Η ανακοίνωση της εμφάνισης των Dead Brothers έγινε με ενθουσιασμό αποδεκτή από το συναυλιακό κοινό.
Οι Ελβετοί Death/Blues/Funeral/Trash rockers αφενός διατηρούν έναν ολιγάριθμο αλλά φανατικό πυρήνα θαυμαστών που έτσι κι αλλιώς ακολουθούν το κάπως “κλειστό” και “δύσκολο” σκοτεινό μουσικό ιδίωμα στο οποίο ανήκουν. Αφετέρου είχαν αφήσει εξαιρετικές εντυπώσεις από το προηγούμενο τους πέρασμα από την χώρα μας, όταν μάλιστα, έβγαλαν τον κόσμο από τον συναυλιακό χώρο, έξω στους δρόμους του Ψυρρή για το encore της βραδιάς, χαρίζοντας μία σπάνια μουσική στιγμή στους τυχερούς παρευρισκόμενους. Οι εντυπώσεις μεταφέρθηκαν από στόμα σε στόμα, κι η μπάντα επέστρεψε σε έναν μεγαλύτερο χώρο αυτή την φορά, γεμίζοντας το ισόγειο επίπεδο του Gagarin. Ανάμεσα τους κι εγώ, ανυπόμονος να τους δω για πρώτη φορά ζωντανά.
Πριν από τους Dead Brothers, όμως… Η αλήθεια είναι ότι δεν περίμενα να δω στην σκηνή την Dr. Albert Flipout One Can Band, αλλά τον Mickey Pantelous που δεν είχα μέχρι εκείνη την στιγμή “γνωρίσει” ξανά. Πρόκειται για έναν τύπο, ο οποίος εμφανίστηκε ντυμένος με μια jean σαλοπέτα κι ένα λευκό T-Shirt, ωσάν γνήσιο τέκνο κάποιου χωριού του αμερικανικού νότου, κάθισε μπροστά από ένα πολύ βασικό σετ τυμπάνων –bass drum, hi-hat και stomp-box – προσάρμοσε τον “πισινό” του Dr. Flipout στην εργατική μπότα του και άρχισε να τραγουδά τα blues. Μην σκιάζεστε, ευτυχώς ο Dr. Flipout είναι απλώς μία παλιά κονσέρβα με μούσια και μαλλιά κι έτσι η σκηνή δεν είναι τόσο hardcore όσο ακούστηκε αρχικά. Μια κονσέρβα, στοιχειωμένη ωστόσο από τα φαντάσματα των bayou της Νέας Ορλεάνης και μισογεμάτη με κάποια μυστική σκόνη έτσι ώστε να παράγει ήχο μουσικού shaker κάθε φορά που ο Mickey χτυπούσε το πόδι του στην ξύλινη τάβλα-υποπόδιο.
Τρίτη της παρέας, η Jess, μία ακόμα voodoo-doll πάνω στο hi-hat που κάθε τόσο χτυπούσε ο Mickey. Αλλά ας πούμε και κάποια πράγματα για αυτόν. Ένας cool τύπος που πλησίασε το κοινό με το χιούμορ του, τις όμορφες κιθάρες, κρατώντας τον ρυθμό με τα τύμπανα, παίζοντας φυσαρμόνικα και τραγουδώντας με ψυχή τα τραγούδια του. Ζέστανε το κοινό, από τις 21:50 έως τις 22:25, με τις μουσικές του ιστορίες, η οποίες αντλούν την θεματολογία τους από την παράδοση της νοτιοαμερικανικής υπαίθρου. Στίχοι για εραστές, νεανική οργή, φλιπαρισμένους serial killers, αγάπη, θάνατο… με μια λέξη, blues. Well done και εις το επανιδείν σε λίγες μέρες παρέα με τους Skull & Dawn στο πολυαναμενόμενο release του δίσκου τους.
Ένα τέταρτο πριν τις έντεκα, οι αγαπημένοι πια Thee Holy Strangers, οι “magnificent seven” μουσικοί που από το 2014 οργώνουν σαν super-group τις μουσικές σκηνές της Αθήνας και όχι μόνο. Προσωπικά πάντα ευχαριστιέμαι τις εμφανίσεις τους, μου προκαλούν για κάποιο λόγο ένα συναίσθημα σαν αυτό που μου προκαλεί η μουσική των Rolling Stones. Ρυθμικό rock’n´roll που ισορροπεί ανάμεσα στον βρώμικο ήχο και την popular ενέργεια, όμορφα τραγούδια που εκτελούνται με πάθος από όλη την μπάντα.
