Μία αρκετά ετερόκλητη νύχτα, τόσο ως προς το line-up, όσο και ως προς την προσέλευση.
Δεν ξέρω αν το έχετε παρατηρήσει, αγαπητοί αναγνώστες, αλλά το κοινό σε τέτοια live δεν απαρτίζεται πλέον μόνο από γενειοφόρους και geeks, αλλά και από αιθέριες και εξωτικές (κατά πολλούς) παρουσίες. Κοινώς το παρόν, αποχαιρετιστήριο live, ευτυχώς, δεν ήταν και πάλι ένας τεράστιος αρχιδόκαμπος.
Παρόλο που έχω στηθεί από τις οκτώ μισή έξω από το χώρο η είσοδος μας γίνεται κατά τις εννέα και… Κακή αρχή, αλλά τι να γίνει, είναι το πρώτο live του χρόνου. Πρώτο εμφανίζεται περί τις 10 παρά το κουιντέτο των πιτσιρικάδων Zagreus. Η γενική ιδέα του γκρουπ, όπως γίνεται αντιληπτό εξ’ αρχής, είναι οι Porcupine Tree και οι Opeth των τελευταίων, κυρίως, δίσκων.
Τα πλήκτρα και τα πνευστά είναι εδώ, τα περίπλοκα κιθαριστικά lead είναι εδώ, το εκπληκτικό rhythm section είναι εδώ. Τι λείπει; Λείπουν οι πρωτότυπες ιδέες και, σε συνδυασμό με την ποζαρισμένη βιρτουοζιτέ του frontman και τις κατ’ επίφασιν groupies στην πρώτη γραμμή, η κατάσταση γίνεται λίγο εκνευριστική. Έχουμε λίγο δρόμο ακόμη μέχρι την επόμενη βάση.
Ακολουθούν τα Αγόριαstonilio, οι οποίοι, πέραν του πρωτότυπου ονόματος, έχουν και μία μυστήρια προσέγγιση προς το σύνολο του punk. Ο φίλος Φάρσαλας, από δίπλα, έχει ξεστομίσει τις λέξεις d-beat, Mr. Bungle, “θέλω ένα ποτό” και παράνοια, Εγώ ακούγοντας το συνδυασμό του ασυνάρτητου ελληνικού στίχου με όλον αυτόν τον ορυμαγδό έχω ξεστομίσει τις λέξεις Lost Bodies και ψυχασθένεια.
Τα αγόρια αυτά, παρά του ότι είναι γερό-λυκοι (τουλάχιστον κατά το ήμισυ), έχουν πραγματικά εκρηκτική σκηνική παρουσία, οργανώνοντας διάφορα χορευτικά, φυσώντας σαπουνόφουσκες στις ανάπαυλες, χρησιμοποιώντας μπαγκέτες μαέστρου για το συντονισμό της μπάντας και κάνοντας διάφορα άλλα παλαβά. Παρόλη τη γενικότερη παράνοια και το θόρυβο, παρατηρώ ότι ο τεχνικός εξοπλισμός είναι αρτιότατος, οπότε εδώ υπάρχει κάποιο απώτερο σχέδιο. Επίσης, τα αγόρια μας εκμυστηρεύονται, πριν αποχωρίσουν, ότι αυτό είναι το παρθενικό τους live. Εγώ λέω “ίδωμεν”.
Πολλές φορές τα πράγματα καταλήγουν με μία γλυκόπικρη νότα, γιατί τα πάντα φθίνουν και πολλές φορές είναι απαραίτητη η μεταβολή ή ο τερματισμός ενός σχεδίου. Όλοι μέσα στο Second Skin γνωρίζουμε, πλέον, ότι αυτή, για διάφορους λόγους που θα προτιμούσα να μην παραθέσω επί του παρόντος, είναι η αποχαιρετιστήρια εμφάνιση των headliners. Εγώ, πριν μπω στο ψητό, θα σας πω μία μικρή ιστορία.
