Οι Blackfoot θεωρούνται ένα γνήσιο δημιούργημα της Southern Rock μουσικής και τους θεωρώ ένα από τα πέντε αντιπροσωπευτικότερα συγκροτήματα του είδους.
Μια πορεία δύσκολη με πολλές ανακατατάξεις μελών που όμως κατάφερε να μας αφήσει μια σπουδαία παρακαταθήκη από κλασικούς δίσκος και τραγούδια. Η τύχη τους έπαιξε περίεργα παιχνίδια και θα λέγαμε πως τελικά ήταν από τα ακρογωνιαία συγκροτήματα του νότιου ροκ με σχετική όμως επιτυχία στις πλατιές μάζες.
Όλα ξεκινούν πίσω την άνοιξη του 1969 όταν ο R. Medlocke και ο G.Walker συνάντησαν τον Νεοϋορκέζο Charlie Hargrett στο Jacksonville και σχημάτισαν τους Fresh Garbage με τον Ron Sciabarasi στα πλήκτρα, τον Medlocke στα ντραμς και φωνητικά, τον Walker στο μπάσο και τον Hargrett στην κιθάρα. Το σχήμα αυτό έπαιζε κυρίως σε ένα τοπικό κλαμπ στο Forsyth St. Μαζί με αυτούς έπαιζε και ένα φιλικό τους σχήμα με το όνομα The One Percent, το οποίο θα μετονομάζονταν σύντομα σε Lynyrd Skynyrd.
Εκείνο το φθινόπωρο ο Sciabarasi θα άφηνε το σχήμα των Fresh Garbage και την θέση του θα κάλυπτε ο Jerry Zambito (πρώην-Tangerine) στο νέο σχήμα με το όνομα Hammer. Το σχήμα αυτό είχε τον Medlocke ως frontman στα φωνητικά χωρίς να παίζει καθόλου κιθάρα, τον Greg T. Walker στο μπάσο και δεύτερα φωνητικά, τον Jakson Spires από τους Tangerine στα ντραμς και δεύτερα φωνητικά, τον DeWitt Gibbs επίσης πρώην μέλος των Tangerine, στο Hammond, ηλεκτρικό πιάνο, δεύτερα φωνητικά και τελικά τον Hargrett στην πρώτη κιθάρα. Έτσι αποφάσισαν να μετακομίσουν στο Gainesville της Florida και να γίνουν το συγκρότημα σε ένα τοπικό topless μπαρ.
Την άνοιξη του 1970 τα μέλη του συγκροτήματος άκουσαν για ένα μουσικό σχήμα από την Δυτική Ακτή με το ίδιο όνομα όπως το δικό τους, δηλ. Hammer. Με τις συνθήκες αυτές πήραν λοιπόν την απόφαση να αλλάξουν το όνομά τους σε Blackfoot, υπογραμμίζοντας την αυτόχθονη αμερικάνικη καταγωγή των μελών. Ο Spires ήταν εν μέρει Cherokee, o Medlocke εν μέρει Sioux, ενώ ο Walker είχε ρίζες στους Ινδιάνους της Ανατολικής Φλόριντα. Εκείνη την εποχή αποφασίζουν πάλι να αλλάξουν πόλη, και αυτή την φορά τους βρίσκουμε στο Manhattan, μετά την προτροπή μιας φίλης της μπάντας, η οποία δούλευε σε μια δισκογραφική εταιρεία και μίλησε με το αφεντικό της για την ύπαρξη της μπάντας. Το αφεντικό μάλιστα φρόντισε να τους φέρει στην πόλη της Νέας Υόρκης.
Βέβαια τα αποτελέσματα αυτής της απόφασης δεν ήταν τα αναμενόμενα και αυτό οδήγησε τον Gibbs να εγκαταλείψει το συγκρότημα.
