Το Δεκέμβρη του 1988 στο Μπάφαλο της Νέας Υόρκης μια παρέα πέντε νεαρών (Jack Owen, Chris Barnes, Bob Rusay, Paul Mazurkiewicz και Alex Webster), με προϋπηρεσία στην ακραία μουσική μέσα από ντόπιες μπάντες, σχημάτισαν ένα group με σκοπό την ακόμα πιο γρήγορη και ακόμα πιο επιθετική μουσική, το όνομα της οποίας ήρθε μετά από μια πρόταση του Webster και αντικατόπτριζε πλήρως τον ήχο που ήθελε να ακολουθήσει το σχήμα.
Και κάπως έτσι γεννήθηκαν οι Cannibal Corpse.
Η πρώτη live εμφάνιση της μπάντας ήρθε τον Μάρτιο του ’89 στο Buffalo’s River Rock Cafe λίγο μετά την ηχογράφηση της ομότιτλης πρώτης demo κασέτας τους.
Το πρώτο μεγάλο βήμα δεν άργησε καθόλου να έρθει, καθώς ένα χρόνο μετά από το πρώτο τους live οι Cannibal Corpse θα υπογράψουν στην δισκογραφική Metal Blade Records η οποία άκουσε το demo τους το οποίο είχε στείλει ο διευθυντής ενός δισκάδικου στο οποίο εργαζόταν ο Barnes.
Φυσικό επακόλουθο αυτής της εξέλιξης ήταν το ντεμπούτο full – length της μπάντας “Eaten Back to Life” το οποίο ήρθε στις 17 Αυγούστου του 1990. Η κυκλοφορία του δίσκου απαγορεύθηκε στην Γερμανία αλλά και σε άλλες χώρες λόγο του βίαιου εξωφύλλου του καθώς και των στίχων του όλα επηρεασμένα από μυθιστορήματα τρόμου και ταινίες τρόμου. Ένας πολύ καλός δίσκος με αρκετά thrash στοιχεία αφιερωμένος στον Alferd Packer τον πρώτο Αμερικάνο κανίβαλο.
Ένα χρόνο αργότερα θα έρθει η δεύτερη κυκλοφορία της μπάντας “Butchered at Birth” η οποία θα απαγορευθεί και αυτή στη Γερμανία ενώ στον Καναδά ο δίσκος δεν θα μπορέσει να πουληθεί σε άτομα κάτω των 18. Ένα άλμπουμ ορόσημο του death metal ήχου των Cannibal Corpse με τα growls του Barnes να γίνονται ακόμα πιο βαθειά, η μουσική ακόμα πιο δυνατή και οι στίχοι να ανήκουν ολοκληρωτικά στον Barnes.
Στις 22 Σεπτεμβρίου του 1992 έρχεται ο δίσκος ο οποίος θα αναδείξει την μπάντα ως μια από τις πιο ακραίες death metal μπάντες της εποχής και θα τους καταξιώσει στην κορυφή των προτιμήσεων των οπαδών του ήχου. Ο λόγος φυσικά για το εξαιρετικό “Tomb of the Mutilated”, το οποίο φυσικά δεν απέφυγε την απαγόρευση και το οποίο μαζί με το “Butchered at Birth” είχαν μεγάλη απήχηση στον κόσμο καθώς μέχρι το 2003 είχαν πουλήσει πάνω από ένα εκατομμύριο αντίτυπα παγκοσμίως και περίπου μισό εκατομμύριο στην Αμερική με τη μπάντα να γίνεται το death συγκρότημα με τις περισσότερες πωλήσεις στη χώρα του.
