U2. Φαινόμενο. Μουσικό, κοινωνικό, ανθρωπιστικό, οικονομικό, διαλέξτε τη σκοπιά που θέλετε να τους εξετάσετε και θα δείτε πως βρίσκονται πάντοτε στην εκάστοτε κορυφή. Προσωπικά δεν γνωρίζω την ύπαρξη άλλης μπάντας με αντίστοιχα μεγάλη σφαίρα επιρροής στα παγκόσμια δρώμενα.
Το χέρι των U2 φτάνει παντού.
Πάντα μου έβγαζαν έναν απροσδιόριστο συναισθηματισμό. Ίσως φταίει απλώς πως είναι το αγαπημένο συγκρότημα της μητέρας μου (αναγκαστικά δηλαδή τους έμαθα από πολύ μικρός). Ίσως πάλι να φταίει πως είναι ειλικρινείς μουσικοί και άνθρωποι και δείχνουν με περηφάνια τις αδυναμίες τους χωρίς να παριστάνουν τους άτρωτους rockstars. Πολύ πιθανό είναι βέβαια το ενδεχόμενο να με συγκινεί κάπως η φημισμένη ανθρωπιστική και κοινωνικοπολιτική τους δράση (αν και θεωρώ τον Bono ολίγον τι υπερβολικό). Όπως και να ‘χει, υπάρχουν κάποια πράγματα που κάνουν τους U2 ξεχωριστούς σ’ αυτόν τον κόσμο πέρα από τον χαρακτήρα και τη δράση τους [και τη μητέρα μου..]. Η ασύγκριτη ερμηνευτική ικανότητα του Bono, το χαρακτηριστικό ηχητικό φάσμα των Edge, Adam Clayton και Larry Mullen Jr. και η ικανότητά τους να παντρεύουν την δυναμικότητα και τον πειραματισμό με μια ατμοσφαιρική και πάντα μελωδική αισθητική. Κάπως έτσι θα περιέγραφα μουσικά τους U2 αν και ξέρω πως κάτι θα χω παραλείψει τελικά.
Την εποχή που “καρεκλάδες” και “μεταλλάδες” είχαν την τιμητική τους, ελάχιστοι καλλιτέχνες τόλμησαν να διατηρήσουν τις κλασσικές, παραδοσιακές αξίες του rock ζωντανές. Οι U2 ίσως οι σημαντικότεροι από αυτούς που αντιστάθηκαν στο ρεύμα και επέζησαν μέχρι και σήμερα, φτάνοντας τελικά στο σημείο να γεμίζουν με ευκολία στάδια σε οποιοδήποτε μέρος του πλανήτη. Εφόσον λοιπόν πλησιάζει η στιγμή που θα γεμίσουν κι ένα από τα δικά μας, το αφιέρωμα αυτό θα ναι ότι πρέπει για να σας στείλουμε στο ΟΑΚΑ διαβασμένους.
