Εδώ και μερικά χρόνια, το όνομα των Dreamlongdead βολτάρει ακατάπαυστα και με ένταση στους βρώμικους μουσικούς “υπονόμους” και με αυτό το νέο τους album με έναν ακόμη μακρύ τίτλο (διαβάστε την κριτική του), η ηχώ του θα φτάσει ως την επιφάνεια του δρόμου.
Το Rockway.gr και ο Δημήτρης Μαρσέλος επιφυλακτικά και με φόβο ζωής επικοινώνησαν με τους Τάσο (κιθάρα) και Γιάννη (φωνή)…
Καλησπέρα, μάγκες και σας ευχαριστώ για το χρόνο που ξοδεύετε για εμάς. Ποιο είναι εκείνο το όνειρο που έχει εδώ και πολύ καιρό πεθάνει;
Τάσος: Εμείς σε ευχαριστούμε πάρα πολύ. Το όνομα μας είναι αναφορά στον Μεγάλο Παλαιό και κύριο μας Cthulhu, ο οποίος σύμφωνα με τις «γραφές» κείτεται νεκρός στα ερείπια της μεγαλιθικής R’lhyeh στα βάθη του ωκεανού, αλλά παρότι νεκρός ονειρεύεται αιώνια και η ενέργεια των ονείρων του μεταφέρεται ως κύματα κι επηρεάζει τα πιο δεκτικά και συντονισμένα μυαλά της ανθρωπότητας, όπως τα δικά μας, κατευθύνοντας την τέχνη και τις πράξεις τους στην κατεύθυνση της απώτατης επιστροφής του. Ειδάλλως, μπορείς να το δεις και ως κλέψιμο από το τραγούδι “Dream Long Dead” από το “Streetcleaner” album των Godflesh, ένα δίσκο -και μια μπάντα γενικά- του οποίου η ολοκληρωτικά μηδενιστική και ταπεινωτική ατμόσφαιρα και προσέγγιση αποτελούν δομικό λίθο του ήχου μας. Η προσέγγιση των Godflesh στερείται της δικής μας μεταφυσικής τρομολαγνείας, βέβαια, αλλά κατ’ ουσία είναι όμοια στη μισανθρωπική της βάση. Φαντάζομαι, το τραγούδι τους αναφέρεται στις ορδές των βοοειδών που αποτελούν την ανθρωπότητα, τα οποία διάγουν όλη τους τη «ζωή» σ’ ένα βαθύ ύπνο γεμάτο απατηλά όνειρα τα οποία δεν πρόκειται ποτέ να πραγματοποιηθούν. Only death is real.
Γιατί αποφασίσατε να παίξετε κάτι τόσο ηχητικά παραδοσιακό, αν και το έχετε φέρει σε τόσο δικά σας μέτρα που ακούγεται φρεσκότατο, και δεν ακολουθήσατε κάποιο πιο σύγχρονο μουσικό μοτίβο που είναι της μόδας;
Τάσος: Όπως και τα περισσότερα από τα πράγματα που κάνουμε στις ζωές μας, δεν είναι πραγματικές επιλογές, αλλά ψευδαισθήσεις επιλογών, έτσι και η «μουσική» που παίζουμε είναι αποτέλεσμα αρκετών συμπτώσεων κι επιμέρους παραγόντων, παρά καθ’ αυτού «αποφάσεων». Γι’ αρχή, σημαντικό ρόλο παίζει η ηλικία μας. Στην μέση ηλικία, οι περισσότεροι άνθρωποι επιστρέφουν στα πράγματα τα οποία είχαν την μεγαλύτερη επίδραση πάνω τους όταν ήταν νέοι/έφηβοι. Προσωπικά μιλώντας, μετά από είκοσι-βάλε χρόνια σε μπάντες και σε μία κομβική περίοδο της ζωής μου, όπως ήταν αυτή στην οποία έλαβε χώρα η δημιουργία των DreamLongDead, το να γυρίσω στη μουσική με την οποία μεγάλωσα ήταν το ελάχιστα ειλικρινές και ασφαλές πράγμα