“Ο χρόνος είναι η τίγρη που με καταβροχθίζει, αλλά εγώ είμαι η τίγρη” και είμαι σίγουρος πως κατά την αποτύπωσή της, ούτε καν θα πέρασε από το μυαλό του Jorge Luis Borges, του Αργεντινού συγγραφέα, ότι η ρήση του θα ταίριαζε “γάντι” στην περίπτωση μιας από τις πιο προοδευτικές μπάντες που εμφανίστηκαν ποτέ στη Γηραιά Ήπειρο, των βασικών υπαιτίων της intellectual αναδόμησης του σύγχρονου black metal, των Νορβηγών υμνητών της θεατρικότητας Arcturus.
Πέρασε πολύς καιρός από την τελευταία τους κατάθεση, το αμφιλεγόμενο (όχι για μένα, είμαι από αυτούς που τους άρεσε) “Sideshow Symphonies” του 2005. Η αλήθεια είναι ότι ο περισσότερος κόσμος (κι εγώ ο ίδιος, δεν το κρύβω) που ασχολείται με τα μουσικά τεκταινόμενα, είχε πιστέψει ότι η υπόθεση Arcturus τελείωσε οριστικά και ότι το περσινό “Shipwrecked in Oslo“ live album ήταν η τελευταία πράξη πριν την οριστική σιγή.
Και να, δέκα ολάκερα χρόνια μετά, συμπλέοντας με το πνεύμα της εποχής που θέλει πολλά θρυλικά ονόματα, που φαινομενικά έδειχναν ότι θα χαθούν στη λήθη του χρόνου παρά τα διαχρονικά επιτεύγματά τους, να επανασυνδέονται παρουσιάζοντας νέες δισκογραφικές δουλειές, η πεντάδα από το Όσλο διατρανώνει την ενεργή παρουσία της, αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά ότι η έμπνευση είναι το μόνο μέγεθος που αντιπαλεύεται στα ίσα, ανεξαρτητοποιημένη, την απολυτότητα του χρόνου.
Η επιστροφή των Arcturus είναι καθηλωτική, δίνοντας πολλές ανάσες ζωής στο ταλαιπωρημένο κορμί του progressive (κατ’ ουσίαν και ουχί μόνο κατ’ όνομα) metal. Ενεργητική μουσική, πνιγμένη σε κάθε είδους υψηλότατου ενδιαφέροντος ροπή προς λεπτομέρειες που διαλύουν με ένα και μόνο άκουσμα ό,τι στεγανό απέμεινε στο ύφος που διαπραγματεύονται, εντυπωσιακά καλοπαιγμένη, γεννήτρια μοναδικών εικόνων κατά τη ροή της, τεχνικότατη αλλά τρομερά αξιομνημόνευτη, ευφάνταστη, πρωτότυπη και ποιοτικότατη και απολύτως σύγχρονη, διάγοντας βίους παράλληλους μεταξύ των παραδοσιακών τεχνοτροπιών (αν μπορεί να πει κανείς κάτι τέτοιο για τους Arcturus) και των πανταχού παρόντων ηλεκτρονικών στοιχείων.
Μέσα σε μια εντυπωσιακή ποικιλία ρυθμών που παράγει ο πιο ώριμος από ποτέ Hellhammer (μη σου αραδιάζω συμμετοχές σε μπάντες, θα τρομάξεις και δεν είναι καν απαραίτητο), το υλικό του “Arcturian”, εκ φύσεως απρόβλεπτο, μαγεύει, παρουσιάζεται τελειομανές σε αηδιαστικά επίπεδα και το κυριότερο, πείθει και τον πλέον δύσπιστο ότι η δυναμική αυτού του σχήματος παραμένει αναλλοίωτη.
Με φοβερή ποικιλία ήχων από τα keyboards του Sverd (o οποίος μεταφέρει στο σήμερα πολλά από τα μαγικά που διέπραξε στο θρυλικό “Nexus Polaris” των Covenant) οι οποίοι διαπλεκονται άριστα με τις καταπληκτικές κιθαριστικές μελωδικές γραμμές του “Knut Magne Valle, η φύση του νέου πονήματος των Arcturus είναι ατμοσφαιρικότατη και αμεσότατη. Όσο για τη φωνή του Simen Hestnaes ο οποίος επιχειρεί με επιτυχία οποιεσδήποτε οπερατικές απόπειρες, αυτή παραμένει καθάρια σαν νερό παρθένας ορεσίβιας πηγής, κρυστάλλινη, παντοδύναμη σαν να μην πέρασε ούτε μια μέρα, σε υποβάλλει σχεδόν μηχανικά στο πνεύμα των συνθέσεων, καθιστώντας σε κοινωνό αυτής της τελετουργίας.
Η εκλεπτυσμένη αγριότητα του “Angst “, η power μεταλλικότητα του “Crashland”, η καταπληκτική dancefloor οπτική του “Warp” με τα electronic αλισβερίσια, ο ολοκληρωτισμός του “Pale”, η piano-based μελαγχολία με Paradise Lostικές απολήξεις του “Game Over”, η post-Ulver τόλμη του “The Journey”, η προσέγγιση του “Archer” στα παλιά μονοπάτια του μνημειώδους “La Masquerade Infernale “ και η σχεδόν Mars Voltaική οπτική του επιλογικού “Bane”, αποτελούν αδιάψευστα τεκμήρια λυρικής τέχνης που το μόνο που αποζητά είναι ανοιχτά αυτιά και χώρο στην ψυχή, όποιος κι αν είναι ο αρτίστικος χαρακτήρας σου. Οι Arcturus επέστρεψαν, μου είναι αδιάφορη αυτή τη στιγμή η πιθανότητα συνέχισης αυτής της μεγαλειώδους πορείας, αλλά στο παρόν, συνεχίζουν να θεμελιώνουν κατευθύνσεις και ορίζοντες για όλους τους ακόλουθούς τους.
Ο Σοπενάουερ, ο μεγάλος Γερμανός εμπειρικός φιλόσοφος είχε πεί “Η έγνοια της μετριότητας είναι πώς θα σκοτώσει τον χρόνο”. Μπορείς να θεωρήσεις το “Arcturian” το αντικατοπτρικό είδωλο αυτής της φράσης. Οι απόλυτοι δολοφόνοι της μετριότητας. Κοιτώντας στο δάπεδο, τα σέβη μου.
565