Όλα ξεκινούν το 1976 στην Ιρλανδία, όταν ένας 14χρονος drummer, ονόματι Larry Mullen Jr. αναρτά στον πίνακα ανακοινώσεων του σχολείου του, Mount Temple Comprehensive School ένα σημείωμα – αγγελία με το οποίο γνωστοποιούσε στους συμ- μαθητές του πως ψάχνει μέλη για ένα νέο συγκρότημα. Οι ενδιαφε- ρόμενοι που τελικά αποκρίθηκαν μάλλον δεν το μετάνιωσαν ποτέ. Μας είναι ήδη γνωστοί: Paul Hewson -ως “Bono Vox” αρχικά κι έπειτα απλώς Bono- στα φωνητικά, Dave Evans – για εμάς “The Edge”- στην κιθάρα και Adam Clayton στο μπάσο. Τον Evans συνόδευε αρχικά στην κιθάρα και ο αδερφός του, Dik ο οποίος όμως εγκατέλειψε πολύ νωρίς, ακριβώς πριν καταφέρουν να βγουν στην “επιφάνεια”. Η αρχική αυτή σύνθεση έφερε την ονομασία “Feedback” και ήταν έντονα επηρεασμένη από τους “μεγάλους” της βρετανικής punk rock σκηνής (βλ. The Clash, The Sex Pistols κτλ.). Δεν πέρασε ούτε ένας χρόνος κι αποφασίζουν να αλλάξουν το όνομά τους σε “The Hype“, ξεκινώντας παράλληλα μέσα στο 1977 να δουλεύουν το δικό τους υλικό καθώς όπως δήλωναν και οι ίδιοι: “Δεν ήμασταν αρκετά καλοί για να παίζουμε τα κομμάτια κάποιου άλλου”. Η διατήρηση της μουσικής τους προσωπικότητας ήταν όπως βλέπετε ακόμα κι από τότε βασικό συστατικό στοιχείο του χαρακτήρα τους. Το 1978,
φτάνουν σ’ ένα σημείο τομής για την καριέρα τους. Αποφασίζουν να λάβουν μέρος σ’ ένα talent show κι έτσι προσπαθώντας να σοβαρευτούν κάπως εμφανίζονται μ’ ένα πιο επαγγελματικό όνομα που είχαν επιλέξει, το διφορούμενο “U2”. Στο show αυτό ήταν κριτής κι ένας απεσταλμένος της CBS Records ο οποίος θα έδινε και την απαραίτητη προσοχή στο demo-έπαθλο που θα ηχογραφούσε η νικήτρια μπάντα. Το ταλέντο των νεαρών U2 ήταν αρκετά προφανές και -προς έκπληξη των ιδίων- η απόφαση της επιτροπής τους υπέδειξε φυσικά νικητές. Από εκεί κι έπειτα όλα κύλησαν ευνοϊκά, ο επιχειρηματίας Paul McGuinness πείθεται να γίνει manager τους και το πρώτο τους EP με τίτλο “U2:3” κερδίζει πολύ γρήγορα την προσοχή του ιρλανδικού κοινού και του ραδιοφώνου (1979). Το μόνο πρόβλημα που έπρεπε να λυθεί άμεσα ήταν πως δυσκολεύονταν να επεκταθούν εκτός της χώρας τους κι έτσι θα ‘πρεπε να ψάξουν γρήγορα για μια μεγαλύτερη δισκογραφική. Στο παιχνίδι μπαίνει λοιπόν η Island Records η οποία υπογράφει το κουαρτέτο τον Μάρτιο του 1980. Δύο μήνες μετά, κυκλοφορεί και το πρώτο τους διεθνές single από το U2:3. Το “11 O’ Clock Tick Tock” θα κάνει την εμφάνισή του στο παγκόσμιο airplay προμηνύοντας πως ήρθε η ώρα για τους U2 να μπουν στα ράφια με την πρώτη τους ολοκληρωμένη δουλειά.
Αυτή κυκλοφόρησε τελικά τον Οκτώβριο του 1980 και έφερε τον τίτλο “Boy“. Εισέπραξε ένα απρόσμενα θερμό καλωσόρισμα από κοινό και κριτικούς και παρείχε στους U2 και ένα αξιοπρεπέστατο single – “I Will Follow“- για να έχουν στις αποσκευές τους φεύγοντας για την πρώτη τους περιοδεία και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Κατά τη διάρκεια της Boy Tour έχτισαν αργά αλλά σταθερά τη φήμη τους και “προσηλύτισαν” αρκετούς. Όλο και περισσότεροι γίνονταν αυτοί που μιλούσαν για το πολλά υποσχόμενο ιρλανδικό σχήμα και ειδικά για τον αξιοπρόσεκτα ταλαντούχο frontman τους. Ήταν πολύ εύκολο γι’ αυτούς να ξεχωρίσουν γιατί πρέσβευαν κάτι το διαφορετικό από τους συνήθεις αστέρες της εποχής. Αυτό ακριβώς το διαφορετικό φάνηκε ιδιαιτέρως πολύ με το δεύτερο album τους το October (1981).