Την άνοιξη του 1971 ο Medlocke και ο Walker δέχτηκαν την πρόταση των Lynyrd Skynyrd να ενταχτούν στο δυναμικό της μπάντας, με αποτέλεσμα αυτό να διαλύσει προσωρινά τους Blackfoot. Η σύντομη προσπάθεια επανένωσης δεν καρποφόρησε, αφού ο Medlocke ξαναγύρισε στους Lynyrd Skynyrd και ο Walker συμμετείχε στο συγκρότημα των The Tokens, που άλλαξαν το όνομά τους σε Cross Country. Ο Hargrett παρέμεινε στα βόρεια μένοντας στο Hackettstown στο New Jersey. Τον Αύγουστο του 1972 ένας παλιός φίλος του συγκροτήματος των Blackfoot και τεχνικός τους, ο John Vassiliou εμφανίστηκε στο Reidsville της North Carolina. Μαζί του έφερε και τον μπασίστα Lenny Stadler από το συγκρότημα των Blackberry Hill. Ο Hargrett αποφασίζει να προσκαλέσει τον Medlocke – ο οποίος έχει αποχωρήσει από τους Lynyrd Skynyrd– ώστε να επαναφέρουν τους Blackfoot με τους Stadler στο μπάσο και τον Jakson Spires στα ντραμς. Μάλιστα ο ήχος τους θα ενισχυόταν από έναν δεύτερο κιθαρίστα τον Danny Johnson (αργότερα
στους Derringer και τους Steppenwolf και προερχόμενο από από ένα συγκρότημα της Louisiana τους Axis). O Medlocke όμως είναι πεπεισμένος πως θέλει να παραμείνει ο frontman και να αναλάβει ό ίδιος τα φωνητικά και τις δεύτερες κιθάρες, κάτι που συνεπάγεται την βραχύβια παραμονή του Danny Johnson στο σχήμα.
Το καλοκαίρι του 1973 ο Stadler αφήνει το συγκρότημα αφού ανακαλύφθηκε ένας όγκος στον πνεύμονα του. Ευτυχώς ο όγκος υποχώρησε όμως ο Stadler αποφασίζει να εγκαταλείψει τα σχέδια του για ενασχόληση με την κοσμική μουσική και έγινε μεθοδιστής ιερέας. Ο Greg T. Walker προσκαλείται να καλύψει την θέση και η κλασική σύνθεση των Blackfoot είναι πλέον γεγονός για δεύτερη και οριστική φορά.
Το 1974 οι Blackfoot έστρεψαν την περιοχή δράσης τους στην Νοτιοανατολική περιοχή και συγκεκριμένα στο Βόρειο New Jersey. Δυστυχώς οι ικανότητες του Medlocke στο τραγούδι περιορίστηκαν εξαιρετικά λόγω δημιουργίας κόμπων στις φωνητικές του χορδές. Για αυτό ζήτησαν και την βοήθεια του τραγουδιστή Patrick Jude.
Μετά την αποθεραπεία του Medlocke η παραμονή του Patrick Jude στο συγκρότημα έληξε. Μετά από λίγο καρό ο Medlocke και ο Walker έστειλαν στους παραγωγούς Jimmy Johnson και David Hood μια κόπια με υλικό των Blackfoot. Οι δυο παραγωγοί είχαν δουλέψει με τους Medlocke και Walker στο Muscle Shoals της Alabama όταν ηχογραφούσαν με τους Skynyrd.
To “No Reservations” κυκλοφόρησε με την ετικέτα της Island Records το 1975 κατόπιν συμφωνίας που κατάφερε να κλείσει ό τότε μάνατζερ των Blackfoot, Lou Manganiello. Η δισκογραφική τους εταιρεία δεν έδωσε την απαραίτητη προσοχή στην προώθηση του δίσκου με αποτέλεσμα να μην προκαλέσει καμιά αίσθηση. Το 1976 αφού ο Manganiello έκλεισε μια δεύτερη συμφωνία, αυτή τη φορά με την Epic Records, κυκλοφόρησε το δεύτερο άλμπουμ, το “Flying High”. Ούτε και η νέα τους εταιρεία έδωσε την ανάλογη προσοχή στον καινούριο δίσκο. Τα μέλη του συγκροτήματος δεν το έβαλαν όμως κάτω και κατάφεραν να κλείσουν κάποιες αξιόλογες εμφανίσεις μαζί με μεγάλα ονόματα της αμερικάνικης χαρντ ροκ / ροκ σκηνής όπως οι Kiss, ο Peter Frampton και ο Ted Nugent, ενώ στην συνέχεια άνοιξαν τον συναυλιακό δρόμο για τους Mahogany Rush και Gary Wright. Η παραγωγή και των δυο άλμπουμ έγινε από τους Johnson and Hood.
