Ξέρεις τι μου ζητάς; Όχι, αλήθεια τώρα κύριε Αρχισυντάκτα… ξέρεις τι μου ζητάς;
Καλά τα reviews, οκ, ακούμε φρέσκο υλικό, μια χαρά και οι συνεντεύξεις, γνωρίζουμε “από κοντά” τα παιδιά που βαράνε τα τέλια και τα τουμπερλέκια τους, έτσι κι αλλιώς εκεί διαθέτουμε το χρόνο μας, στο λειτούργημα, όλα καλά κι όλα ωραία… Αλλά το να μου ζητάς να γράψω ένα κείμενο για ένα album από αυτά τα παλιά, επί της ουσίας και όχι εν τύποις κοινωνικοψυχολογικούς, μουσικούς μου συνοδοιπόρους στην πορεία μου στο χρόνο, είναι σαν να μου λες να γίνω για μια φορά ακόμη ο Marty McFly, να αρπάξω την DeLorean και να κλείσω ραντεβού με τον χωροχρονικό εαυτό μου, 20 χρόνια πριν. Οκ, αρχηγός είσαι, μούσια έχεις, θα σου το κάνω το χατίρι…
Για τους Paradise Lost έχουν χυθεί τόνοι μελάνης, είτε έντυπης είτε ψηφιακής. Πράγμα απολύτως λογικό. Μιλάμε για μια από τις επιδραστικότερες metal μπάντες όλων των εποχών και σίγουρα και με ασφάλεια εκ των θεμελιωτών του σύγχρονου ήχου, φορείς της ηχητικής νέας τάξης πραγμάτων που τσάκισε την ανεμελιά των “νεανικών”, “μαμ, κακά και νάνι”, αμερικανοποιημένων hard rock ’80s.
Η πορεία τους είναι λίγο-πολύ γνωστή. Από τη demo era και την κυκλοφορία του debut τους μέσω της νεοσύστατης τότε Peaceville Records (μεγάλο κεφάλαιο κι αυτή στην ιστορία του ευρωπαϊκού metal) με το οποίο απέκτησε τον πρώτο αφοσιωμένο πυρήνα οπαδών της, η μαυροντυμένη πεντάδα από το Halifax της Αγγλίας είδε τη δημοτικότητα της να αυξάνει με εκθετικούς ρυθμούς, παράλληλα με τη διαρκώς εξελισσόμενη φύση της μουσικής της. Η βασική (και μια από τις σταθερότερες όλων των εποχών) σύνθεση των Nick Holmes (φωνητικά), Greg Mackintosh και Aaron Aedy (κιθάρες) και Steve Edmondson (μπάσο) με τους τρείς πρώτους δίσκους τους (“Lost Paradise”, “Gothic”, “Shades of God”) παρήγαγαν εξαιρετική, αργόσυρτη αλλά ογκώδης, βαριά και μελωδική σκοτεινή μουσική, η οποία στα χρόνια που ακολούθησαν τυποποιήθηκε κάτω από το γενικό όρο “doom / death metal”.
Οι πρώτες τάσεις διαφοροποίησης, με πρωταρχική αλλαγή στον ήχο των Paradise Lost υπό την εποπτεία πλέον του Simon Efemey (επιτηδευμένα προσανατολισμένος στο βρετανικό heavy metal μεν αλλά με άριστες τις δόσεις “βρωμιάς”, ενισχύοντας τον Sabbathικό τόνο στο όλο άκουσμα), με πολλά straight british goth στοιχεία να αναμιγνύονται με τις συγκρατημένα βαριές και οξείς κιθάρες και κάποιους πρωτόγνωρους για την εποχή electronica πειραματισμούς, εμφανίστηκαν στο “Icon” του 1994 και κυρίως στα δυο EPs που έβγαλαν την ίδια χρονιά, στα φοβερά “Seals The Sense” και “Gothic”, τα οποία παρουσίαζαν πολλές καινοτομίες σε σχέση με το καθιερωμένο ύφος τους και σίγουρα απετέλεσαν τον δηλωτικό προπομπό της ολοκληρωτικής στροφής που επιτελέστηκε στο album για το οποίο γίνεται η αναφορά αυτή. Στο ακρογωνιαίο “Draconian Times” που είδε το φως του ήλιου τον Ιούνιο του 1995. Ένα από τα πιο επαναστατικά album υπό το γενικό metal πρίσμα, επιδραστικότατο για το σύνολο του σκοτεινού / “extreme” / metal ήχου τα τελευταία είκοσι χρόνια και φυσικό δομικό υλικό ολόκληρου του gothic metal (είτε male είτε female) που απαντάται έως και σήμερα.