Όταν τρεις από τους τέσσερις σ’ ένα συγκρότημα είναι τόσο αφοσιωμένοι στην θρησκεία είναι πολύ λογικό να υπάρξει κάποια στιγμή η αμφιβολία για αν μπορεί να υπάρξει ποτέ σχέση μεταξύ του rock n’ roll και του χριστιανισμού. Το παρασκήνιο πίσω από το October λοιπόν βρίσκει τους Bono, Edge και Larry να εγγράφονται ως μέλη της χριστιανικής ομάδας “Shalom Fellowship” στο Δουβλίνο. Ειδικά ο Bono με τον Edge σκέφτονταν πολύ σοβαρά αν ήθελαν τελικά να συνεχίσουν αυτό που μόλις πριν από μερικά χρόνια ξεκίνησαν τόσο επιτυχημένα. Φανταστείτε αν επέλεγαν τελικά την θρησκεία πόσο ταλέντο θα πήγαινε χαμένο και πόσα εκατομμύρια κόσμου θα έχαναν τελικά
την αγαπημένη τους μπάντα. Πάντως για να του λόγου το αληθές, το October δεν ήταν καθόλου επιτυχημένη προσπάθεια. Μπορεί το συναισθηματικό και πνευματικό δίλημμα να λύθηκε και αυτό να εκφράστηκε πολύ έντονα μέσω της μουσικής με αυτό το spiritual στοιχείο και οι U2 να παράτησαν τελικά την χριστιανική ομάδα για χάρη της μουσικής, το κοινό όμως χρειαζόταν κάτι πραγματικά ανώτερο για να τους αποθεώσει.
Το ‘χω αναφέρει ήδη πολλές φορές και συγχωρέστε μου την επανάληψη αλλά το κάνω μόνο και μόνο για να τονίσω την σημασία της εποχής στην οποία βρίσκονταν οι U2 όταν άνθισαν (ε, βάζω και λίγο συναίσθημα παραπάνω έτσι..). Σκεφτείτε λοιπόν σε τι κυκλοφόρησε ένας δίσκος σαν το War. Το 1983 τα charts ήταν κατειλλημένα από κάθε είδους synth-pop κομμάτια και ο κόσμος είχε ξεσυνηθίσει εντελώς το feeling που βγάζει ένα αληθινό rock συγκρότημα. Το τρίτο album των U2 είναι η πλέον χαρακτηριστική προσπάθεια μιας μπάντας που προσπαθεί να στείλει ένα μήνυμα στον κόσμο. Ωμότητα παντού. Στη μουσική, στην παραγωγή και ιδίως στους στίχους. Το Sunday Bloody Sunday είναι ίσως από τα διασημότερα πολιτικοποιημένα κομμάτια όλων των εποχών. Μέσω των στίχων του ο Bono έκανε μια άμεση έκκληση για την ειρηνική λύση των προβλημάτων που βασάνιζαν τότε την Βόρεια Ιρλανδία. Για να μην κατηγορηθεί μάλιστα πως υποστηρίζει κάποια από τις δύο πλευρές, κάθε φορά
που έπαιζαν το κομμάτι αυτό κατά τη διάρκεια του War Tour, ο Bono τυλιγόταν με μια άσπρη σημαία και ξεκινώντας το, έλεγε: “Αυτό ΔΕΝ είναι ένα επαναστατικό τραγούδι!”, μια εικόνα που έχει περάσει πλέον στις χρυσές σελίδες της ιστορία της rock. Κατά τ’ άλλα, το πρώτο single από το War, το “New Year’s Day” αποτέλεσα παράλληλα την πρώτη μεγάλη τους εμπορική επιτυχία εδραιώνοντάς τους σε Ευρώπη και Αμερική (βοήθησε αρκετά και το MTV σε αυτό). Η πλειοψηφία των συναυλιών τους ήταν πλέον sold-out και επιτέλους το κοινό φάνηκε να ξεφεύγει λίγο από την πολιορκία της εμπορική pop.