Προς το τέλος του 1975 το γκρουπ έχει επιστρέψει στο Gainesville της Florida λόγω του σκληρού Βόρειου χειμώνα που επηρεάζει την υγεία
του τραγουδιστή τους εξαιτίας του ενός πνεύμονα μετά από αφαίρεση του άλλου πνεύμονα σε παιδική ηλικία. Το 1977 επικοινωνούν με τον μάνατζερ των Black Oak Arkansas, Butch Stone, ο οποίος τους πήρε σαν αναπληρωματικό συγκρότημα για έναν πελάτη του την Ruby Starr (πραγματικό όνομα Connie Mierzwiac) η οποία ήταν τραγουδίστρια στους Black Oak Arkansas αλλά έβγαινε περιοδεία πλέον μόνη της. Το συγκρότημα θα άνοιγε το πρόγραμμα και μετά θα έπαιζε ένα δεύτερο σετ συνοδεύοντας την τραγουδίστρια. Η ιδιαίτερη αυτή φόρμουλα συνεργασίας έληξε το 1978 και εκεί γνωρίζουν τον μάνατζερ των Brownsville Station, Al Nalli και τον συνεργάτη του Jay Frey, οι οποίοι τους υπογράφουν στην δισκογραφική εταιρεία Atco Records.
Το “Strikes” σε παραγωγή του Al Nalli και με την επιμέλεια του ντράμερ των Brownsville Station, Henry Weck, στην κονσόλα του ήχου ηχογραφήθηκε στο υπόγειο του Nalli στο Ann Arbor του Michigan και ολοκληρώθηκε τον Ιανουάριο του 1979. Ο δίσκος αποτελούσε τον εμπορικότερο του συγκροτήματος φτάνοντας τις μισό εκατομμύριο πωλήσεις περιέχοντας μια διασκευή του “Pay My Dues” των Blues Image και με επιτυχίες όπως το “Train, Train“, γραμμένο από τον παππού του Rickey, τον Shorty Medlocke, στο οποίο ο δεύτερος παίζει φυσαρμόνικα.
Το συγκεκριμένο τραγούδι έγινε σήμα κατατεθέν και η πρώτη επιτυχία τους. Αργά την ίδια χρονιά ξεπήδησε από το ίδιο δίσκο και άλλη μία επιτυχία το “Highway Song“, που παρέπεμπε αναπόφευκτα στο “Freebird” των Lynyrd Skynyrd χωρίς να υποβαθμίζεται σε καμιά περίπτωση η αξία του. Με όλες αυτές τις περγαμηνές ο δίσκος δεν μπορούσε να μην γίνει παρά πλατινένιος. Το συγκρότημα έμεινε 22 μήνες στον δρόμο κάνοντας περιοδείες και ανοίγοντας συναυλίες για τους Blue Οyster Cult, AC/DC, Journey, Whitesnake, Ted Nugent ξανά και για τους Foreigner με ακμαίο ηθικό και ακριβή επαγγελματισμό. Όλα αυτά συντέλεσαν στην αύξηση των πωλήσεων των δίσκων τους.
Την κυκλοφορία ακολούθησαν εντατικές περιοδείες μέσα στο 1979 και ολοκληρώθηκαν στο τέλος της ίδιας χρονιάς με την εμφάνιση με τους The Who στο στάδιο Silverdome στο Pontiac του Michigan. Όμως συγχρόνως παρέμειναν υπερδραστήριοι προετοιμάζοντας τον επόμενο δίσκο “Tomcattin” που κυκλοφόρησε το 1980 ακολουθημένο από το “Marauder” το 1981, ανοίγοντάς τους τον δρόμο για τον χρυσό και πλατινένιο δίσκο αντίστοιχα, ενώ ακολούθησε το ζωντανό “Highway Song Live” το 1982.
Το 1980 αρχίζουν οι περιπέτειες για την μπάντα. Η μπογιά του Southern Rock αρχίζει να ξεφτίζει και το συγκρότημα προσπαθεί να διαφοροποιήσει τον ήχο και να επαναπροσδιοριστεί για να συνεχίζει να στέκεται στα πόδια του και να εισπράττει την επιτυχία που του αναλογεί. Έτσι τηλεφώνησαν στον Ken Hensley, ο οποίος δέχτηκε να τους βοηθήσει το 1983 εμπλουτίζοντας τον ήχο στον επόμενο δίσκο τους “Siogo” με περισσότερα πλήκτρα. Δυστυχώς το αποτέλεσμα ήταν μεν ποιοτικά ικανοποιητικό, όμως ο δίσκος σημείωσε χαμηλές πωλήσεις και οδήγησε τα μέλη του γκρουπ στην σκέψη να αλλάξουν την εμφάνισή τους. Πίστευαν πως μια λιγότερο μηχανόβια εικόνα θα τους έσωζε από την δισκογραφική καταστροφή και θα τους έκανε πιο προσιτούς με πρώτο θύμα αυτής της αλλαγής τον Hargrett που με την εμφάνισή του – σύμφωνα με την γνώμη των υπόλοιπων μελών – ίσως να μην ταίριαζε πλέον με τις απαιτήσεις της εποχής του MTV.