που θα μπορούσα να κάνω. Το ότι το έχουμε φέρει «στα μέτρα μας», όπως λες, έχει να κάνει πάλι με την ηλικία, αλλά και την εμπειρία μας. Ξέρουμε τι θέλουμε να κάνουμε και πώς να το πετύχουμε. Η φρεσκάδα έχει να κάνει μάλλον με το γεγονός του ότι περνάμε πολύ καλά μέσα στη μπάντα, φαντάζομαι, και μάλλον στο ότι πάρα τους προφανείς «δομικούς λίθους» αυτού που κάνουμε, προσπαθούμε να τους συνδυάζουμε με απρόβλεπτους τρόπους. Ίσως. Ξέρεις, δεν τρέφουμε ψευδαισθήσεις… Δεν προσπαθούμε ούτε να παίξουμε «Το riff» που δεν έχει παιχτεί ποτέ, ούτε τίποτα τέτοιο… Είναι η ιδιοσυγκρασία, η εκκεντρικότητα, αλλά και οι περιορισμοί του καθενός μας, που μπολιάζουν αυτό που κάνουμε και το κάνουν ν’ ακούγεται δικό μας. Όσον αφορά τα σύγχρονα μουσικά μοτίβα, η απάντηση έχει να κάνει πάλι με την ηλικία, κι εδώ την εξήγηση/απάντηση θα την κλέψω από τον καλό μου φίλο Telecaster Nick (Dustbowl/Thee Holy Strangers). Στην ηλικία μας, παρότι ακούω μουσική με σχεδόν ψυχαναγκαστική, θα μπορούσε να πει κανείς, συχνότητα και ποσότητα, δεν μπορώ ν’ αφομοιώσω πλέον τη μουσική σε πραγματικό χρόνο. Προσωπικά, δεν μ’ ενδιαφέρει να μη χάσω κάποιο καινούργιο ρεύμα ή ήχο στο metal, ή και στη μουσική γενικότερα πλέον.
Γιάννης: Άλλωστε, όταν μιλάμε για «σύγχρονα μουσικά μοτίβα» στο rock και metal ήχο (και όχι μόνο), ουσιαστικά μιλάμε για αναβιώσεις ή/και συνδυασμούς προγενέστερων μουσικών ιδιωμάτων, παιγμένα κάτω από διαφορετικές, πιο σύγχρονες συνθήκες ηχοληψίας/παραγωγής. Κάτι ανάλογο νομίζω ότι κάνουμε κι εμείς, χωρίς απαραίτητα να έχουμε στο νου μας αυτήν την παπαριά που λένε πολλοί: «θέλαμε να ηχεί φρέσκο». Όντως παίζουμε μουσική με την οποία αισθανόμαστε άνετα, δεν την εκβιάζουμε για να βγει από μέσα μας, ούτε δίνουμε ιδιαίτερη σημασία αν θυμίζει ή όχι κάτι άλλο. Και αυτό γιατί προτεραιότητα έχει η σωστή κι ενδιαφέρουσα ροή του τραγουδιού (ιδίως όταν αυτό έχει διάρκεια από 10 λεπτά και πάνω), όπως και το να βγαίνει το σωστό feeling, η ατμόσφαιρά του να είναι «πειστική». Αυτό το παραδοσιακό πράγμα που παίζουμε, όμως, το εκφράζουμε στις διαστάσεις που πιστεύουμε ότι πρέπει αυτό να έχει σήμερα: πιο heavy, πιο brutal, πιο doom, πιο ενδιαφέρον, αλλά και πιο «ενοχλητικό», με όχι μία αλλά δύο σκατένιες φωνές, με μεγάλο αλλά φυσικό ήχο. Και πιστεύω ότι, θες η ηλικία μας και η όποια εμπειρία μας, θες το γεγονός ότι έχουμε ακούσει και συνεχίζουμε να ακούμε πολλή μουσική, καταφέρνουμε με τον τρόπο μας να το κάνουμε να ηχεί όπως του αξίζει, ή τουλάχιστον όπως μας αρέσει εμάς να το ακούμε. Metal μεγάλων αναλογιών και μεγάλων διαστάσεων. Όχι μονολιθικό, αλλά μεγαλιθικό.