Για να σφραγίσουν το κεφάλαιο αυτό, οι U2 κατέγραψαν υλικό από την περιοδεία τους και κυκλοφόρησαν ένα live EP/Video με τίτλο Under A Blood Red Sky (στην ουσία ήταν η βιντεοσκοπημένη εμφάνισή τους στο Red Rocks Amphitheater του Colorado). Το mini album αυτό κατάφερε να γίνει τελικά το πιο επιτυχημένο live album της βρετανικής ιστορίας και έδωσε στο συγκρότημα την ευκαιρία να διαπραγματευτούν το συμβόλαιό τους με την Island θέτοντας ευνοϊκότερους περί οικονομικών και καλλιτεχνικών θεμάτων.
Για την επόμενή τους δουλειά, οι U2 έβαλαν μια πρόκληση στον εαυτό τους. Στόχος τους ήταν να δημιουργήσουν κάτι το φρέσκο και πρωτότυπο έτσι ώστε να αποφύγουν το τυπικό rock στερεότυπο που πολλοί προκάτοχοί τους ακολούθησαν αναμασώντας τις ίδιες και
τις ίδιες ιδέες. Πιο συγκεκριμένα ήθελαν να πειραματιστούν με πιο ατμοσφαιρικά στοιχεία στη μουσική τους και εντελώς νέα γι’ αυτούς ηχητικά φάσματα. Για να το πετύχουν αυτό έπρεπε να επιλέξουν σωστά τον παραγωγό τους. Ο Edge πάντοτε εντυπωσιαζόταν από τις δυνατότητες της τεχνολογίας και πρότεινε κάποιον θαύμαζε για τις παραγωγές του και που ήταν αποδεδειγμένα έμπειρος στο ατμοσφαιρικό. Αυτός ήταν ο Brian Eno που μαζί με τον Daniel Lanois ανέλαβαν την παραγωγή του The Unforgettable Fire (1984). Το αποτέλεσμα της συνεργασίας έφερε τους U2 ένα βήμα πιο κοντά στην κορυφή. Ήταν όντως πολύ πιο αιθέριο και ατμοσφαιρικό από το ωμό War, έφερε όμως κι αυτό τα δικά του μηνύματα. Ο τίτλος ήταν παρμένος από μια συλλογή πινάκων, ζωγραφισμένων από επιζώντες της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι. Το Pride (In The Name Of Love) ήταν γραμμένο ως φόρος τιμής στον Martin Luther King Jr. και ήταν το πρώτο single τους που έσπασε το φράγμα του βρετανικού Top 5 και του αμερικανικού Top 40. Αξίζει επίσης να σημειωθεί από εδώ και το “Bad” που ήταν γραμμένο με θέμα τις μάχες που έδιναν παλιοί φίλοι του Bono με τα ναρκωτικά και παραμένει μέχρι και τώρα ένα από τα αγαπημένα live κομμάτια των U2. Μια λοιπόν και πιάσαμε τα live, πρέπει να επισημάνουμε την μεγάλη τους εμφάνιση στο Live Aid του 1985 που είχε ως σκοπό την ανθρωπιστική βοήθεια για την εξαφάνιση της πείνας στην Αιθιοπία. Αν μέχρι τότε κάποιος δεν είχε δει τους U2 τότε σίγουρα εκείνη ήταν η
κατάλληλη στιγμή για να το κάνει. Με πάνω από ένα δισεκατομμύριο θεατές συνολικά σε όλον τον κόσμο, οι U2 κυριολεκτικά έκλεψαν την παράσταση. Highlight της βραδιάς μια εκτεταμένη εκτέλεση του Bad (13 λεπτά παρακαλώ!) κατά τη διάρκεια της οποίας ο Bono κατέβηκε από την σκηνή του Wembley για να χορέψει με έναν οπαδό. Οι φιλανθρωπικές εμφανίσεις συνεχίστηκαν εκείνη την περίοδο με την “Conspiracy Of Hope” tour να πραγματοποιείται στα πλαίσια της Διεθνούς Αμνηστίας σε sold-out αρένες και στάδια. Δε νομίζω πως ήταν δύσκολο για κάποιον να προβλέψει πως η καριέρα των U2 σύντομα θα απογειωνόταν σε ονειρικά επίπεδα.