Αλέξης Καλοφωλιάς, Telecaster Nick, John Hardy στις κιθάρες. Θα αρκούσε αυτό αλλά για την ιστορία θα σημειώσουμε ότι o τρίτος χάθηκε λίγο από άποψη εντάσεως, ενώ ο εξαιρετικός Nick Fysakis είχε σε αρκετά σημεία προβλήματα με τους ενισχυτές του που δεν μας άφησαν να απολαύσουμε τα χαρακτηριστικά του leads. Τάσος Παλαιολόγου στο μπάσο και Costas C. στα τύμπανα ήταν για άλλη μία φορά καταπληκτικοί, χτίζοντας την στέρεη ρυθμική βάση πάνω στις οποίες θεμελιώνονται τα τραγούδια των Holy Strangers.
Η Φλώρα Ιωαννίδη κι η Τζένη Καπάδαη, όπως πάντα χαρίζουν φως με την παρουσία και τις φωνές τους στις συνθέσεις του συγκροτήματος. Τα μικρά προβλήματα που αντιμετώπισε η Τζένη με τον ήχο υπογράμμισαν τον τεράστιο ρόλο της και ευτυχώς τα ξεπέρασε γρήγορα με την εμπειρία της δίνοντας έναν πολύ καλό εαυτό. Οκ, όπως καταλάβατε δεν ήταν το καλύτερο live των Holy Strangers, παρόλα αυτά, ήταν και πάλι οι γνωστοί παλιοί καλοί φίλοι μας και χειροκροτήθηκαν ζεστά όταν λίγο πριν τις δώδεκα άφησαν την σκηνή.
Δώδεκα και τέταρτο, κι ενώ η σκηνή είναι ακόμα σκοτεινή ένα bell-stick ηχεί κοντά σε μία από τις μπάρες του Gagarin. To ακροατήριο γυρνάει προς τα εκεί, όπου τρία από τα μέλη των Dead Brothers ξεκινούν να παίζουν χαμηλόφωνα τις σκοτεινές μουσικές τους. Ενώ τα κεφάλια είναι στραμμένα στο μπαρ τα εναπομείναντα δύο μέλη της ελβετικής μπάντας έχουν ανέβει στην σκηνή. Σαν σε πομπή οι τρεις πρώτοι, με την βιολινίστρια/μαντολινίστρια να ηγείται, ανεβαίνουν κι αυτοί πάνω ενώ τα πρώτα στοιχειωμένα strummings της κιθάρας ακούγονται.
Από εκεί και πέρα παρακολουθούμε μία από τις καλύτερες συναυλίες των τελευταίων ετών. Η live απόδοση της μουσικής τους είναι κατά πολύ ανώτερη από τις ούτως ή άλλως εκπληκτικές dark ελεγείες τους. Ένα μίγμα από cabaret, avant-garde, πρώιμης jazz, death-rock, funeral march, ακόμα και ψήγματα από gypsy-punk θα συνεπάρουν το ακροατήριο. Συνήθως αργόσυρτοι ρυθμοί αλλά και κάποια εκστατικά ξεσπάσματα σε γρήγορο tempo. Βιολί, μαντολίνο, κιθάρες, μπάντζο, τρομπόνι και πλήκτρα, συνοδεύονται από bass drum και κρουστά.
Πάνω από την μουσική δεσπόζει η εκφορά του ποιητικού λόγου του Alain Courbalian που εξιστορεί τις μακάβριες, σκοτεινές, μεταφυσικές ιστορίες τους. Γνήσιος, απόλυτα θεατρικός, με έντονες δόσεις black humor, υπνωτίζει το κοινό με τις αφηγήσεις του. Ανάμεσα σε αυτές παραδίδει μαθήματα υποκριτικής τέχνης, ειδικά όταν μεταξύ συντόμων διαλόγων αλλάζει πρόσωπα από την μία στιγμή στην άλλη (ειδικά στην διασκευή τους με θέμα το αρχαίο ελληνικό μύθο “του Νεκρού Αδερφού”). Δεν μπορούμε να συμπληρώσουμε πολύ περισσότερα, καθώς μόνο η εμπειρία μίας παράστασης τους μπορεί να κάνει κάποιον να κατανοήσει το μεγαλείο των Dead Brothers.
Κλείνουν την παράσταση με ένα ακουστικό encore που αρχικά λαμβάνει χώρα στο κέντρο του Gagarin πριν καταλήξει πάνω στην πίσω αριστερή μπάρα και τις σκάλες, με το κοινό να συνοδεύει σύσσωμο τα refrain του “O Mary don’t you weep”. Πάντα τέτοια…
Dead Brothers setlist
Dark Night
Never Mind
The Black Moose
Heart Of Stone
I Can’t Get Enough
Black Train
Femme Fatale
Things You Hide
I Am All I Got
Death Blues
Am I to Be the One
Langenthal
The Story Of The Dead Brother
Ramblin Man
I’m Working On A Building
O Mary Don’t You Weep
photos: Καλλιόπη Τσουρουπίδου
500