Το δεύτερο αυτό album γέρνει λίγο περισσότερο από το προηγούμενο στις απαρχές του death metal και κάνει τους νοσταλγούς της αγνής εποχής να δακρύζουν. Γιατί έχασε έδαφος το doom;
Τάσος: Πάρα την φλυαρία μου άνωθεν περί «μη επιλογών», στην προκειμένη περίπτωση η ροπή προς το death metal ήταν συνειδητή επιλογή. Βλέπεις, ποτέ δεν ήταν σκοπός μας να είμαστε απόλυτα και μόνο doom μπάντα. Ο πρώτος δίσκος ακούγεται έτσι, περισσότερο επειδή έτσι μπορούσαμε να παίξουμε, πάρα επειδή έτσι θέλαμε. Πάρα την προφανή σαπίλα του ήχου και της προσέγγισής μας, έχουμε μια κάποια «μουσική φιλοδοξία», θα μπορούσες να πεις. Θέλουμε να δοκιμάζουμε πράγματα, θέλουμε να προκαλούμε τους εαυτούς μας. Θέλουμε να εκπλήσσουμε πρώτιστα εμάς, να κρατάμε το ενδιαφέρον ζωντανό για εμάς και, τελικά, να παίζουμε οτιδήποτε θέλουμε χωρίς «πρέπει» και περιορισμούς. Το μέλλον θα δείξει.
Γιάννης: Άλλωστε, και τα 3 κομμάτια του “AriseHowlingDarkness”, ενώ φαινομενικά κλίνουν προς το death metal, έχουν έντονο το doom στοιχείο. Για μένα, οι DreamLongDead, κινούνται πάνω σε αυτή τη νοητή γραμμή όπου τα δύο αυτά ιδιώματα συναντιούνται ή, ακόμη καλύτερα, μπερδεύονται οι ρόλοι τους. Εκεί όπου το doom γίνεται πιο μοχθηρό, πιο νοσηρό και πιο απάνθρωπο, ενώ το death metal γίνεται πιο τριπαρισμένο, πιο αρχέγονο και γι’ αυτό ακόμη πιο «άσχημο».
Όλη η δουλειά έχει γίνει από εσάς. Πόσο δύσκολο είναι στις μέρες μας να δημιουργήσεις κάτι ηχητικά και παρουσιαστικά άρτιο; Τι θυσίες χρειάζονται για να πετύχεις αυτό που θες;
Τάσος: Το να τα κάνουμε όλα μόνοι μας είναι, νομίζω, μονόδρομος για εμάς. Και λίγο και αποτέλεσμα τύχης. Τύχη γιατί ο κιθαρίστας μας ο Πάνος είναι ικανότατος κι πολύ έμπειρος ηχολήπτης, με κοινή heavy metal πορεία κι αισθητική για εδώ και 20 χρόνια πλέον. Ξέρουμε πώς θέλουμε ν’ ακουγόμαστε, ξέρει πώς να το κάνει. Τύχη γιατί στο studio που προβάρουμε και ηχογραφούμε, αυτό των Universe217, νιώθουμε σαν το σπίτι μας κι έχουμε βρει ανθρώπους που καταλαβαίνουν και σέβονται. Από την άλλη, δεν είναι μόνο τύχη. Είναι και η εμπειρία που λέγαμε πριν. Μετά από τόσα χρόνια στη γύρα, έχουμε μάθει και από τις θετικές, αλλά κυρίως από τις αρνητικές εμπειρίες. Δεν πρόκειται να κλαψουρίσω για «θυσίες»: Είμαι ισοβίτης πλέον. Αυτό κάνω. Αλλά να η τύχη που λέγαμε. Τύχη που η γυναίκα μου καταλαβαίνει, τύχη που η μπάντα μου αποτελείται από τους ανθρώπους που αποτελείται… Από την άλλη, όμως, δεν μπορεί να είναι μόνο τύχη. Σίγουρα οι επιλογές της ζωής σε βάζουν σ’ ένα καρμικό μονοπάτι… Γάμα τα. Πολυλογία. DIY. Αυτό ξέρουμε, αυτό εμπιστευόμαστε.