Χρειάστηκε ένας ακόμα χρόνος για να το πετύχουν αυτό. Αν η Γη είχε πρόσωπο, θα ‘λεγε κανείς πως το 1987 αποφάσισε να κοιτάξει προς τους U2. Εξοικειωμένοι πλέον πλήρως με τον ρόλο που έπαιζαν στα μουσικά δρώμενα, έφτασαν τη μουσική τους στο 100% με τον πέμπτο τους δίσκο, το ιστορικό “The Joshua Tree“. Νούμερο 1 σε Ηνωμένο Βασίλειο και Αμερική, παρήγαγε τρία από τα πιο ξακουστά singles της ιστορίας: “With Or Without You“, “I Still Haven’t Found What I’m Looking For“, “Where The Streets Have No Name” δεν θα σταματήσουν ποτέ να ακούγονται στα ραδιόφωνα γιατί η εμπορική και καλλιτεχνική τους αξία είναι απλούστατα αλεξίσφαιρη. Στο Joshua Tree, οι U2 εξερεύνησαν βαθύτερα τις ρίζες της μουσικής τους και σχημάτισαν μια συναισθηματική σχέση με την παραδοσιακή
αμερικανική rock και folk. Προσθέτοντας αυτή τη συνειδητοποιημένη οπτική για την μουσική καταγωγή τους στην ήδη υπάρχουσα πρωτοποριακή συνθετική τους ικανότητα, έχτισαν ένα αριστούργημα που δεν θα μπορούσε να γκρεμιστεί ποτέ με τίποτα. Ο ίδιος ο Bono, είναι πιο δημιουργικός από ποτέ με τους στίχους του. Το ταξίδι που πραγματοποίησε το 1986 στο Σαν Σαλβαδόρ και τη Νικαράγουα, έδωσε στην πένα του μια νέα πνοή. Τραγούδια όπως τα “Bullet In The Blue Sky” και “In God’s Country” θίγουν προβληματικές πτυχές του αμερικανικού έθνους ενώ καθ ‘όλη τη διάρκεια του δίσκου ο frontman τραγουδά για τις αμφιβολίες της ανθρώπινης πίστης, τα ναρκωτικά και τις κοινωνικές αδικίες. Έτσι οι U2 κατάφεραν να πάρουν τα πρώτα τους Grammies. Μέχρι και το περιοδικό TIME τους έδωσε την ευκαιρία να εμφανιστούν στο εξώφυλλό του (ελάχιστοι καλλιτέχνες το χουν καταφέρει αυτό) με την ετικέτα να αναγράφει “Rock’s Hottest Ticket“. Η λέξη “μεγαλείο” είναι σίγουρα η πλέον κατάλληλη για να περιγράψει κάποιος εκείνη την χρονιά.