Μην έχοντας πλέον πολλά περιθώρια επιλογής ο Hargrett αποχωρεί τον Ιανουάριο του 1983 και δεν είναι πλέον παρών στην νέα – όγδοη κατά σειρά – δισκογραφική προσπάθεια “Vertical Smiles”, που ηχογραφήθηκε στην Atlanta με τον πρώην μηχανικό ήχου
των Yes τον Eddie Offord. Η εταιρεία έστειλε τον δίσκο για επανα-ηχογράφηση θεωρώντας το αποτέλεσμα ιδιαίτερα φτωχό και ανεπαρκές. Ακόμα και η ρετουσαρισμένη έκδοση του δίσκου που περιείχε τρείς διασκευές το “Morning Dew” του Καναδού τραγουδιστή Bonnie Dobson, το “Livin’ In The Limelight” του Peter Cetera και το “A Legend Never Dies” των Mark Gendel/ Robert Albin Johnson/Brent Maher και κυκλοφόρησε τελικά τον Οκτώβριο του 1984 δεν κατάφερε να πουλήσει τα αναμενόμενα. Ακόμα και η συνεισφορά του πρώην Axe κιθαρίστα Bobby Barth στην ηχογράφηση δεν στάθηκε ικανή να σώσει την κατάσταση.
Ο μάνατζερ Al Nalli τηλεφωνεί στον Hargrett και του γίνεται πρόταση να επιστρέψει και να συμμετάσχει σε μια εμφάνιση στο Ελσίνκι της Φινλανδίας, κάτι που ο κιθαρίστας απορρίπτει χωρίς δεύτερη σκέψη.
Πολλοί έσπευσαν να πουν πως η προσθήκη του Ken Hensley άλλαξε τον τρόπο που η μπάντα αντιλαμβανόταν την μουσική οδηγώντας την σε πιο εύπεπτα μουσικά ακούσματα. Η ταπεινή μου γνώμη είναι πως ο Ken Hensley διατήρησε το υψηλό του μουσικό προφίλ και έδεσε πολύ καλά με τον ήχο της μπάντας. Αυτό που πραγματικά άλλαξε ήταν πως ο κόσμος άλλαξε τις προτιμήσεις του και η μουσική βιομηχανία τον οδηγούσε σε λιγότερο ροκ ακούσματα σπρώχνοντας μουσικά είδη, όπως το Southern Rock, στο περιθώριο.
Το βαρύ πρόγραμμα περιοδειών ήταν εξαντλητικό για τον Ken Hensley, ο οποίος αποχώρησε προς το τέλος του 1984 και αντικαταστήθηκε από τον Bobby Barth, πρώην τραγουδιστή/ κιθαρίστα των αμερικανών Axe. Το 1985 τους βρίσκει σε άσχημη κατάσταση με την δημοτικότητα τους να είναι στο ναδίρ και αποφασίζουν να διαλύσουν το σχήμα. Το ίδιο συμβαίνει με την εταιρεία τους που διαλύεται και αυτή και τα μέλη αποχωρούν.
