Ιστορικά, η θύελλα προοδευτισμού που σάρωσε όλη την U.S. metal επικράτεια κάπου στα late 80’s – early 90’s, ήταν από τα πιο έντονα καλλιτεχνικά φαινόμενα που εμφανίστηκαν εικαστικώς από τότε που ο Tony Iommi έπαιξε το πρώτο heavy ακόρντο του.
Η μανία του thrash εξακολουθούσε να καίει στη μητρόπολη αυτού του ρεύματος. Παράλληλα, τα σημάδια τεχνικής ενδυνάμωσης των ακραίων τάσεων είχαν ήδη κάνει πραγματικότητα την παρουσία τους, μέσα από τους δίσκους των Watchtower και φυσικά των πρώιμων Dream Theater και Death, οι οποίοι με τη μουσική τους καθιστούσαν σαφές το αυτονόητο. Ότι η metal μουσική, οποιασδήποτε έκφρασης, δεν πρόκειται για ένα προϊόν άτεχνων, σαματατζήδων αλητήριων βρωμύλων, αλλά για μια αυτόνομη μορφή τέχνης (και ακμάζουσας φυσικά ως σήμερα), βάζοντας τα γυαλιά σε όσους περισπούδαστους έθεταν θέματα μουσικής αξίας, προσπαθώντας να την υποβαθμίσουν στα αυτιά και τα μυαλά της μάζας που τυχόν θα ήθελε να ασχοληθεί με αυτή.
Μέσα σ’ αυτήν την ταραγμένη περίοδο, ξεπετάχθηκε ένα σεβαστό πλήθος πολύ καλών, τρομερά καταρτισμένων μουσικών που ενστερνίστηκαν αυτήν τη θεώρηση. Ένα από τα πιο ριζοσπαστικά εξ αυτών, ήταν και οι εκ της Florida ορμώμενοι Atheist, οι οποίοι δημιούργησαν ένα υβρίδιο μουσικής, συνδυάζοντας την τεχνική τρέλα της jazz με το καταιγιστικό death metal. Και αν με το ακρογωνιαίο debut “Piece of Time” του 1989 έκαναν τον κόσμο να στρέψει το βλέμμα με περιέργεια προς αυτήν την πρωτόγνωρη ακουστική αίσθηση, με το δεύτερο full length τους δυο χρόνια μετά, το μεγαλειώδες “Unquestionable Presence”, εξασφάλισαν μια για πάντα την θέση τους στις λαμπρότερες σελίδες της μουσικής.
Τι ήταν ακριβώς το “Unquestionable Presence”; Μια τέλεια ομογενοποίηση ετερόκλητων στοιχείων, η οποία διαμορφώθηκε σε ένα τελείως προσωπικό στυλ, εξελίξιμου, ουσιώδους progressive metal, το οποίο επηρέασε πλήθος άλλων σπουδαίων μουσικών που εμφανίσθηκαν στα χρόνια που ακολούθησαν (ακόμη και για τους ήδη καταξιωμένους Death, η προσωπική μου άποψη είναι ότι ο εν λόγω δίσκος υπήρξε ο καταλυτικότερος παράγοντας της στροφής που επιχείρησε ο Chuck Schuldiner από το “Spiritual Healing” και μετά, με τα οποία παγίωσε δια παντός τη γενικότερη θηριώδη μορφή που θα έπαιρνε το thrash metal στην ολότητά του -με ότι συνεπάγεις από αυτό το γεγονός- ή της ίδιας της μετάβασης των Cynic και των Pestilence στους ολοκληρωτισμούς που επιχείρησαν αμφότεροι λίγα χρόνια μετά– τυχαία παραδείγματα) και ανήκει στους λεγόμενους “κλασσικούς” δίσκους.
Η σύνθεση του ανήκει στο μεγαλύτερο του μέρος στον, πρόωρα εκλιπόντα, μπασίστα Roger Patterson (ένας πολύ χαρισματικός μουσικός ο οποίος απεβίωσε πριν δει το δημιούργημα του ολοκληρωμένο) και δεν είναι τίποτα λιγότερο από ένα σπουδαίο σύνολο φουριόζικου, βιρτουοζικού death metal με μπόλικες φυσικά δόσεις από jazz, το οποίο έχει τα φόντα να μνημονεύεται ακόμη και σήμερα για την έμπνευση, τη φαντασία και τα εκτελεστικά ούμπαλα (τεράστια φίλε…) των συντελεστών.
Με ανανεωμένο ήχο (τον οποίο, κακά τα ψέματα, οι Atheist δεν είχαν ποτέ της προκοπής), η επανέκδοση του “Unquestionable Presence “ με καθήλωσε ξανά, όπως κάνει κάθε φορά εδώ και περίπου 20 χρόνια που το ακούω, συνεχίζοντας να προσπαθώ να το αποκρυπτογραφήσω. Η επανακυκλοφορία είναι χορταστικότατη, περιλαμβάνει ολόκληρο τον original δίσκο με έναν φοβερό Tony Choy (πρώην Pestilence), πανάξιο αντικαταστάτη του Patterson στο μπάσο, demo / rehearsal υλικό από την προπαραγωγή του album και διάφορα άλλα καλούδια (όπως το φοβερό μελωδικό instrumental “Retribution” και την “αλλού” drum ‘n’ bass εκτέλεση του “Mother Man”), ενώ συνοδεύεται και από ένα DVD με ακυκλοφόρητο live υλικό, σκηνές από τις πρόβες, συνεντεύξεις κλπ.
Για τον γράφοντα, ένα θαυμάσιο πισωγύρισμα σε μια από τις στιγμές που συγκαταλέγονται σ’ αυτές στις οποίες οφείλω πολλά συγχαρητήρια στη μοίρα μου για τις εμπνεύσεις της. Ένα album που άνετα θα το πρότεινα σε οποιονδήποτε αρέσκεται σε φιλόδοξη, τολμηρή και προοδευτική, στην ουσία της, μουσική. Οι παλαιότεροι, ξέρουν και δεν υπάρχει κάτι να τους εισάγω. Από τα σπουδαιότερα big bang στο μουσικό χώρο. Για κάποιον εν αγνοία αναγνώστη, άχαστο. Για να επανακαθορίζεις τη σχέση σου με την Τέχνη πότε – πότε.
507