Δώδεκα album σε 15 χρόνια μουσικής πορείας είναι φυσικά μια συγκομιδή η οποία αναδεικνύει ύψιστη δημιουργικότητα.
Ο λόγος για έναν σύγχρονο μάγο της πεντατονικής, τον κιθαρίστα / τραγουδιστή / συνθέτη Joe Bonamassa, ο οποίος είναι εδώ και καιρό αναγνωρισμένος για το ταλέντο του στις Η.Π.Α, απολαμβάνοντας προσφάτως την ίδια δημοτικότητα και στην ευρωπαϊκή ήπειρο, κυρίως φυσικά από μελετητές της κιθαριστικής τέχνης αλλά και από τον οποιοδήποτε μέσο ακροατή, μιας και η φύση της μουσικής είναι αμεσότατη.
Η νέα δουλειά του καλλιτέχνη, το “Blues of Desperation”, δεν παρεκκλίνει από το μονοπάτι που ακολουθεί από την αρχή. Hard rockίζον blues μουσική, “λαϊκή”, σύμφωνα με τα πρότυπα που κυριαρχούν στις περιοχές που έδρασαν οι Dukes, ο Rosco P. Coltrane και ο Boss, με τα καουμπόικα καπέλα, τις μυτερές μπότες και τα ουίσκια, αλλά φυσικά περφεξιονιστικά καλοπαιγμένη, από μάστορες του είδους, πολύπειρους μουσικούς που γνωρίζουν το blues αντικείμενο καλύτερα κι από την τσέπη τους και έναν Bonamassa να βρίσκεται σε εξαιρετική φόρμα.
“You Left Me Nothin’ But The Bill And The Blues” (τι τίτλος!), “Livin’ Easy”, το ομώνυμο, η γκαύλα του “What I’ve Know For A Very Long Time” (που με πήγε πολύ πίσω νοητικώς, όταν σαν εκκολαπτόμενος rocker, σε ένα προβάδικο με κάτι άλλους φίλους, κάναμε τα πρώτα βήματά μας στη μουσική παίζοντας δωδεκάμετρα και παρακολουθώντας τους local ήρωές μας – Σταύρο μου, είναι που δεν σε έχουν δει με τζιν κοντό παντελονάκι και παντόφλα να παίζεις το “Maybe Next Time”, γι’ αυτό και δεν σε έχουν ερωτευθεί ακόμη), το φευγαλέο “Drive”, όλα κομμάτια ενός ισοεπίπεδου ποιοτικώς δίσκου που ακούγεται μονορούφι.
Με ήχο καμπάνα, οι θαμώνες του είδους θα απολαύσουν άλλο ένα γαμάτο album, με ωραία κεφάτα τραγούδια, τρελαμένα solo από τον Joe και με διάχυτο κέφι. Ο νέγρος εαυτός μου το απήλαυσε όπως θα απολάμβανε έναν οποιοδήποτε δίσκο του (τυχαία παραδείγματα, μπορώ να σου γράφω ονόματα μέχρι αύριο) Rory Gallagher ή των Bad Company. Αν είσαι των ανάλογων προδιαγραφών, δεν χρειάζεται να γράψω ούτε λέξη παραπάνω.
717