Το πρόβλημα με κάθε νέα κυκλοφορία των Iron Maiden είναι πως η όποια αντικειμενικότητα πάει περίπατο και το στυγνό οπαδιλίκι καταλαμβάνει την ακοή.
Ο μέσος μεταλλάς αδυνατεί να βρει αρνητικά, φτάνοντας στο σημείο μέτρια album να βαφτίζονται ως “δισκάρες”, ελέω ονόματος και μόνο. Ποτέ δε θα ξεχάσω τα εννιάρια που είχε λάβει το “Virtual XI” από τα περιοδικά της εποχής, ούτε φυσικά την αδυναμία του να γραφτεί μια σωστή κριτική για το “The Final Frontier”, η οποία να προσπερνά το λογότυπο του εξωφύλλου και να αναφέρεται στα αρνητικά του δίσκου.
Απόψεις για τις κυκλοφορίες μετά το reunion έχουν γραφτεί πολλές, με αυτήν που θέλει το “Brave New World” ως τη δυνατότερη στιγμή, να επικρατεί. Προσωπικά το “Dance of the Dead” το απήλαυσα περισσότερο, ενώ το “A Matter of Life and Death” αποδείχτηκε μεγάλο grower, αλλά όλα είναι θέμα γούστου από ένα σημείο και μετά.
Για το “The Book of Souls” έχουν ήδη γραφτεί πάμπολλες κριτικές κι αναλύσεις, με κοινό γνώμονα τη βιασύνη που επικράτησε με το που διέρρευσε. Τουτέστιν, άνθρωποι σχημάτισαν δήθεν ολοκληρωμένη άποψη ενός διπλού δίσκου Iron Maiden μέσα σε μια μέρα, κάτι που επιβεβαιώνει τον άκρατο ενθουσιασμό που ανέφερα παραπάνω.
Με ψυχραιμία λοιπόν και σύνεση, έβαλα το album να παίξει αρκετές φορές και προτίμησα να το αφομοιώσω προτού καταλήξω σε βεβιασμένα και ενθουσιώδη συμπεράσματα.
Το single “Speed of Light” είναι όντως η χειρότερη στιγμή του δίσκου, ενώ σε γενικές γραμμές συναντώνται μεγάλα σε διάρκεια κομμάτια, επικού χαρακτήρα (είτα άμεσα, είτε έμμεσα), τα οποία επιδέχονται αρκετών ακροάσεων προκειμένου να “μπεις” στο νόημα.
Ανάλυση σε κάθε τραγούδι φαντάζει περιττή με τόσες εκθέσεις και απόψεις που έχουν ήδη κατατεθεί επίσημα κι ανεπίσημα μέσω των social media. Το mid tempo στοιχείο κυριαρχεί, με πάμπολλες μελωδίες να γεμίζουν την κάθε σύνθεση, αλλά με μια ανεξήγητη φλυαρία κατά καιρούς.
Επίσης, ο Dickinson ακούγεται σε πολλά σημεία κουρασμένος, με την παραγωγή να μην τον βοηθάει ιδιαίτερα, αν κι όταν μιλάμε για τέτοιους καλλιτέχνες όλα είναι σχετικά. Ίσως προσπάθησε περισσότερο από τις δυνατότητές του πλέον.
Ο, ας πούμε, ρεαλιστικός ήχος που υπήρχε και στο “The Final Frontier” συναντάται κι εδώ, αλλά, κακά τα ψέματα, στους Maiden ταιριάζει γάντι ο καθαρός και ο καλογυαλισμένος.
Όλα τα παραπάνω εμποδίζουν την εκφορά άμεσης και ασφαλούς άποψης για το “The Book of Souls” κι εκεί ακριβώς ίσως βρίσκεται το ατού της εν λόγω κυκλοφορίας. Μέσω των, ας πούμε, αδυναμιών του δίσκου, η Σιδηρά Παρθένος παρουσιάζει τη θνητή πλευρά της και αποφεύγει τη δημιουργία ενός ανούσιου παρελθοντολάγνου αναμασήματος. Τα μέλη έχουν μεγαλώσει και προφανέστατα έχουν ζήσει όση δόξα τους αναλογούσε (συν κάτι παραπάνω), οπότε εύλογα επιλέγουν να ξαποστάσουν και να εναποθέσουν ένα μουσικό έργο το οποίο να μην είναι στιλιζαρισμένο και επιτηδευμένα “γαμάτο”, αλλά μια κατάθεση της εμπειρίας τους σε ένα χώρο που σε μεγάλο βαθμό διαμόρφωσαν και οι ίδιοι.
Τουτέστιν, όποιος περιμένει πρωτοτυπίες και λοιπά τερτίπια, προφανώς δεν έχει ιδέα για τη μουσική πορεία του group.
Διαφωνώ με τη θεοποίηση του album, όπως και με την άποψη πως οι Maiden δεν έχουν να πουν κάτι πλέον. Δε γίνεται εν έτη 2015 να περιμένουμε γκάζια, ούτε την ίδια προσέγγιση σε ό,τι αφορά τον τρόπο σύνθεσης. Κοινός παρανομαστής της μπάντας, εδώ και καιρό ούτως ή άλλως, είναι η ηχητική πλεύση που ξεκίνησε από το “No Prayer For the Dying” και μετά, με την τρόπον τινά σκοτεινή ατμόσφαιρα να αγκαλιάζει τις πιο μεγάλες σε διάρκεια συνθέσεις.
Κάπου εδώ να πω πως θεωρώ άδικα τα πυρά που δέχτηκε το εξώφυλλο, μιας και η less is more αισθητική του ξεπερνάει κατά πολύ τα artwork των τελευταίων χρόνων.
Κι όποιος έχει ασχοληθεί σοβαρά με Iron Maiden, γνωρίζει καλά πως η όποια σημαντικότητα της κάθε κυκλοφορίας τους φαίνεται με το πέρας του χρόνου. Πάντα στην αρχή υπάρχει ενθουσιασμός, στην πορεία αυτό καταλαγιάζει και τελικά ο χρόνος αποδεικνύει το αν όλες αυτές οι κριτικές και οι παρουσιάσεις έχουν νόημα.
Για να λέμε όμως τα πράγματα όπως πρέπει, κάποια κομμάτια έχουν όντως μεγαλύτερη διάρκεια από ότι χρειαζόταν, ενώ 1-2 θα μπορούσαν να λείπουν, κάτι που σημαίνει πως με το κατάλληλο χειρουργείο το “The Book of Souls” θα μπορούσε να χωρέσει σε ένα cd και να αποτελέσει μια αριστουργηματική κυκλοφορία. Από εκεί και πέρα, όταν έχεις να κάνεις με συνθέσεις που σφύζουν από εμπειρία, καταπίνεις τις όποιες υπερβολές και χαίρεσαι που υπάρχουν ακόμη μεγάλα σχήματα.
706