Ο Medlocke αποφασίζει να συνεχίσει παρόλο αυτά με μια νέα σύνθεση του σχήματος και διατηρώντας τον όνομα Blackfoot. Το νέο συγκρότημα περιλαμβάνει τους Doug “Bingo” Bare (κίμπορντς, συνθεσαϊζερ, δεύτερα φωνητικά), Jerry “Wizzard” Seay (από το συγκρότημα των Mother’s Finest, μπάσο, δεύτερα φωνητικά) και Harold Seay (ντραμς, κρουστά). Έτσι το 1987 κυκλοφορεί από την Wounded Bird το άλπουμ Rick Medlocke and Blackfoot με κατεύθυνση την πιο AOR ροκ μουσική, που θα είχε μεγάλη πιθανότητα να ακούγεται από το ραδιόφωνο. Η νέα αυτή πορεία δεν ευχαρίστησε τούς παλιούς οπαδούς του συγκροτήματος και δεν κατάφερε να προσελκύσει νέους οπαδούς. Το 1988 σημειώνεται αλλαγή στην σύνθεση με τους Wizzard και Seay να είναι εκτός σχήματος και τους Gunner Ross (ντραμς, κρουστά), τον μπασίστα Mark Mendoza (πρώην μέλος των Twisted Sister) και Neal Casal (κιθάρα) να είναι εντός. Μέσα στον ίδιο χρόνο ο Mark Mendoza αποχωρεί και την θέση του καλύπτει ο Rikki Mayr (πρών μέλος των Lizzy Borden) στις αρχές του επόμενου έτους.
Το 1991 κυκλοφόρησε κάτωαπό το όνομα της ανεξάρτητης δισκογραφικής εταιρείας Loop το Medicine Man. Το 1992 ο Medlocke ανανέωσε το σχήμα με τρείς άλλους μουσικούς, Τους Benny Rappa (ντραμς, κρουστά), Mark Woerpel (πρώην κιθαρίστας των Whiteface που είχε βοηθήσει τον Medlocke σε παλιότερες δουλειές του στο στούντιο) και Tim Stunson (μπάσο). Το 1994 κυκλοφόρησε ένα ακόμα άλμπουμ από την Wildcat αυτή την φορά το “After the Reign” και όπως και το “Medicine Man” έγινε δεκτό από τους φανατικούς οπαδούς της μπάντας ως επιστροφή στις ρίζες. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε και ένα μπεστ του συγκροτήματος με τον τίτλο “Rattlesnake Rock N’ Roll: The Best of Blackfoot” με την δισκογραφική εταιρεία Rhino Records που ενίσχυσε την θετική ανταπόκριση των οπαδών.
Το 1996 τους Blackfoot αποτελούσαν οι Medlocke, Stet Howland, John Housley (από τους Ragady Ann στην κιθάρα) και ο Bryce Barnes (από τους Edwin Dare) στο μπάσο. Την ίδια ακριβώς χρονιά, ο Medlocke βρίσκεται πάλι στις τάξεις των Lynyrd Skynyrd, αυτή την φορά όμως
ως κιθαρίστας. To 1998 κυκλοφορεί από την ΕΜΙ ένα ζωντανά ηχογραφημένο άλμπουμ του 1983 το “Live On The King Biscuit Flower Hour” θέλοντας να επωφεληθεί από την αύξηση της δημοτικότητας του συγκροτήματος.
Μια δεύτερη έκδοση του σχήματος λαμβάνει χώρα το 2004 με τη συμμετοχή των ιδρυτικών μελών Jakson Spires, Greg T. Walker και του Charlie Hargrett. Ο Medlocke εκείνη την περίοδο δεν ήταν διαθέσιμος μιάς και συμμετείχε στους Lynyrd Skynyrd, οπότε η θέση του καλύφθηκε από τον Bobby Barth. Ο Spires όμως είχε ακόμα να εκπληρώσει κάποιες υποχρεώσεις με τους Southern Rock Allstars. Ο καλός φίλος του Bobby Barth, ο Αυστριακός ντράμερ Christoph Ullmann προσφέρεται να τους βοηθήσει προσωρινά. Δυστυχώς για το συγκρότημα οι δυσκολίες δεν θα σταμάταγαν εδώ. Τον Μάρτιο του 2005 πεθαίνει ξαφνικά το ιδρυτικό τους μέλος ο Spires από ανεύρυσμα. Οι υπόλοιποι όμως αποφάσισαν να συνεχίσουν και σεβόμενοι την επιθυμία του Spires καλούν τον Christoph Ullmann να αναλάβει ως αντικαταστάτης την θέση του Spires.