Ένα άλμπουμ μνημείο του ακραίου ήχου μέχρι και σήμερα, με άψογη παραγωγή για ακόμη μια φορά από τον Scott Burns, καταπληκτικές συνθέσεις με τον Webster να οργιάζει πάνω στο μπάσο ενώ αποτελεί τελευταία κυκλοφορία του ιδρυτικού μέλους και κιθαρίστα της μπάντας Bob Rusay. Tόσο από τον συγκεκριμένο δίσκο όσο και από τους δύο προηγούμενους, δεν επιτρεπόταν στην μπάντα να παίξει κανένα κομμάτι στην περιοδεία τους στη Γερμανία κάτι το οποίο ίσχυε μέχρι τον Ιούνιο του 2006.
Τη θέση του Rusay στη κιθάρα διαδέχεται ο κιθαρίστας των Malevolent Creation, Rob Barrett και τον Απρίλιο του 1994 το τέταρτο full – length του σχήματος παίρνει σάρκα και οστά. Το “The Bleeding” αποτελεί τον πιο πετυχημένο δίσκο της μπάντας ενώ κατέχει την πέμπτη σε πωλήσεις θέση στους death metal δίσκους στην Αμερική. Γεγονός το οποίο οφείλεται κατά κύριο λόγο στην αλλαγή της μπάντας τόσο μουσικά όσο και στο εξώφυλλο σε κάτι πιο… προσιτό.
Με τον Barnes να θέλει μια πιο groovy αισθητική, ο δίσκος κατεβάζει τις ταχύτητες των προκατόχων του, δίνει μεγαλύτερη έμφαση στο groove στοιχείο (πάνω στο οποίο θεμελιώθηκε η μουσική της επόμενης μπάντας του Barnes, Six Feet Under), τα φωνητικά δεν είναι το ίδιο απάνθρωπα όπως στις προηγούμενες κυκλοφορίες, οι κιθάρες ακούγονται ακόμα πιο τεχνικές ενώ μεγαλύτερη έμφαση δίνεται και στο μπάσο. Ένας πιο άμεσος δίσκος από του Cannibal Corpse που απευθύνεται σε ακόμα πιο ευρύ κοινό που όμως αποτελεί φυσικά μια ακόμα πάρα πολύ καλή κυκλοφορία.
Το 1995 με τον διάδοχο του “The Bleeding” να βρίσκεται προ των πυλών, ο Chris Barnes φεύγει από την μπάντα (λόγο των φτωχών φωνητικών του αποδόσεων και της συμπεριφοράς του) αναλαμβάνοντας ολοκληρωτικά το τιμόνι στην project μπάντα που είχε, τους Six Feet Under, και τη θέση του παίρνει ο frontman των Monstrosity, George “Corpsegrinder” Fisher ο οποίος επανηχογραφεί τα φωνητικά του δίσκου και ο πέμπτος δίσκος της μπάντας με τίτλο “Vile” είναι πλέον γεγονός.
Το δίσκο κοσμεί το καινούριο logo της μπάντας καθώς το προηγούμενο άνηκε και ήταν σχεδιασμένο από τον Barnes. Tα φωνητικά του Fisher δίνουν καινούριο δυναμισμό και χαρακτήρα τόσο στα κομμάτια του δίσκου όσο και στο σχήμα συνολικά. Η συνθέσεις γίνονται λίγο πιο περίπλοκες και η μπάντα φαίνεται πιο “ώριμη” με το άλμπουμ να γίνεται περισσότερο αποδεκτό στους πιο ανοιχτόμυαλους κύκλους των οπαδών των Αμερικάνων deathsters ενώ αποτελεί το τέλος εποχής για τον παραγωγό τους Scott Burns.
Aκόμα μια αλλαγή στη σύνθεση του σχήματος έρχεται το 1997 όταν ο Barrett απόχωρει για να επιστρέψει στις προηγούμενες μπάντες του, Malevolent Creation και Solstice. Tην θέση του παίρνει ο Pat O’Brien και το “Gallery of Suicide” κυκλοφορεί τέλη Απριλίου του 1998 και έρχεται να ξανακερδίσει όσους μπορεί να μη χώνεψαν ακόμα το Vile” με την παραγωγή πλέον να επιμελείται ο Jim Morris. Mια τυπική Cannibal Corpse δισκάρα.