Θέλοντας να ακολουθήσουν την μέθοδο που χρησιμοποίησαν και στο Under A Blood Red Sky μετά την επιτυχία του War, οι U2 προσπάθησαν να φτιάξουν έναν επίλογο στην έκρηξη του Joshua Tree με κάτι ξεχωριστό. Έτσι γεννήθηκε το Rattle And Hum (1988), ένα rock documentary-album που περιείχε κάποιο νέο υλικό συνοδευόμενο από live ηχογραφήσεις-στιγμιότυπα του Joshua Tree Tour. Σκοπός τους ήταν να τιμήσουν, με αυτήν την κυκλοφορία, τις μεγάλες
μουσικές προσωπικότητες που τους ενέπνευσαν να φτάσουν εκεί που ήταν. Τους βλέπουμε λοιπόν να παίζουν μαζί με τον B.B. King στα Sun Studios (το μέρος που “γεννήθηκε” ο Elvis) στο “When Love Comes To Town“, με τον Bod Dylan στο “Love Rescue Me” και να διασκευάζουν Beatles και Jimi Hendrix. Από τα νέα κομμάτια ξεχωρίζει το πετυχημένο “Desire” και το “Angel Of Harlem” το οποίο έγραψαν οι U2 προς τιμήν της μεγάλης jazz τραγουδίστριας, Billie Holiday. Η γενική αντίδραση του κοινού ήταν αρκετά διχασμένη. Μια μερίδα ανθρώπων ακολουθούσε πλέον οτιδήποτε κι αν έκαναν οι Ιρλανδοί ενώ κάποιοι άλλοι -μάλλον ήταν και περισσότεροι αυτοί- τους κατηγόρησαν για υπερβολική αυτοπροβολή λέγοντας πως “το παράκαναν” ενώ παράλληλα αντιμετώπισαν με σκεπτικισμό την ξαφνική λατρεία των U2 για καθετί αμερικάνικο. Οι ίδιοι οι U2 διάβασαν τα σημάδια σωστά και απέφυγαν να επισκεφτούν οποιονδήποτε προορισμού επί αμερικανικού εδάφους κατά τη διάρκεια της μικρής περιοδείας Lovetown του 1989. Ολοκληρώνοντάς τη, αφήνουν μεγάλο μέρος του 1990 να περάσει για να ανασυγκροτηθούν και συναντιούνται ξανά στο Βερολίνο για να ξεκινήσουν και πάλι να ηχογραφούν με τους Eno και Lanois. Εκεί συνειδητοποιούν πως δεν πρόκειται να έχουν άμεσα τα επιθυμητά αποτελέσματα και αποφασίζουν να “αποσυρθούν και να τα φανταστούν ξανά όλα από την αρχή”. Κι έτσι ακριβώς έκαναν.
Για έναν χρόνο έμειναν σε ολική αφάνεια. Στα τέλη δε του 1991 που αποφάσισαν να επανεμφανιστούν ήταν πιο διαφορετικοί από ποτέ. Το Achtung Baby είναι σαν να λέμε U2 2.0! Άφησαν πίσω τους την αμερικανική μουσική παράδοση που τόσο τίμησαν στα Joshua Tree και Rattle and Hum και την αντικατέστησαν με μια avant-garde αισθητική ευρωπαϊκής προέλευσης που περιείχε πολύ περισσότερα ηλεκτρονικά στοιχεία και πειραματισμούς. Μαζί όμως με την αισθητική άλλαξε κατά πολύ και ο χαρακτήρας τους. Ο Bono παρατά για λίγο τα κοινωνικοπολιτικά και καταπιάνεται με πολύ πιο προσωπικά θέματα με πρωτοφανή (ακόμα και για κείνον) συναισθηματισμό (βλ. “Acrobat”). Τα hits που βγήκαν από εδώ μας είναι και αυτά πολύ οικεία: “Mysterious Ways” και “One” (το μόνο κλασσικό U2 κομμάτι του δίσκου) δεν σταμάτησαν ποτέ να παίζουν στο ραδιόφωνο, ενώ εκείνη την εποχή έκανε επίσης αρκετά μεγάλη επιτυχία το single “The Fly”. Τα τρία αυτά μαζί μπορεί να μην επανέλαβαν τον πάταγο του Joshua Tree, έκαναν όμως το Achtung Baby έναν από τους πιο επιτυχημένους δίσκους των U2.
Ένα επιτυχημένο album χρειάζεται και μια εξίσου επιτυχημένη περιοδεία και αυτό οι τέσσερις Ιρλανδοί το ‘χαν μάθει πλέον πολύ καλά. Η Zoo TV συνόδευσε τελικά τον 6ο δίσκο του συγκροτήματος και ήταν μια από τις πιο πρωτοποριακές περιοδείες που πραγματοποιήθηκαν ποτέ.