Σαν μου φαίνεται πως είδα στο εξώφυλλο το Λεβίαθαν να τσακίζει κάτι καράβια. Πείτε μας δυο λόγια για το εξώφυλλο και πώς δένει με το στιχουργικό κομμάτι.
Τάσος: Ο πίνακας του εξωφύλλου είναι το: “Cthulhu and Cthylla” του 2004, από τον Αμερικανό καλλιτέχνη comics Bill Skaar. Η Cthylla είναι προσθήκη του Brian Lumley στον πάνθεον της μυθολογίας του H.P. Lovecraft. Τι πιο ταιριαστό για εμάς από έναν πίνακα που δείχνει τον «Μεγάλο» να σουλατσάρει μαζί με την κόρη του στα ερείπια ένα φλεγόμενου ρημαγμένου κόσμου;
Από ότι φαίνεται κάθε τραγούδι είναι μια ιστορία. Θα θέλατε να μας τις διηγηθείτε;
Τάσος: Χχχχμμμ… είναι και δεν είναι έτσι. Τι θέλω να πω… Τα τραγούδια μας, τις περισσότερες φορές, βασίζονται σε κάτι που έχουμε διαβάσει, όμως αποφεύγουμε τη γραμμική αφήγηση. Τι εννοώ με αυτό: Φαντάσου τα «επικά» των Maiden: “To Tame A Land”, “Rime of the Ancient Mariner”, “Alexander the Great”… Αρχίζει και γράφει κατεβατά ο Harris: «O ναυτικός ξεκίνησε το ταξίδι του, μετά κατέβηκε ένα πουλί και τον κουτσούλησε κτλ., κτλ.», ή «ο Μεγαλέξανδρος γεννήθηκε τότε, μετά νίκησε σε αυτή την μάχη, μετά πέθανε τότε κτλ., κτλ.», και μετά προσπαθεί από πάνω ο Dickinson να χωρέσει στίχους και συλλαβές εκεί που δεν χωράνε, και ιδρώνει τραγουδώντας κατεβατά σε «ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο». Το θέμα είναι ότι η ροή του λόγου, οι στίχοι, δεν πρέπει να εκβιάζονται για να πεις την ιστορία. Αν δεν βγαίνει, πες τη με τα δικά σου λόγια, που λένε. Η δες τους Blind Guardian. Είναι πωρωμένοι με Tolkien και έχουν τραγούδι που λέγεται “Lord οf the Rings”. Σώπα, ρε μάστορά μου, δεν το καταλάβαμε από τους νάνους και τα ξωτικά στο εξώφυλλό σου. Τη μισή Μέση Γη έχεις μαζέψει εκεί. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι προσπαθούμε λίγο ν’ αποφύγουμε το προφανές, αν και φυσικά δεν τα καταφέρνουμε πάντα. Ναι, είναι προφανές το στιχουργικό/θεματολογικό μας υπόβαθρο. Πρέπει δηλαδή να βγάλουμε και τραγούδι “The Call οf Cthulhu” ή “The Shadow Over Insmouth”; Εγώ, προσωπικά, είμαι τόσο χωμένος σε όλη αυτή τη μαλακία πλέον, για περισσότερο από τη μισή μου ζωή, που έχω καταντήσει να μιλώ και να γράφω σαν να βγήκα από κάποιο γαμημένο διήγημα του Lovecraft, του Howard ή του Derleth. Αν προσέξεις, από τους δύο δίσκους μας, το μοναδικό μας τραγούδι μέχρι στιγμής που ακολουθεί γραμμική αφήγηση βασισμένη απόλυτα στο διήγημα πάνω στο οποίο βασίστηκε, το “Space Eaters” του Frank Belknap Long, είναι το “The Madness from Above” από τον πρώτο δίσκο μας. Δεν είναι ότι καθόμαστε με μία κόπια του “The Mountains οf Madness” και αντιγράφουμε χωρία από τη νουβέλα για να τα κάνουμε στίχους.