Ένα χρόνο μετά έρχεται το έβδομο χτύπημα των Αμερικάνων κανίβαλων με τίτλο “Bloodthirst”. Λίγο κατώτερο από τον προκάτοχο του, αλλά το ίδιο ακραίο με παραγωγό αυτή τη φορά τον Colin Richardson.
Η νέα χιλιετία μπαίνει ιδανικά για τους Αμερικάνους και ονειρεμένα για τους οπαδούς της μπάντας, ειδικά όσους δεν είχαν μέχρι τότε την ευκαιρία να τους απολαύσουν σε ζωντανή εμφάνιση. Το 2000 η μπάντα κυκλοφορεί το πρώτο της live άλμπουμ και DVD με τίτλο “Live Cannibalism”. Mια άψογη εμφάνιση της μπάντας και η συγκλονιστική αποτύπωση του τι εστί Cannibal Corpse ζωντανά. Και χωρίς αμφιβολία ένα από τα καλύτερα live άλμπουμ στο χώρο του ακραίου ήχου.
Το 2002 φέρνει μαζί του το “Gore Obsessed” με την μπάντα να δείχνει μια αβεβαίοτητα στο θέμα της παραγωγής καθώς έρχεται ακόμα μια αντικατάσταση σε αυτό το πόστο με τον ρόλο πλέον να αναλαμβάνει η ίδια η μπάντα μαζί με τον Neil Kernon.
Δύο χρόνια μετά κυκλοφορεί το “The Wretched Spawn” ένας δίσκος αρκετά καλύτερος από τον προηγούμενο με ένα από τα πιο ακραία εξώφυλλα του Vincent Locke και το τελευταίο τόσο βάναυσο εξώφυλλο της μπάντας (τουλάχιστον μέχρι το “Torture” του 2012). Ο Jack Owen, ακόμα ένα ιδρυτικό μέλος και κιθαρίστας, αποχωρεί για να επικεντρωθεί στην δεύτερη μπάντα του, Adrift, και το 2005 θα γίνει μέλος των έτερων deathάδων Deicide. Ο Jeremy Turner από τους Origin θα πάρει την θέση του για την περιοδεία του δίσκου.
Το 2005 ο Rob Barrett επιστρέφει στην μπάντα, μια επιστροφή που συνοδεύεται από τον δέκατο δίσκο των Cannibal τον Μάρτιο του 2006, το εξαιρετικό “Kill”. O κιθαρίστας των Hate Eternal, Erik Rutan, αναλαμβάνει την παραγωγή και μια βδομάδα μετά την κυκλοφορία του, το “Kill” γίνεται ο δεύτερος δίσκος της μπάντας που εμφανίζεται στο Billboard 200 chart της Αμερικής στην θέση 170. Kαι όλα αυτά με ένα από τα απλούστερα εξώφυλλα στη δισκογραφία του συγκροτήματος μόνο με το logo τους και τον τίτλο του δίσκου) το οποίο χρησιμοποιήθηκε σύμφωνα με τον Alex Webster προκειμένου ο κόσμος να εστιάσει στην μουσική τους και όχι σε ακόμα ένα βίαιο εξώφυλλο. Κάτι το οποίο πέτυχε καθώς όση ακρότητα λείπει από το εξώφυλλο άλλη τόση βρίσκεται μέσα στη μουσική του καταπληκτικού “Kill”.
Δύο χρόνια αργότερα οι Cannibal Corpse κυκλοφορούν ένα εφτάωρο (!!!) DVD με τίτλο “Centuries of Torment: The First 20 Years” με ολόκληρη την ιστορία της μπάντας και μπόλικο bonus υλικό. Ένα must have οπτικοακουστικό διαμάντι για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι.