Το 2006 όντας σε περιοδεία ο Bobby Barth βγαίνει εκτός μάχης και υποβάλλεται σε λεπτή εγχείριση λαιμού και ώμου μετα από τραυματισμό. Ο Jay Johnson των Southern Rock All Stars έρχεται να καλύψει το ξαφνικό κενό στην κιθάρα και στο τραγούδι. Ευτυχώς ο Bobby Barth αναρρώνει και επανέρχεται δριμύτερος στο τέλος του ιδίου έτους. Τον Νοέμβριο του 2006 ο Christoph Ullmann επιστρέφει στην Βιέννη και τον διαδέχεται ο Mark McConnell. Τον Απρίλιο του 2007 έτους ο Jay Johnson δέχεται τις ευχαριστίες των μελών και επιστρέφει στα δικά του. Την ίδια χρονιά το συγκρότημα περιοδεύει και αποτελείται εκείνη την περίοδο από τους μπασίστα Walker, τον κιθαρίστα Hargrett, τον Barth και τον ντράμερ Michael Sollars. Στο τέλος της χρονιάς κυκλοφορεί και ένα DVD, το οποίο τιτλοφορείται “Train, train”. Στην θέση του ντράμερ βρίσκουμε πλέον τον Scott Craig.
Την άνοιξη του 2010 ο Bobby Barth υποβάλλεται επειγόντως σε εγχείρηση στην πλάτη του. Ο πρώην κιθαρίστας των Lynyrd Skynyrd, Mike Estes καλείται να αναλάβει τα φωνητικά και την κιθάρα και ο Kurt Pietro βρίσκεται στην θέση του ντράμερ.
Ξέρατε πως…;
… ο Rickey Medlocke υπήρξε ντράμερ για σύντομο χρονικό διάστημα σε μια από τις πρώτες εκδοχές των Lynyrd Skynyrd το 1970;
…το συγκρότημα δήλωσε ότι ο τίτλος του άλπουμ “Siogo” σήμαινε στην ινδιάνικη γλώσσα “δεσμός” και “συντροφικότητα”;
…ο τίτλος “Siogo” ήταν στην πραγματικότητα καθαρή επινόηση του Road Crew της μπάντας και ακρωνύμιο της καθόλου ευγενικής έκφρασης “Suck It Or Get Out!”;
… ο Shorty Medlocke (1910–1982), παππούς του Rickey Medlocke, ήταν μουσικός και συνθέτης μπλούζ;
…τραγούδια των Blackfoot (“Train, train” / “Rattlesnake Rock ‘n’ Roller” / “Fox Chase” / “Railroad Man“) έγραψε ή συνυπόγραψε ο παππούς του Rickey Medlocke, Shorty Medlocke
…φημολογείται ότι ο Shorty Medlocke ήταν η έμπνευση για την φανταστικό χαρακτήρα του Curtis Loew στο τραγούδι των Lynyrd Skynyrd “The Ballad of Curtis Loew
…ο Rickey Medlocke τραγούδησε τα τραγούδια των Lynyrd Skynyrd “White Dove, Ain’t Too Proud to Pray”, “The Seasons” και “You Run Around”;
…ο μπασίστας Greg T. Walker γνώρισε τον – τότε ντράμερ – Rickey Medlocke όταν και οι δυο ήταν στους Lynyrd Skynyrd μεταξύ 1970 και 1971;
…ο Rickey Medlocke μυήθηκε στα μυστικά της κιθάρας από τον Charlie Hargrett
Ποιο άλμπουμ να ακούσω…;
- Marauder, 1981, Atco Records
Ποιο άλμπουμ να μην ακούσω…;
- Vertical Smiles, 1984, Wounded Bird Records
Ποιο τραγούδι να ακούσω…;
- “Good Morning” (3:36) (Medlocke/Spires), Marauder, 1981, Atco Records
- “Diary of a Workingman” (5:36) (Medlocke/Spires), Marauder, 1981, Atco Records
- “Rattlesnake Rock ‘N’ Roller” (4:01) (Medlocke/Medlocke/Spires), Marauder, 1981, Atco Records
- “Highway Song” (6:59) (Medlocke/Spires), Strikes, 1979, Atco Records
- “Train, Train” (2:56) (Shorty Medlocke) Strikes, 1979, Atco Records
Δισκογραφία:
- No Reservations (1975)
- Flying High (1976)
- Strikes (1979)
- Tomcattin (1980)
- Marauder (1981)
- Highway Song Live (1982)
- Siogo (1983)
- Vertical Smiles (1984)
- Rick Medlocke And Blackfoot (1987)
- Medicine Man (1990)
- After the Reign (1994)
- Live On The King Biscuit Flower Hour (1999)
Σταΰρος Καραΐσκος
1297