Στην περίπτωση του νέου δίσκου, ο τρόπος που λειτουργήσαμε είναι ότι το κάθε τραγούδι επέβαλε μία κάποια ατμόσφαιρα, έγινε κάποια συνειδητή ή λιγότερο συνειδητή σύνδεση με κάποιο υπάρχον λογοτεχνικό έργο παρεμφερούς ατμόσφαιρας, και μετά εγώ και ο Γιάννης (και αυτό ήταν ένα ενδιαφέρον πείραμα το οποίο δοκιμάσαμε για πρώτη φορά με απρόβλεπτα θετικά αποτελέσματα) καθίσαμε και γράψαμε ο καθένας τους στίχους του ξεχωριστά από τον άλλο, και τους ενώσαμε πριν την ηχογράφηση. Το “The Fallen Arise” θα μπορούσες να πεις ότι είναι βασισμένο στο “The Nameless City οf the Accursed” του H.P. Lovecraft: μεγαλιθικά ερείπια και ρημαγμένοι ναοί κάποιας τερατώδους προ-ανθρώπινης ράτσας, κατακόμβες κι ένας παγωμένος άνεμος θανάτου και νοσηρής αναμονής σε κάποια μακρινή έρημο. Εξίσου «μεσανατολίτικη» ατμόσφαιρα έχει και το “Succumb to Unfathomable Darkness”. Βάση του το “Nameless City…” πάλι, με τζούρες από το “Necronomicon” του Donald Tyson και την προσωπική μου έρευνα γύρω από το καταραμένο βιβλίο και την ύπαρξη του ή μη, αναφορές στο κόμικ “Hellboy”, αλλά κυρίως βασισμένο στο αγαπημένο μου διήγημα “Entombed With the Pharaohs”, πάλι του H.P. Lovecraft, μια ιστορία απαγωγής του μέγα illusionist της Βικτωριανής εποχής, Harry Houdini, και ο ενταφιασμός του στη Μεγάλη Πυραμίδα τού Χέοπα ως θυσία. Ως θυσία σε ποιους και κυρίως ΤΙ; Διαβάστε το γαμημένο βιβλίο. Εξ ου και η «τελετουργική» ατμόσφαιρα του τραγουδιού. Το δεύτερο τραγούδι, το “The Howling from the Hills”, είναι επίτηδες τοποθετημένο στη μέση γιατί ξεφεύγει από την ανατολίτικη, εξωτική διάθεση/ατμόσφαιρα των δύο άλλων κομματιών. Είναι περισσότερο φόρος τιμής στη σειρά διηγημάτων του Lovecraft και του Derleth, που διαδραματίζονται στη Νέα Αγγλία/Μασαχουσέτη των αρχών του 20ου αιώνα: “The Shadow Over Insmouth”, “The Dunwich Horror”, “The Whippoorwills in the Hills”. Ξεχασμένες αποικιακές πόλεις, παρηκμασμένα παράκτια ψαροχώρια, καταραμένοι λόφοι και ινδιάνικοι μύθοι για Πράγματα που ελλοχεύουν εκεί, και Αυτούς που αφήνουν της πατημασιές τους και τα σημάδια τους σε γη και ανθρώπους. Σε κανένα, πάντως, από τα τρία τραγούδια, όπως είπα και πριν, δεν ακολουθούμε κάποιο είδος γραμμικής αφήγησης. Αν υπάρχει ένα κοινό θέμα, και αυτό μας τρόμαξε λίγο καθώς πρόεκυψε ακούσια από το προαναφερθέν πείραμα στον τρόπο γραφής των στίχων που κάναμε με τον Γιάννη, είναι αυτό της αναμονής. Της προσμονής. Της προσδοκίας για την Μεγάλη Επιστροφή ΤΟΥΣ…
Μακρύς τίτλος και πάλι. Τρία τα κομμάτια και πάνω-κάτω ίδιες διάρκειες με το “Mass…”. Έχετε δημιουργήσει ένα συγκεκριμένο μυστικιστικό μοτίβο ή είναι μια σατανική σύμπτωση όλα αυτά;
Τάσος: Όχι, δεν είναι σύμπτωση. Ηθελημένα ο δεύτερος δίσκος ακολουθεί το μοτίβο του πρώτου αλλά αποτελεί εξέλιξη αυτού. Ετοιμαστείτε για εκπλήξεις στον τρίτο. Νομίζω ότι το τερματίσαμε το θέμα με αυτόν.