3 Φεβρουαρίου του 2009 και το “Evisceration Plague” κυκλοφορεί επίσημα με πολύ θετική αποδοχή από τον κόσμο και τον Τύπο. Η δουλειά του Rutan φαίνεται πως ενέπνευσε σε μεγάλο βαθμό την μπάντα. Ένας δίσκος στον οποίο πιθανότατα να ακούμε τον καλύτερο ήχο στις κιθάρες που έβγαλε ποτέ το σχήμα, ενώ ανταποκρίθηκε (όχι στα ίδια επίπεδα αλλά εξίσου καλά) στον υψηλό πήχη που έθεσε ο προκάτοχος του “Kill”. Θέση 66 στα Aμερικάνικα chart Billboard 200, με το άλμπουμ να πουλάει 9.600 κόπιες την πρώτη βδομάδα κυκλοφορίας του. Μετά από δύο χρόνια ακόμα ένα live DVD θα κυκλοφορήσει με τίτλο “Global Evisceration”.
2012 και δωδέκατος δίσκος για τους Cannibal Corpse με τίτλο “Torture”. Και μετά από οχτώ χρόνια εντόσθια, διαμελισμοί και αίμα επιστρέφουν να στολίσουν τον δίσκο. Ένα δυναμικό, σκοτεινό και άκρως επιθετικό αριστούργημα ήρθε για θυμίσει ποιός είναι το αφεντικό δια χειρός Erik Rutan. Θέση 38 στο Billboard 200 και ίδια επιτυχία πωλήσεων με το “Evisceration Plague” από την πρώτη βδομάδα κυκλοφορίας του. Από τις καλύτερες στιγμές τους χωρίς αμφιβολία.
Και φτάνουμε λοιπόν στο 2014 όπου τον Σεπτέμβρη κυκλοφορεί ο δέκατος τρίτος δίσκος του συγκροτήματος, το πολύ καλό και ιδιαίτερο “A Skeletal Domain”. Kαι λέω ιδιαίτερο καθώς το άλμπουμ βρίσκει την μπάντα σε ακόμα πιο σκοτεινή διάθεση, οι ταχύτητες πέφτουν (όχι ολοκληρωτικά φυσικά) και σε γενικές γραμμές διχάζει. Με παραγωγό πλέον τον Mark Lewis έφτασε την θέση 32 στο Billboard 200 και χάραξε ένα πλατύ χαμόγελο στην πλειοψηφεία των οπαδών της μπάντας. Σίγουρα δεν αποτελεί την κορυφή της δισκογραφικής τους καριέρας αλλά είναι αναμφίβολα άλμπουμ σταθμός για την μελλοντική τους πορεία. Τα προβλήματα δεν έλειψαν βέβαια, με έξι από τις οχτώ συναυλίες που θα έδιναν στη Ρωσία να αναβάλλονται λόγο διαμαρτυριών από τους ντόπιους ορθόδοξους ακτιβιστές ενώ οι άλλες δύο συναυλίες διακόπηκαν από τις αρχές οι οποίες απειλούσαν την μπάντα με κράτηση σε περίπτωση που έπαιζαν live.
Στα πλαίσια λοιπόν της περιοδείας του “A Skeletal Domain” οι Αμερικάνοι death metal θρύλοι θα επισκεφθούν την χώρα μας για δύο εμφανίσεις, την Κυριακή 26 Ιουλίου στο Principal Club στη Θεσσαλονίκη και την Δευτέρα 27 Ιουλίου στο Fuzz Club στην Αθήνα. Δύο εμφανίσεις ατόφιου death metal από τους πιονέρους του είδους με κομμάτια βγαλμένα από μια δισκογραφία με 13 μοναδικά διαμάντια έτοιμα να μας ισοπεδώσουν και τα δύο βράδια. Γιατί η εγγύηση και η ποιότητα εκφράζονται με δύο λέξεις. CANNIBAL CORPSE.
833