Ήταν 1998, μόλις που είχα αποφοιτήσει από Λύκειο και όπως και εγώ έτσι και το black metal, εξελισσόταν μουσικά.
Ο μεγάλος μου αδερφός, στον οποίο οφείλω, ως επί το πλείστον τη μουσική μου “παιδεία” είχε ψωνίσει το mCD των Dödheimsgård (To βασίλειο των νεκρών), “Satanic Art” και εγώ, αφού είχα προσκυνήσει τη μουσική παράνοια των Νορβηγών, προσκάλεσα ένα φίλο (πλέον βασικό στέλεχος κάποιου σχήματος που δε θα αποκαλύψω) για να το ακούσει. Με το ξεκίνημα στο πιάνο, πάγωσε αλλά στη συνέχεια, έβγαλε μια αυθόρμητη κραυγή, που ήταν κάτι μεταξύ έκπληξης και ευτυχίας! Αυτό ακριβώς, θα μπορούσε να είναι η κριτική του “Satanic Art” και του μεγαλείου, ενος δημιουργήματος που εδραιώνει την μπάντα παρόλη τη μικρή του διάρκεια.
Οι Dödheimsgård (το ö στα νορβηγικά βέβαια, αντί για διαλυτικά, έχει μια διαγώνια γραμμή στο ο) όμως, είχαν ξεκινήσει το ταξίδι τους στη μουσική τρία χρόνια πριν όταν και κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο τους “Kronet til Konge” (“Έτοιμος να χριστεί βασιλιάς” σε ελέυθερη μετάφραση) που κυκλοφόρησε μέσω της Malicious Records. Στα φωνητικά και την κιθάρα, ο Aldrahn, στα τύμπανα ο Vicotnik και στα μπάσο/πλήκτρα, o Fenriz (γνωστός ήδη από τους γίγαντες Dark Throne). Οι στίχοι ήταν εξ ολοκλήρου στα νορβηγικά, σε αντίθεση με το διάδοχο του “Monumental Possession”, όπου τα αγγλικά έγιναν η βασική γλώσσα.
Και πάλι μέσω της Malicious, οι DHG κυκλοφορούν το δεύτερο τους album, “’Monumental Possession” (1996) και η τιμή τους στο black metal χρηματιστήριο ανεβαίνει, ενώ είναι το τελευταίο τους αμιγώς black δημιούργημα. Τη θέση του Fenriz στο μπάσο παίρνει ο Jonas Alver, μια δεύτερη κιθάρα στα χέρια του Apollyon (Aura Noir), ενώ ο Vicotnik παίρνει και χρόνο στα φωνητικά. H παραγωγή σταματάει να είναι του υπογείου και βγαίνει λίγο πιο μπροστά στα πρότυπα της τότε αγοράς.
Το τι θα γινόταν όμως από το 1998 και μετά λίγοι το περίμεναν. Ο Vicotnik (τότε μάθαμε και το αληθινό του όνομα Yusaf Parvez) αλλάζει θέση με τον Apollyon και αναλαμβάνει τις κιθάρα, δίπλα στον Aldrahn και τις βοήθειες του Thomas Rune Andersen Orre. Στο μπάσο είναι ο Cerberus και τα πλήκτρα, βασικό πλέον όργανο στη μουσική τους, ο Svein Egil Hatlevik (Fleurety). Υπό την αιγίδα της Moonfog Productions, αυτή τη φορά, οι DHG βάζουν industrial στοιχεία στη μουσική τους και φαίνεται να αλλάζουν και αυτοί ρότα, όπως πολλοί πρώην black metal Νορβηγοί συνάδελφοι τους (βλ. Ulver, Arcturus, Kovenant). H παρανοϊκή μουσική ευφυΐα του Parvez κάνει για πρώτη φορά την εμφάνιση της, αφού όλη η μουσική του “Satanic Art” είναι γραμμένη από τον ίδιο.
Έχοντας αλματώδη πρόοδο και ανταπόκριση με το mCD, τον επόμενο ημερολογιακό χρόνο οι Νορβηγοι κυκλοφορούν ακόμη ένα αριστούργημα, με τίτλο “666 International” (1999). To μπάσο ξαναπαίρνει ο Apollyon, στα τύμπανα κάθεται ο Carl-Michael Eide (Aura Noir) και για δεύτερη φορά στην παραγωγή ο Björn Boge. Μουσικά είναι η φυσική συνέχεια του σχήματος, το οποίο φαίνεται να μπαίνει βαθύτερα στην avant-garde αισθητική και να κερδίζει άλλου είδους οπαδούς στην πορεία.
8 χρόνια σιωπής ακολούθησαν, όταν οι Dodheimsgard επέστρεψαν δισκογραφικά, με το όνομα τους συντετμημένο σε DHG. O τίτλος του comeback album ήταν “Supervillain Outcast” και είναι το πρώτο χωρίς τον Aldrahn στα φωνητικά. Αυτά αναλαμβάνει ο Khvost (Hexvessel, Grave Pleasures), τη δεύτερη κιθάρα ο Tom Kvålsvoll, το μπάσο ο Christian Eidskrem και τον προγραμματισμό, οι Bliss και Mort, ενώ στα τύμπανα παραμένει ο Carl-Michael Eide. Τρίτο album μέσω της Moonfog Productions, όμως αυτή τη φορά την παραγωγή θα αναλάβει η ψυχή της μπάντας, Vicotnik. Οι κριτικές κυρίως υπέρ του δέοντος, θετικές, κι όμως ένα μεγάλο κενό θα ακολουθήσει για την μπάντα.
Ο Czral (Carl-Michael Eide) λίγο μετά τις ηχογραφήσεις του album το 2005, έπεσε από ένα τετραόροφο κτίσμα και έμεινε στο νοσοκομείο για μήνες, χάνοντας την αίσθηση στα κάτω άκρα του, αλλά συνεχίζει ως και σήμερα να τραγουδάει και να παίζει έγχορδα.
Και ήρθε το 2015. Το “Α Umbra Omega” κυκλοφορεί τη μέρα των γενεθλίων μου, 16 Μαρτίου και έχει ήδη μια θέση ανάμεσα στα 20 καλύτερα albums της χρονιάς. Κλειστοφοβικό, avant garde, με τον Yusaf Parvez να παίζει όλα τα όργανα και τραγουδάει στα περισσότερα κομμάτια, εκτός των τυμπάνων, στα οποία κάθεται ο John Vooren. Σε δύο κομμάτια, επιστρέφει στα μικροφωνικά χρέη ο Aldrahn και η Peaceville Records είναι εκείνη που αναλαμβάνει το να το φέρει κοντά στο κοινό.
Και επιτέλους, οι DHG και ο τρελλιάρης εμπνευστής τους, Vicotnik θα είναι κοντά μας στις 13 Νοεμβρίου, ημέρα Παρασκευή στο Fuzz Club της Αθήνας (Δελτίο Τύπου) και στις 14 Νοεμβρίου, ημέρα Σάββατο στο Eightball Club της Θεσσαλονίκης.
899