Οι οπαδοί τους, τους αποκαλούν “Βάρδους”, και εδώ και πολλά χρόνια οι Blind Guardian, έχουν κερδίσει την αγάπη και του ελληνικού κοινού.
Δημιουργήθηκαν ως Lucifer’s Heritage το 1984 στο Krefeld από τους Hansi Kürsch (μπάσο, φωνητικά), André Olbrich (κιθάρα), Markus Dörk (κιθάρα) και Thomas Stauch (ντραμς).
Με αυτό το όνομα και ένα σχετικά ασταθές line-up, αφού διάφοροι μουσικοί πέρασαν από το σχήμα, κυκλοφόρησαν δύο demos, τα “Symphonies of Doom” (1985) και
“Battalions of Fear” (1986).
Το 1987 κατέληξαν στη σύνθεση, την οποία διατήρησαν 18 περίπου χρόνια: Kürsch, Olbrich, Stauch (που επανήλθε μετά από σύντομη αποχώρηση) και Marcus Siepen (κιθάρα).
Λίγο αργότερα, αφού υπέγραψαν με τη No Remorse Records, άλλαξαν το όνομά τους σε Blind Guardian (κατά μια εκδοχή για να μη θεωρούνται συγκρότημα black metal) και το 1988 κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο τους “Battalions of Fear”. Speed metal με αρκετά εμφανή την επιρροή των Helloween, “ακατέργαστο”, ενίοτε μελωδικό και με εκπληκτικά κιθαριστικά μέρη – ο Olbrich κυριολεκτικά σπέρνει.
Ο διάδοχός του, “Follow the Blind” βγήκε τον επόμενο χρόνο. Επίσης speed με κάποιες thrash επιρροές, αλλά και με αρκετό power, θεωρείται από τους κλασικούς metal δίσκους της δεκαετίας του ’80. Συν τοις άλλοις, στο άλμπουμ υπάρχουν κάποια από τα all time classics που έχουν γράψει.
Αρκετά παραγωγικοί, κυκλοφόρησαν τον τρίτο δίσκο τους “Tales from the Twilight World” το 1990. Σε αυτό το άλμπουμ έγινε και η μεγάλη στροφή τους στο epic-power metal. Πιο μελωδικό και με επιρροές από την κλασική μουσική, θα μπορούσε να πει κανείς ότι με αυτό το άλμπουμ ξεκίνησε η πορεία που τελικά τους καθιέρωσε ως ένα από τα κορυφαία power metal συγκροτήματα.
Λίγο αργότερα υπέγραψαν με τη Virgin (και ήταν από τα λίγα πραγματικά metal συγκροτήματα, που είχαν συμβόλαιο με μεγάλη δισκογραφική εκείνο το διάστημα) και το 1992 κυκλοφόρησαν το “Somewhere Far Beyond”. Από αρκετούς, θεωρείται masterpiece και ένας από τους καλύτερους δίσκους της δεκαετίας του ’90. Δυνατό, αλλά και ατμοσφαιρικό παράλληλα, με εξαιρετικές συνθέσεις και καλή παραγωγή, αγγίζει την τελειότητα.
Έχοντας ουσιαστικά απογειώσει την καριέρα τους, αποφάσισαν να ηχογραφήσουν και να κυκλοφορήσουν το πρώτο τους live. Δύο sold out εμφανίσεις στο Τόκυο, 4000 ενθουσιασμένοι οπαδοί και… “Tokyo Tales”.
Το 1994 άρχισαν να δουλεύουν τον πέμπτο δίσκο τους, με παραγωγό το Flemming Rasmussen, ο οποίος στο παρελθόν είχε συνεργαστεί μεταξύ άλλων και με τους Metallica. Αποτέλεσμα; Το “Imaginations from the Other Side”, ένα άλμπουμ χαρακτηριστικό της μετάβασης της μπάντας σε πιο power και progressive ήχους. Θα έλεγε κανείς ότι ο δίσκος είναι το σημείο στο οποίο η καριέρα των BG ισορροπεί μεταξύ της speed-thrash αρχής της και της μελωδικής power rock όπερας που θα εξελισσόταν. Στην περιοδεία που ακολούθησε, το συγκρότημα βρέθηκε και στην Ταϋλάνδη, και έγινε η τρίτη metal μπάντα – μετά τους Metallica και τους Bon Jovi – που έδωσε συναυλία στη χώρα αυτή.
Έχοντας ήδη έξι κυκλοφορίες πίσω τους, αποφάσισαν να βγάλουν και μια best of συλλογή, λίγο διαφορετική από το συνηθισμένο. Το “Forgotten Tales” (1996) αποτελείται από κάποιες διασκευές γνωστών κομματιών και ορχηστρικές ή ακουστικές versions δικών τους τραγουδιών. Ομολογουμένως, αρκετά ενδιαφέρουσα προσπάθεια που σίγουρα ξέφευγε από το κλασικό concept ενός ακόμα best of.
