Έναν αξιολογότατο δίσκο αγνού, παχύρρευστου επικού doom metal, είναι αυτό που μας προσφέρουν οι θεσσαλονικείς The Temple στο debut τους “Forevermourn” που κυκλοφορεί μόλις αυτόν τον καιρό, αν και ως σχήμα έχει πολλά χρόνια που ξεκίνησαν τις προσπάθειες τους.
Πολύ ευχάριστο (λεκτικόν παράδοξον) αργό μελωδικό doom metal, στα χνάρια των προπατόρων Candlemass (αλλά και με προεκτάσεις σε άλλα “καμένα” τύπου Scald ή και Solstice), μαύρο, άραχνο και εντελώς κηδειακό, όπως σε κάθε καθώς πρέπει τέτοιου είδους album, metal.
Μακρόσυρτα τραγούδια στα οποία κυριαρχούν τα βαριά, ογκωδέστατα riffs από τους κιθαρίστες Στέφανο και Phelipe, με μια ιδιαίτερη μελωδική άποψη σε τραγούδια όχι πολλών απαιτήσεων, με solos που θρηνούν. Θεωρώ ότι τα φωνητικά του Father Alex σηκώνουν βελτίωση (ο οποίος στα καθήκοντά του ως μπασίστας με τη συνοδεία του drummer Paul συνιστά ένα καλά δεμένο ρυθμικό δίδυμο που δεν παρουσιάζει κάποιο ιδιαίτερο ψεγάδι, είναι στιβαροί και προσδίδουν την απαιτούμενη ένταση στο χελωνοειδές ύφος των The Temple), ταιριάζουν μεν απόλυτα με το γενικότερο πλαίσιο που κινούνται τα τραγούδια, αλλά θεωρώ ότι θέλουν λίγη προπόνηση στην προφορά (νταξ, δεν γεννηθήκατε και στο Newcastle εκτός κι αν γεννηθήκατε, οπότε θα πάθω μια σχετική πλάκα), δεν βοηθούνται και από τον ήχο – για τον οποίον θα αναφερθώ παρακάτω – αν και ηχούν δυναμικά και εκφραστικά.
Μου άρεσε το επικό “Remnants”, το κάργα funeral “Death The Only Mourner”, το μελωδικό “Mirror of Souls”, το εξαιρετικό “Beyond the Stars” και το μονολιθικό επιλογικό “Until Grief Reaps Us Apart” με τα πανέμορφα intro “τι είναι ο άνθρωπος, ένα τίποτα είναι” leads και γενικά, όλα τα τραγούδια έχουν και κάτι που τα κάνει ελκυστικά, αν η καρδιά σου διψάει για πλερέζα, κονιάκ, κόλλυβα, παξιμαδάκι και σκέτο ελληνικό καφέ για την παρηγοριά.
Νομίζω ότι αδικούνται από τον ήχο (και επαναλαμβάνω ότι δεν είναι δυνατόν να ξέρω κατά πόσο ο ήχος ανήκει στο συνθετικό attitude εκάστοτε μπάντας, αλλά η στάθμη της γνώμης εξισούται με έναν γενικότερο μέσο όρο που καλώς ή κακώς καθορίζεται από τον γράφοντα και τα ακουστικά αντιληπτικά βιώματά του), ως τραγούδια μου άρεσαν πολύ, φυσικά οι “βαμμένοι” doomsters θα τους εκτιμήσουν κάποια “τσικ” παραπάνω, έχουν όλα τα φόντα (με την πένα στην καρδιά αυτό φίλε) να παίξουν μπάλα στην Α’ Εθνική του είδους (και έχοντας αναδυθεί δισκογραφικά doom διαμάντια στην έρμη χώρα μας την τελευταία τριετία τουλάχιστον), αλλά νομίζω ότι πρέπει να βελτιώσουν αρκετά – κυρίως τεχνικά επαναλαμβάνω – θέματα στην παραγωγή και στο τελικό αποτέλεσμα που εξάγεται από τα ηχεία.
Ένα αποτέλεσμα που καθορίζεται από το γεγονός ότι συνθετικώς, δεν υπάρχει καμία ουσιαστική αδυναμία, το υλικό του “Forevermourn” είναι έξοχο, οι The Temple είναι σαφέστατοι ως δημιουργοί όπως είναι σαφές και το ότι απευθύνονται στο ανάλογα σαφές ακροατήριο. Ακούτε και σχηματίζετε προσωπική γνώμη. Θετικότατο πρόσημο, τουλάχιστον για την κατάμαυρη οπτική τους. Α, κι αυτήν την εποχή, δεν υπάρχει μελαγχολικότερη πόλη από τη Θεά σας. Αυτό.
796