Η πρώτη φορά που συνάντησα την μπάντα ήταν περί το 2008, με τους Potergeist, σε ένα πεταμένο μεταλλάδικο σε κάποια επαρχιακή πόλη. Τονίζω το “συνάντησα” γιατί μπήκα στο μαγαζί μεταμεσονύκτια και αφού και οι δύο μπάντες είχαν τελειώσει τα set τους και καθώς όλοι οι παρευρισκόμενοι, συμπεριλαμβανομένου του ιδιοκτήτη, ήταν τύφλα, συνέχιζαν να τζαμάρουν μέχρι πρωίας ό,τι τους κατέβει με τη συναίνεση του.
Και πάνω εκεί που μάλλον είχαν στερέψει ως προς τι θα παίζανε μετά, τους πρότεινα να τραγουδήσω το “Green Machine” των Kyuss (πιο γραφικός και από τσολιαδάκι στο Σύνταγμα), το οποίο σκότωσα καθώς ξέχασα σχεδόν ολόκληρη τη δεύτερη στροφή. Νιώθοντας μάλλον κάπως άσχημα, αποφάσισα να αγοράσω τον πρώτο, ομότιτλο δίσκο τους, ο οποίος μου φάνηκε πολύ βαρύς και σκληρός για τα φλώρικα και ευπαθή αυτάκια μου και τον αντάλλαξα με δίσκο άλλου ελληνικού συγκροτήματος, πράγμα που ικανοποίησε τα μάλα το φίλο και συμβαλλόμενο, καθώς ήταν δύσκολο να βρει τέτοιο δισκάκι στην ευρύτερη περιοχή . Ειλικρινά από τότε το έχω μετανιώσει ίσα με 1 δις φορές και δη σήμερα μία παραπάνω…
Επιστροφή στο 2015, οι Lucky Funeral είναι μια τελείως διαφορετική οντότητα από το 2008. Ο ήχος είναι προοδευτικός πέραν του ψυχεδελίζοντος ή του απλά γωνιώδους/ progressive. Ακούω τους ήχους των Kylesa, των Sikth, των Baroness και πολλών άλλων. Το rhythm section σκίζει και ιδιαίτερα ο μπασίστας, Lizard, που τριπάρει κάνοντας το μπάσο του να ξερνάει ακατάσχετα νότες. Η επιβλητική φιγούρα και σχεδόν τρομακτική φιγούρα του frontman Mike, είναι σταθερή σα βράχος, όπως και η φωνή του που υποβάλλεται σε διάφορες δοκιμασίες, τραγουδώντας άλλοτε μελωδικά και άλλοτε σκισμένα, κατά τις απαιτήσεις των κομματιών.
Ο drummer πρέπει να έχει πλέον κάποιου είδους βηματοδότη από την όλη κάτσε-σήκω κατάσταση των τραγουδιών. Τα παιδιά επιλέγουν τραγούδια από όλη σχεδόν τη δισκογραφία τους και προτιμώντας (αν θυμάμαι καλά) για το τέλος τα αρχικά και πιο ακατέργαστα κομμάτια τους, ενώ ο Mike στα διαλείμματα βρίζεται χαριτωμένα με γνωστούς στο κοινό, κάνει αστεία με το όνομα του συγκροτήματος και εν τέλει περί τη μια και κάτι ψιλά μας ευχαριστεί που παρευρεθήκαμε και πέφτουν δικαιωματικά οι απαραίτητες αναμνηστικές φωτογραφίες.
Η ανακύκλωση των πραγμάτων είναι μια φυσική κατάσταση και θεωρώ ότι το γεγονός ότι οι Lucky Funeral μπήκαν στον πάγο σημαίνει πως μπορεί να ακολουθήσουν άλλες προσπάθειες, εξίσου αξιόλογες. Συνεπώς, ένα “εις το επανιδείν” είναι αρκετό για τώρα.
Photos: Χριστίνα Αλώση
536