Αυτήν τη φορά το πήρα απόφαση από την πρώτη στιγμή που έπεσε στα χέρια μου το “Battering Ram”. Μια κι έξω. Τσιγάρο στο στόμα, αναπτήρας στο χέρι, δυο γουλιές κονιάκ στο γυαλί και set… GO! Δεν θα γραφτεί ούτε ένας μισοτελειωμένος πρόλογος, ημιτελής από την ανικανότητά των λέξεων πολλές φορές να δώσουν με σύμβολα μια πλήρη έννοια των αντικειμένων της αναφοράς.
Που στην περίπτωση αυτή αφορά τους Saxon, το θρυλικό κάργα 100% “προύφ” heavy metal συγκρότημα από το Barnsley (να χέσω τα σέντερ μπακ που έχετε παρεμπιπτόντως, καλά έλεγα εγώ να παίξω over την Coventry) του South Yorkshire και το 21ο album σε μια καριέρα που δεν είναι καθόλου δύσκολο να αποτιμηθεί, όντας μιας μπάντας – ακρογωνιαίου λίθου του πιο ακμαίου μουσικού οικοδομήματος που εμφανίστηκε ποτέ στον πλανήτη.
Δεν νομίζω να περίμενε κανείς κάτι άλλο από τους Saxon εκτός από πατροπαράδοτο βρετανικό heavy metal, σωστά; Πολύ σωστά και φυσικά ούτε οι ίδιοι οι Saxon είναι διατεθειμένοι να αλλάξουν το μέσο έκφρασης με το οποίο αποδίδουν τόσες δεκαετίες το καυτό υλικό τους. Θεωρώντας το προηγούμενο album τους “Sacrifice” ως μια από τις κορυφαίες τους δημιουργίες και χωρίς να έχω ωστόσο φόβους για το ποιοτικό επίπεδο της επερχόμενη δουλειάς τους (ξέρουμε δα πολύ καλά όλα αυτά τα χρόνια το καλλιτεχνικό απόβαρο αυτού του σχήματος), η “αγωνία” μου για το επόμενο βήμα της παρέας του αγέραστου Biff Byford εστιάστηκε στο κατά πόσο θα μπορούσε να κρατηθεί στα ίδια υψηλότατα επίπεδα με την προηγούμενη δουλειά τους.
Το “Battering Ram” συνεχίζει επάξια από εκεί που σταμάτησε το “Sacrifice”, με μια αισθητή ενίσχυση των παρεμφερών επιρροών τους, παλινδρομώντας ανάμεσα στο γιουρούσικο, άγαρμπο heavy metal των πρώιμων εποχών τους, με πολλές λοξές “ματιές” προς τους Diamond Head και το γενικότερο NWOBHM κίνημα (“Destroyer”) και στο δυναμικό πολυφωνικό heavy / power metal, που θα σου φέρει συνειρμικά την εικόνα των Accept στα speed σημεία του album (π.χ. στα “The Devil’s Footprint”, “Stand Your Ground” ), τους Judas Priest ή τους Motorhead (“Hard And Fast”, “Top Of The World”, “To The End”) ή ακόμη και τους Megadeth (άμεσες παραπομπές στα “Queen Of Hearts” και “Eye Of The Storm”), παράλληλα με την ολοκάθαρη Saxonίλα που αποπνέει το όλο άκουσμα – το “Three Sheets To The Wind (The Drinking Son)” είναι ίσως η επιτομή του Saxonικού heavy metal.
Ο ήχος είναι πολύ καλός, ο Biff ακούγεται δυναμικότατος, κραταιός και ακμαίος παρά τις δεκαετίες που έχει στην καμπούρα του και σίγουρα το λέει ακόμη η περδικούλα του. Όσο για τους αειθαλείς συνεργάτες του, θεωρώ ως highlight τη σπουδαία απόδοση των Paul Quinn και Doug Scarratt (κιθάρες αμφότεροι) με τεχνικά, βαριά riffs και τα συνήθη “ομιλούντα” solo τους πάνω σε μια ευρύτατη γκάμα ρυθμών από τους αγέραστους Nibbs Carter (μπάσο) και Nigel Glockler (drums), μια ομάδα που παρέχει τις στιβαρές πλάτες στον Biff να απλώσει τις ιστορίες του.
Τελικώς, ένας ακόμη πολύ καλός δίσκος. Προσωπικώς τον βρήκα σίγουρα υποδεέστερο του προηγούμενου αριστουργήματος τους, αλλά αυτό δεν λέει και πολλά από τη στιγμή που το υλικό του “Battering Ram” είναι εξίσου πρώτης ποιότητας. Καλοπαιγμένο, κεφάτο heavy metal, ιδανικό συνοδευτικό για όλες τις στιγμές και διαθέσεις. Και άπειρος σεβασμός και χαρά που κάποιες μεγάλες μπάντες του παρελθόντος συνεχίζουν να δρουν με ποιοτικότατα αποτελέσματα. /Heilz
686