Δεν υπάρχουν πολλά πλέον να γράψεις για την ιδιοφυία που ακούει στο όνομα Steven Wilson.
Είτε ως συνθέτης, είτε ως στιχουργός, είτε ως παραγωγός, αποτελεί φαινόμενο στη μουσική βιομηχανία, και παρότι δεν εκπλήσσει πλέον με τις επιλογές του, ή μένει στάσιμος στον προοδευτισμό τον οποίο ο ίδιος εισήγαγε, οι δουλειές του είναι το λιγότερο αξιοθαύμαστες.
Το “Hand. Cannot. Erase” είναι όσο καλό περιμένεις, μη σου πω και καλύτερο. Διότι στη solo του καριέρα, ο Wilson, δεν ακολουθεί μονάχα την Porcupine Tree συνταγή, αλλά κυνηγάει και τις προσωπικές του λυρικές εκλάμψεις που δύσκολα θα έβρισκαν χώρο σε album της προαναφερθείσας (υπερ)μπάντας.
Όπως και στις προηγούμενες προσωπικές του δουλειές, οι Floydικές μελωδίες έχουν την τιμητική τους και η αναμενόμενη (και πάντα καλοδεχούμενη) prog χροιά που παραπέμπει στα ‘70s (αλλά με καθόλα σύγχρονη παραγωγή) είναι και πάλι εδώ.
Έντονη και η μελαγχολία για μια ακόμη φορά, η οποία σε στιγμές παραπέμπει σε Blackfield, κάτι που ενισχύει το γεγονός πως τα solo album του Wilson κινούνται ανάμεσα σε αυτούς και τους Porcupine Tree.
Εσωστρεφείς συνθέσεις οι οποίες μιλούν για την Joyce Vincent, μια γυναίκα θύμα ενδοοικογενειακής βίας, η οποία προκειμένου να γλιτώσει από το σύντροφό της εξαφανίστηκε από φίλους και γνωστούς. Το πτώμα της Joyce βρέθηκε τον Ιανουάριο του 2006 στη γκαρσονιέρα που έμενε, δύο χρόνια και κάτι ύστερα από το θάνατό της. Και αν κάποιος μπορεί να αποδώσει σωστά και με ωριμότητα μια τέτοια ιστορία, είναι ο Steven Wilson.
Δε θα βιαστώ να το συγκρίνω με το “The Raven That Refused to Sing”, μιας και είναι πολύ νωρίς, αλλά το “Hand. Cannot. Erase” αγγίζει πολύ υψηλά επίπεδα, τα οποία καθορίζουν την απόκτηση του δίσκου επιβεβλημένη.
632