην απέναντι πλευρά του ωκεανού καταφέρνουν τελικά να διαφοροποιηθούν ευκολότερα στη μουσική τους. Ίσως να έχει να κάνει και με την απουσία της “τευτονικής” σκιάς που συνήθως εδώ εύκολα παρασύρει σε μιμητισμούς.

711
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…