Είναι γνωστό πως οι μουσικές των 60s και 70s έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα για τους rockers, είτε αυτοί απλά ακούνε είτε αποφασίζουν να πιάσουν τα χέρια τους κάποιο όργανο. Έτσι και οι Wedge από το Βερολίνο, με σεβασμό και κατάνυξη αφομοιώνουν μουσικά εκείνη την περίοδο και λαξεύουν τα μυαλά μας με το όμορφο psych garage rock τους. Εν όψει της εμφάνισης τους στο An Club την πρωταπριλιά (δελτίο τύπου, όχι δεν είναι φάρσα, ΝΑ ΠΑΣ!), ο Δημήτρης Μαρσέλος συνομίλησε με τον κιθαρίστα και τραγουδιστή τους, Kiryk Drewinski.
Καλησπέρα, Kiryk! Όπως αναφέρεται και στη σελίδα σας στο Βandcamp, το όνομα σας είναι δανεισμένο από ένα προϊστορικό εργαλείο που εφηύραν οι πρόγονοι μας. Δηλώνει επίσης και την καταγωγή του ήχου σας;
Παίζουμε μια αρκετά αγνή, πρωτόγονη μορφή rock music, οπότε πιστεύουμε πως η σφήνα, το απλούστερο εργαλείο από πέτρα, συμβολίζει ιδανικά τον ήχο μας. Ακριβώς σαν τη μουσική μας, απλό και αιχμηρό. Νιώθουμε κομμάτι αυτής της “μεγάλης πέτρας” που μας έκανε αυτούς που είμαστε.
Ακούγοντας το album σας ταξίδεψα στα χρόνια του Hendrix και του 60s-70s psych rock. Γιατί αποφασίσατε να παίξετε ρετρό μουσική; Δεν είναι και ακριβώς της μόδας ε;
Ακούμε την “παλαιά” μουσική όλη μας τη ζωή, οπότε δεν νομίζω πως έχει να κάνει με κάποια μόδα, είτε εκείνη υπάρχει είτε όχι. Υπήρξαν άνθρωποι που άκουγαν αυτή τη μουσική πριν από εμάς και θα υπάρξουν άνθρωποι να την ακούνε και μετά από εμάς. Κάθε χρόνο κόσμος αναρωτιέται γιατί το rock‘n‘roll είναι ακόμη εδώ. Και αναρωτιούνται από το ’50 ως σήμερα. Θεωρούμε πως η περίοδος από τα μέσα των 60s ως και τις αρχές των 70s ήταν η πιο ενδιαφέρουσα και δημιουργική φάση της μουσική. Δεν ήταν ακόμη πολύ mainstream και είχε μεγάλη ελευθερία πειραματισμού και καθόλου όρια. Αυτός είναι ο βασικός λόγος που την αγαπούμε. Βεβαίως και υπάρχει πολύ όμορφη μουσική και σήμερα, αλλά αν συγκρίνεις με συγκροτήματα σαν τους Led Zeppelin, The Beatles, Black Sabbath… Δεν εννοώ μόνο σε σχέση με τον ήχο, αλλά και τη σύνθεση. Βασικά είναι σαν να συγκρίνεις μια εκκλησία γοτθικού ρυθμού με μια νέου ρυθμού εκκλησία. Απλά δεν κάνουν τα πράγματα με αυτόν τον τρόπο πια!
Και το εξώφυλλο του δίσκου παραπέμπει στην ίδια εποχή, όμως η παραγωγή έχει μια πιο μοντέρνα προσέγγιση και δεν προσπαθεί να ακουστεί “βιντάζ”. Πόσο χρόνο πήρε η ολοκλήρωση του;
Μας πήρε μερικές μέρες να το ηχογραφήσουμε. Αρχικά, προγραμματιζόταν για να είναι απλά ένα demo και το είχαμε έτοιμο πριν καν βαφτίσουμε την μπάντα ή να παίξουμε κάποιο live. Το ηχογραφήσαμε σε ένα μικρό προβάδικο και οι φίλοι μας απλά μας σπρώξανε να το κυκλοφορήσουμε κανονικά. Ο δίσκος έχει μια αισθηση vintage, λόγω των οργάνων και των ενισχυτών που χρησιμοποιήσαμε, αλλά και των δομών των κομματιών. Όπως είπες και εσύ, δεν ακούγεται ιδιαίτερα “παλιό”. Είμαστε ευχαριστημένοι με το ήχο, αρκεί να αποτυπώνει το τι γίνεται εκείνη τη στιγμή στο studio. Βεβαιάως αυτό είναι δυνατό μόνο ως ένα σημείο, ανάλογα με τις τεχνολογικές δυνατότητες. Δεν κάναμε πολλή δουλεία σε post-production και εφφέ, ούτε προσπαθήσαμε σκληρά να βγει αυτό το βιντάζ, όπως άλλες μπάντες κάνουν. Προτιμάμε να το κρατάμε αγνό.