Επόμενο full-length το “Nightfall in Middle Earth” του 1998. Πηγή έμπνευσης για το δίσκο αποτελεί (όπως φαίνεται και από τον τίτλο του) ο J.R.R. Tolkien και πιο συγκεκριμένα το βιβλίο του “Silmarillion”. Το “ΝiΜΕ” είναι βασικά ένα concept άλμπουμ – ένα ούτως ή άλλως δύσκολο εγχείρημα– το οποίο περιλαμβάνει χορωδιακά μέρη, ιντερλούδια και απαγγελία. Δεδομένης της δυσκολίας δημιουργίας ενός concept άλμπουμ, οι BG τα κατάφεραν αρκετά καλά – αν και για κάποιους ο δίσκος δεν συγκαταλέγεται και στους καλύτερους του συγκροτήματος (πολλά ιντερλούδια).
Από το “NiME” και μετά ο Kürsch αφοσιώνεται στα φωνητικά και το μπάσο αναλαμβάνει ο Oliver Holzwarth (Sieges Seven, Rhapsody of Fire), ο οποίος συμμετέχει ως session μουσικός.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, είπαν να προσκαλέσουν, όποιον ενδιαφερόταν, στην όπερα και… “A Night at the Opera”. Τα speed στοιχεία εξαφανισμένα, ορχήστρα και progressive- power metal με πολύ πομπώδες ύφος. Αρκετά φιλόδοξο και αναμφισβήτητα περίεργο άλμπουμ, που κάποιοι έβαλαν (ίσως άδικα) στη μαύρη λίστα.
Μετά το εξαιρετικό διπλό live που κυκλοφόρησαν το 2003 και το DVD “Imaginations Through the Looking Glass” το 2004, ο Stauch αποχώρησε λόγω μουσικών διαφορών και αντικαταστάθηκε από τον Frederik Ehmke.
Ακόμα πιο περίεργο από το “A Night at the Opera” θεωρείται το “A Twist in the Myth” που κυκλοφόρησε το 2006. Αρκετά έως πολύ καλό για κάποιους, αποτυχία έως και απαράδεκτο για άλλους. Σίγουρα πάντως διαφέρει από οτιδήποτε είχαν κάνει μέχρι τότε και τους “κλασικούς” BG ήχους. Στην περιοδεία για την προώθηση του άλμπουμ, βρέθηκαν σε όλες τις ηπείρους, και ήταν η μοναδική μπάντα η οποία έκανε κάτι τέτοιο στην περίοδο 2006-2007.
Διατηρώντας το κενό της τετραετίας μεταξύ των full-length τους, κυκλοφόρησαν το 2010 τον ένατο δίσκο τους, “At the Edge of Time”. Ένας δίσκος, ο οποίος κατά κάποιο τρόπο επανέφερε τους BG ψηλά στην εκτίμηση των οπαδών τους. Σαφώς δεν ήταν ανάλογος των παλαιών πολύ καλών στιγμών της μπάντας, ήταν όμως πιθανόν ό,τι πλησιέστερο σε αυτές.
Τον Ιανουάριο του 2015 κυκλοφόρησε το δέκατο studio άλμπουμ τους, “Beyond the Red Mirror”, το οποίο είναι concept άλμπουμ και sequel του “Imaginations from the Other Side”. Ένας πολύ καλός δίσκος, που όμως θέλει το χρόνο του. Πολύπλοκες συνθέσεις, μελωδικότητα, επικό στοιχείο, όλα τα χαρακτηριστικά της μπάντας υπάρχουν στην ίσως καλύτερη κυκλοφορία τους των τελευταίων ετών.
Στην πορεία τους των 30 περίπου χρόνων, έχουν να επιδείξουν αρκετά. Ξεκινώντας από το speed, σταδιακά πέρασαν στο symphonic power, κάνοντας τις συνθέσεις τους πιο πολύπλοκες, χρησιμοποιώντας αρκετά ορχηστρικά μέρη, overdubs, δεύτερα φωνητικά, πλήκτρα και κάποια πιο folk στοιχεία. Τη θεματολογία των στίχων τους αντλούν κυρίως από συγγραφείς όπως ο J.R.R. Tolkien (η Μέση Γη και οι περιπέτειες των κατοίκων της είναι από τα πλέον αγαπημένα θέματά τους), ο Stephen King και ο Michael Moorcock, όπως και από παραδοσιακούς μύθους και θρύλους (ο Αρθούρος και ο ιδιαίτερα ο Mordred συγκαταλέγονται στις μεγάλες συμπάθειές τους). Και επιπλέον, είναι ένα συγκρότημα που δεν έχει πρόβλημα να δοκιμάσει καινούργια πράγματα και να εξελίξει τον ήχο του, πηγαίνοντας με κάθε κυκλοφορία του σε άλλο επίπεδο.
Από τα καλύτερα χαρακτηριστικά τους είναι αναμφισβήτητα οι live εμφανίσεις τους. Είναι δύσκολο να απογοητεύσει συναυλία των Blind Guardian. Όταν μάλιστα παίζουν μπροστά σε κοινό με το οποίο η αμοιβαία συμπάθεια είναι δεδομένη, ακόμα καλύτερα. Καλή διασκέδαση!
1285