Στ’ αλήθεια δεν γνωρίζω πόσοι είναι πλέον οι εναπομείναντες οπαδοί των Danzig. Όσοι και να ναι πάντως, θα πρέπει να χάρηκαν πολύ όταν τον περασμένο Ιούνιο πήραν στα χέρια τους το νέο υλικό της μπάντας, το οποίο φέρει τον τίτλο “Deth Red Sabaoth”.
Η εξάχρονη αναμονή δικαιολογεί απόλυτα όλη την χαρά τους αλλά ,αν μπορούσα, θα θελα πολύ να τους ρωτήσω εάν έμειναν ευχαριστημένοι ακόμα και μετά το άκουσμα του δίσκου. Ναι, διατηρώ κάποιες αμφιβολίες για το πώς να το παρουσιάσω τούτο ‘δω. Το πρώτο πράγμα που μου έρχεται στο μυαλό είναι το ότι οι Danzig έχουν ολοκληρώσει, κατά τη γνώμη μου, προ πολλού τον κύκλο τους. Ποιος είμαι εγώ βέβαια, που θα αμφισβητήσω την αξία του Μεσσία του horror punk και του horror στοιχείου γενικότερα, Glenn Danzig. Παρόλα αυτά πιστεύω πως είναι πια κοινό μυστικό το γεγονός ότι μετά από τόσα χρόνια σημαντικής προσφοράς ούτε ο Glenn αλλά ούτε και κανείς άλλος στη μπάντα αναζητά την περαιτέρω αναγνώριση. Ότι κάνει, το κάνει για τον εαυτό του και για τους φανατικούς θαυμαστές του. Από εδώ πηγάζει και η πηγή της αμφιβολίας μου: μ’ εμάς τους υπόλοιπους τι γίνεται;
Ας τα βάλουμε όλα σε μια σειρά ξεκινώντας από τα πιο πρακτικά. Το “Deth Red Sabaoth” αποτελεί το ένατο αισίως album των horror metallers, Danzig. Αν έχει από μόνο του κάτι το αξιοσημείωτο, αυτό είναι πως φέρει σε κάθε σπιθαμή την υπογραφή του εγκεφάλου-Glenn. Εκτός από συνθέτης και τραγουδιστής, εκτέλεσε ο ίδιος και χρέη παραγωγού ενώ παράλληλα έγραψε όλα τα μέρη του μπάσου (λόγω έλλειψης κάποιου μόνιμου μέλους σ’ αυτό το πόστο) και έπαιξε μέχρι και τύμπανα σε ένα από τα καλύτερα κομμάτια του δίσκου, το “Black Candy”. Αυτόματα καταλαβαίνουμε πως η προσωπική του αισθητική κυριαρχεί παντού και αυτό δεν είναι κάτι κακό. Είναι σαν να λέει ο ίδιος: “Αυτός είναι ένας δίσκος Danzig (την μπάντα λέει), από τον ίδιο τον Glenn για εσάς.”. Ε, κι εγώ του απαντώ: “Καλή προσπάθεια!”. Είναι σίγουρα σκάλες ανώτερη δουλειά από τον τελευταίο δίσκο του συγκροτήματος, το κάπως πειραματικό “Circle Of Snakes” (2004) που γενικώς απογοήτευσε. Με το “Deth Red Sabaoth” γινόμαστε μάρτυρες μιας επιστροφής στις ρίζες του «ακατέργαστου» ήχου, όπως τον δίδαξαν οι Misfits και οι Sanhaim. Το εναρκτήριο “Hammer Of The Gods” σε βάζει στο κλίμα χωρίς φιοριτούρες και από εκεί κι έπειτα ξεχωρίζουν άνετα τα “The Revengeful”, “Ju Ju Bone” και το διμερές “Pyre Of Souls”. Αν και δεν είμαι ούτε δεινός γνώστης, ούτε και οπαδός του είδους, οφείλω να ομολογήσω πως μέσα σ’ αυτήν την ωμότητα κρύβονται ουκ ολίγες στιγμές μουσικής γοητείας. Η εμπειρία του Glenn Danzig δεν θα τον προδώσει ποτέ.
Μανώλης Γιαννίκιος
624