Με μοναδική αλλαγή στην αναλλοίωτη σύνθεσή τους τον προερχόμενο από τους σπουδαίους βρετανούς metallers Marshall Law drummer Lee Morris, οι Paradise Lost με το “Draconian Times” (και με μια Music For Nations από πίσω τους, εταιρεία – κολοσσό της μουσικής βιομηχανίας την εποχή εκείνη, να έχει ξοδέψει πολύ προωθητικό χρήμα) καθιερώθηκαν μια και καλή ως όνομα ακόμη και σε πολύ επιφανειακούς ακροατές του ιδιώματος και δεν κοίταξαν ποτέ πίσω πια στην καλλιτεχνική τους καριέρα.
Για τα τραγούδια που απαρτίζουν το album, τι να πρωτογράψω; Ποιές λέξεις να χρησιμοποιήσω για να ορίσω ένα album σαν το “Draconian Times”; Δύσκολα θα βρεις σημεία που να υστερούν έναντι κάποιων άλλων ποιοτικώς. Άκρως ενδιαφέρουσες συνθέσεις, διαπεραστικά ρεφρέν, “επιμελώς άτεχνα” solos και άκρατη έμπνευση.
Από το απόλυτο μελωδικό doom στο intro track “Enchantment”, στα εκπληκτικά “Hallowed Land”, ένα κομμάτι – ορισμός της clubάτης σαββατιάτικης μπιρότσαρκάς σου και “The Last Time” (χιλιοπαιγμένο και σ’ αυτό το σημείο να στείλω μερικά φάσκελα προς τη μεριά κάποιων κακομοίρηδων άμουσων “rock” “DJs” που για να πουλήσουν μια μπίρα παραπάνω εντάσσουν στην playlist τους ένα-δυο-τρία συγκεκριμένα τραγούδια μέσα από μια δισκογραφία 13 full LPs και 3 EPs, είστε άσχετοι και ασεβείς απέναντι στους ακροατές σας, θεωρώντας πως “μέχρι εκεί πάει το μυαλό τους” και υπαίτιοι της χαμηλής δημοτικότητας αυτής της μουσικής στις νέες γενιές), κι από εκεί στο κλασσικό doom των “Elusive Cure” και “Forever Failure” που γέννησαν ένα ολόκληρο νέο κύμα σχημάτων που τιτλοποιήθηκαν υπό τον όρο funeral doom (με όποιες απολήξεις γουστάρεις, death, post, black, ό,τι και να πεις, μέσα θα πέσεις…), στο σαρωτικό “Once Solemn” που τέμνει πολλές στιλιστικές οδούς, παρουσιάζοντας ένα φρέσκο, modern, καθαρό heavy metal παιγμένο με “punk”, street άποψη, στη μελοποιημένη ουσία του straight gothic metal του “Shadowkings” και στην αδαμάντινη υπόσταση του “Yearn For Change” (ύμνος, ύμνος, ύμνος. Τρείς φορές, για να γίνει κατανοητό) με το καταπληκτικό ρεφρέν και τον headbanging, ανθεμικό χαρακτήρα του, “σιγουράκι” για live εμφανίσεις με εγγυημένα αποτελέσματα.
Φοβερές στιγμές επίσης αποτελούν η βαριά, απολαυστική επιστροφή στα χωράφια του “Shades of God” με το φερώνυμο τραγούδι (το γιατί το ομότιτλο του τρίτου album βρίσκεται στο πέμπτο και όχι στο ίδιο, χρήζει μιας ψυχολογικής ανάλυσης, έτσι δεν είναι;), το φοβερό “Hands Of Reason”, ένα στακάτο αργό μελωδικό έπος με τον Holmes να δίνει ρέστα, αποδίδοντας τους καταπληκτικούς εσωστρεφείς στίχους του, το ψυχικό στίγμα του “I See Your Face” (ο ορισμός της αφιέρωσης του καθένα μας προς τον “καταστροφέα” της ζωής του) και το “Jaded”, το αδυσώπητο αυτό μοιρολόι που κλείνει με τον πιο εμφατικό τρόπο αυτό το ολοκληρωμένο έργο τέχνης, όλα φτιαγμένα από στόφα “πρωταθλητή”, με τα απλά αλλά ουσιαστικότατα, αφλύαρα riffs των Mackintosh και Aedy να δημιουργούν αυτόνομες σχολές από χιλιάδες νεαρούς metallers που αποφάσισαν να πιάσουν μια κιθάρα, εξωθούμενοι από τη μουσική των Paradise Lost και να ακολουθήσουν το μονοπάτι τους.
Το “Draconian Times” ήταν και θα είναι ένα κλασσικό αριστούργημα. Σχηματοποίησε πολλά από τα πραγματικά συναισθήματα του σύγχρονου μέσου ανθρώπου μέσα σε νότες και το επίπεδό του είναι τόσο υψηλό που ακόμη και η ίδια η διαχρονικότητά του παραμένει “φρέσκια”, πλήρως συμβατή με το γενικό κοινωνικό γίγνεσθαι, 20 χρόνια μετά τη σύλληψη και δημιουργία του. Για τους νέους ακροατές, ίσως η καλύτερη εισαγωγή στον κόσμο των Lost. Δίσκος – ορόσημο.
857