Άλλο ένα μικρό διαμαντάκι που δρα εδώ και χρόνια στο underground prog metal, είναι και οι Ιρλανδοί Shardbone, μια τετραμελής instrumental μπάντα η οποία με το πρώτο EP της “Aeonian Sequence” το 2011, έστρεψε τα αυτιά των υποψιασμένων φίλων του είδους, μιας και αυτό το ομογενοποιημένο κράμα progressive rock / metal μουσικής με πολλά jazz ή ακόμη και post rock στοιχεία, ακουγόταν εξαιρετικά ενδιαφέρον και αποδείχτηκε άξιο κάθε προσοχής.
Δουλεύοντας όλο αυτό τον καιρό πάνω σε νέο υλικό, οι Ιρλανδοί επανέρχονται με το debut full length τους, το “Living Bridges”, ένα θαυμάσιο δείγμα προοδευτικής μουσικής.
Αυτό που με εξέπληξε είναι η φύση των επιρροών τους. Είναι δεδομένοι οι Theateriσμοί (κυρίως της περιόδου του Octavarium, επί παραδείγματι το ομώνυμο “Living Bridges” και το “Looking Down at the Sky From Above” κινούνται προς αυτήν την κατεύθυνση) , αλλά υπάρχουν πολλές λοξές ματιές προς την εικαστική άποψη των Between The Buried And Me (ίσως να οφείλεται και το γεγονός ότι παραγωγός του album είναι ο Jamie King, ο οποίος έχει δουλέψει σε όλα τα album των τελευταίων και έχει κάνει φοβερή δουλειά στη μίξη και το mastering του “Living Bridges”, που ακούγεται στο σύνολό του πλουσιότατο ηχητικά) και των Sieges Even και μια αναπάντεχη συγγένεια με τους λατρεμένους μου Ansur (“Not That Axis”, “Room Within a Room”), κυρίως στον τρόπο που συμπλέκονται τα τεχνικά ρυθμικά μέρη με την ’70s μελοποίηση από τις κιθάρες των Eoin και Ciaran Culhane (κιθάρες αμφότεροι, τώρα αδέρφια είναι, ξαδέρφια είναι, θα σε γελάσω), οι οποίοι είναι εξαιρετικοί, με τεχνικότατες βαριές riffοσειρές και εκτυφλωτικά solo, που μου έφεραν πολλές φορές στο μυαλό τον David Gilmour των Pink Floyd (“Moving Magnetic North” και ”Mind the Gap”, εξαιρετικά δοκίμια instrumental chill out τέχνης).
Η μουσική των Shardbone είναι μελωδική αλλά αρκούντως heavy για να τη χαρακτηρίσεις prog metal. Στριφνά riffs, Sieges Evenικές απόπειρες (“Qualia”), πάρα πολύ τεχνικής φύσεως εξ αιτίας της φοβερής απόδοσης του Ben Wanders (drums) ο οποίος κυριολεκτικά δίνει μαθήματα δομημένου drumming και του Cormac O’Farrell (μπάσο) που ακολουθεί με πυκνές μπασογραμμές. Γενικά, τα μέλη της μπάντας αποδίδουν εξωφρενικά θέματα με άνεση, κάνοντας εμφανείς τις βιρτουόζικες εκτελεστικές αρετές τους και η μέση επτάλεπτη διάρκεια των τραγουδιών δίνει τον απαιτούμενο χώρο για να ξεδιπλωθούν οι ευφάνταστες ιδέες των δημιουργών.
Το ολοκληρωμένο έργο που παρουσίασαν οι Shardbone αξίζει κάθε επιδοκιμασίας και προτείνεται ανεπιφύλακτα σε όσους αρέσκονται σε παράτολμα μουσικά εγχειρήματα. Αποκλισαρισμένο, εμπνευσμένο, άριστα εκτελεσμένο, εγκεφαλικά εποικοδομητικότατο. Τι άλλο να αναζητήσει ένας ανήσυχος νους;
546