Για εμάς που θέλουμε να το ψωνίσουμε, που θα μπορούμε να το προμηθευτούμε και σε τι μορφή;
Τάσος: Είναι διαθέσιμο σε φυσικό format σε CD και σε name-your-price digital download. Μπείτε στο https://dreamlongdead666.bandcamp.com/ και παραγγείλτε το από εκεί ή στείλτε μας ένα μήνυμα στα https://www.facebook.com/Dreamlongdead & This email address is being protected from spambots. You need JavaScript enabled to view it. . Ακόμη καλύτερα, ελάτε σε μια συναυλία μας, να σας λιώσουμε μυαλό και αυτιά, και μετά με ό,τι έχει μείνει από αυτά στα χέρια, ελάτε να πιούμε μια μπύρα και να τσιμπήσετε και το CD. Υπάρχουν προτάσεις και για κυκλοφορία σε βινύλιο. Τις βλέπουμε αυτήν την περίοδο και αν τελικά καθίσει κάτι τέτοιο, σκεφτόμαστε κάτι πολύ special.
Ετοιμάζετε κάποιο live release show οσονούπω;
Τάσος: Ναι, έχουμε ημερομηνία για 20 Μαρτίου στο AN Club. Αυτές τις μέρες, δουλεύουμε τις λεπτομέρειες. Αν καθίσουν τα πράγματα όπως τα θέλουμε, θα έχουμε και 2 άλλες μπάντες που σεβόμαστε, ως special καλεσμένους. Θα είναι κολασμένο πακέτο.
Γιάννης: Από εκεί και πέρα, θα εμφανιστούμε και στο “Death’s Black Descent II” fest μαζί με τους Obliteration, Lucifyre και Demonomancy, στις 17 Μαΐου πάλι στο AN Club, ενώ σύντομα θα ανακοινωθούν και μερικά άλλα live, οπότε τσεκάρετε κατά καιρούς τη σελίδα μας στο Facebook για περισσότερες πληροφορίες.
Αμολήστε τα σκυλιά της κολάσεως με μια σας προσταγή, κλείνοντας τη συνέντευξη!
Τάσος: Όπως είπαμε: Only death is real. Μη γελιέστε. Η ζωή είναι σκατά. Απάτη. Οι καλές στιγμές της είναι τόσο λίγες, απατηλές και σε μικρή διάρκεια, που είναι πρακτικά ανύπαρκτες και αχρείαστες. Συνηθίστε το. Αποδεχτείτε το. Δεν υπάρχει φως στο τέλος του τούνελ. Ο απώτατος σκοπός όλων μας είναι να γίνουμε τροφή για τα σκουλήκια. Α, και τσακιστέ τους φασίστες όπου τους βρίσκετε. Τσεκούρι και φωτιά. ΜΟΝΟ.
Σας ευχαριστώ και πάλι!
Τάσος: Εμείς ευχαριστούμε πάρα πολύ. Και το νου σου με το σκάφανδρο!
316