Τώρα που το ακούς σκέφτεσαι “Γαμώτο, έπρεπε να είχα κάνει αλλιώς αυτό…”;
Εννοείται! Δεν είμαι ποτέ χαρούμενος, όπως και να ‘χει, αλλά δεν πειράζει. Αυτό είναι που σε σπρώχνει να κάνει και τον επόμενο δίσκο. Δεν θα υπήρχε λόγος να συνεχίσω αν ήμουν 100% ευχαριστημένος με ό,τι έχω κάνει. Πάντα προσπαθούμε να εξελισσόμαστε. Υποθέτω έτσι είναι η ανθρώπινη φύση. Η τελειότητα είναι θέμα του ακροατή, όχι του δημιουργού. Θεωρώ πολλούς δίσκους τέλειους, αλλά δεν γνωρίζω πόσο καλύτεροι θα μπορούσα να έχουν γίνει ή πόσο διαφορετικά τους είχαν σχεδιάσει οι μουσικοί.
Το Hammond, φίλε! Είναι το σήμα κατατεθέν εκείνης της περιόδου. Είναι δύσκολο να βγάλει τον ίδιο ήχο, όπως π.χ. των Deep Purple;
Καθόλου. Είναι αρκετά απλό. Πρέπει απλά να έχει τα αυθεντικά εξαρτήματα. Αυτό μόνο. Ένα Hammond C3 καρφωμένο σε ένα λαμπάτο ενισχυτή θα κάνει τους πάντες να πουν αμέσως “Aαααα, ο Jon Lord!“, είναι όμως δυσκολότερο να βγάλεις τον δικό σου προσωπικό ήχο.
Πως είναι να είσαι rock ‘n’ roller στη Γερμανία; Υπάρχει αρκετό κοινό για να σε στηρίξει ως επαγγελματία; Είναι αλήθεια πως το κράτος σε στηρίζει; Είναι πολύ δύσκολο εδώ…
Ναι, θα υπάρχει πάντα αρκετό κοινό για το rock‘n‘roll…παντού. Είναι η μουσική που μπαίνει απευθείας στην καρδιά και την ψυχή σου, χωρίς να χρειάζεται να περάσει πρώτα από τον εγκέφαλο σου. Εξάλλου, υπάρχει αρκετή μουσική εκεί έξω που χρειάζεται και λιγότερο μυαλό! Το Βερολίνο είναι πολύ καλό μέρος, μιας που συμβαίνουν συνεχώς πράγματα εκεί. Από την άλλη, υπάρχουν αρκετά σκατά και πολύς ανταγωνισμός. Αλλά πάλι, αυτό είναι κάτι που σε κάνει καλύτερο. Ναι, υπάρχει κρατική υποστήριξη για συγκροτήματα, αλλά δεν είναι αυτό που πιστεύει κάποιος. Είναι πολύ δύσκολο να την λάβεις λόγω της νευρο-καταστροφικής γραφειοκρατίας και έτσι, σχεδόν κανείς δεν την παίρνει στο τέλος.
Εμφανίζεστε στην Αθήνα την Πρωταπριλιά. Θα μας κάνετε καμιά φάρσα;
Χαχα! Ποτέ δεν ξέρεις…
Θα ήθελα να κλείσεις τα μάτια σου και περιγράψεις μια συναυλία των Wedge, σαν πρόσκληση στους Έλληνες!
Μια τυπική συναυλία των WEDGE ξεκινάει με μεθύσι από νωρίς το απόγευμα. Το επόμενο που θυμάσαι είναι να χορεύεις σαν τρελός με αγνώστους, περνώντας γαμάτα. Ξυπνάς την επόμενη μέρα σε άγνωστο μέρος και μάλλον δε θυμάσαι πάνω από τρία τραγούδια, αν θυμάσαι και κανένα, ΑΛΛΑ δεν μετανιώνεις για τίποτα…και ΞΑΝΑΕΡΧΕΣΑΙ!
Χαχαχα…απλά αστειέυομαι! Οι συναυλίες μας είναι καθαρός χαβαλές!
Θα μου χαρίσετε ένα από αυτά τα όμορφα καπέλα, αν υποσχεθώ πως θα φέρω κόσμο στο An Club;
Όχι, φίλε, θα σου δώσω τρία καπέλα και το δεξί μου χέρι!
Αυτό είναι το αγαπημένο μέρος σε κάθε συνέντευξη. Ζητάω από τους καλλιτέχνες να αφιερώσουν μερικούς στίχους στους αναγνώστες μας.
Υπάρχει ένα κομμάτι που δεν υπάρχει στο δίσκο, αλλά θα το παίξουμε για εσάς ζωντανά. Ονομάζεται “Push Air” και μια στροφή είναι: “You want it? You got it! We gonna suck it to you, you, you, you, yeah! Let‘s shake it, let‘s break it! We gonna freak out tonight, night, night, night, yeah! You got me by my hair. We gonna take you there. Just let us push some air!”