Πλήθος από γιγαντοοθόνες, ακόμα περισσότερες κάμερες (μία εξ’ αυτών στα χέρια του ίδιου του Bono) και στη μέση οι U2, όσο παράξενοι γίνεται. Η glam εμφάνιση που υιοθέτησαν σε συνδυασμό με τις διάφορες στολές που άλλαζε ο Bono ανάλογα με το κομμάτι, έκαναν την ατμόσφαιρα να μοιάζει πιο πολύ με θεατρικής παράστασης κι όχι τόσο με συναυλίας. Όλα όμως ήταν εσκεμμένα. Ο νέος, χαλαρός και χιουμοριστικός χαρακτήρας των U2 ήταν το μέσο του για να σατιρίσουν τις υπερβολές που πολλές φορές δημιουργούσε το στερεότυπο του rock n’ roll attitude. Πολλούς fans τους πάντως, τους συνεπήρε τόσο πολύ το καλοστημένο σκηνικό και το υπερδραστήριο performance της μπάντας που τελικά δεν έπιασαν καν το νόημα και την ύπαρξη της σάτιρας. Ανάμεσα στα περίπου δυο χρόνια που διήρκησε η Zoo TV, οι U2 κατάφεραν να ξεκλέψουν κάποιο χρόνο ώστε να μπουν ξανά στο studio. Το αρχικό τους σχέδιο ήταν να δημιουργήσουν ένα νέο EP, η φόρα που είχαν πάρει όμως και η έμπνευσή τους είχαν διαφορετική γνώμη. Το Zooropa κυκλοφορεί τελικά το 1993 πριν καλά καλά τελειώσει ο κύκλος της περιοδείας ως το 7ο ολοκληρωμένο album των U2.
Ήταν ολοφάνερα επηρεασμένο από το νέο κλίμα που είχε δημιουργηθεί στο Achtung Baby. Οι U2 μάλιστα ρίσκαραν αρκετά προσπαθώντας να πολλαπλασιάσουν το ηλεκτρονικό-πειραματικό στοιχείο, το κοινό όμως τους αντάμειψε τελικά και πάλι. Εδώ που τα λέμε, παρόλο το
ρίσκο δεν πιστεύω πως το Zooropa είχε ποτέ σοβαρό λόγο να φοβάται την απόρριψη, από τη στιγμή που περιείχε τόσο ενδιαφέρουσες συνθέσεις. Το μόνο αρνητικό ήταν, κατά τη γνώμη μου, ενοχλητικά περίεργο video clip του “Lemon”. Το ίδιο το τραγούδι είναι βέβαια καταπληκτικό, όπως επίσης είναι και τα: “Daddy’s Gonna Pay For Your Crashed Car“, “Numb” (με lead vocals από τον Edge αντί του Bono) και το “Wanderer” στο οποίο συμμετέχει και ο Johnny Cash. Στο Zooropa βρίσκεται και ένα από τα αγαπημένα μου κομμάτια, η καλύτερη κατ’ εμέ μπαλάντα τους, το “Stay (So Far Away, So Close)”.
Φτάνουμε τώρα στο έτος 1995 και την κυκλοφορία της ταινίας Batman Forever. Οι U2 θα δανείσουν ένα νέο κομμάτι τους, το glam rock “Hold Me, Thrill Me, Kiss Me, Kill Me” για τις ανάγκες του soundtrack της ταινίας και ύστερα θα ξαναμπούν στο studio με τον Brian Eno να συνεργάζεται μαζί τους full time στη σύνθεση, στην παραγωγή αλλά και στο παίξιμο. Το αποτέλεσμα ήταν τουλάχιστον ιδιαίτερο. Ο πειραματισμός ήταν τόσο έντονος σ’ αυτά τα sessions που το αποτέλεσμα έμελλε να μην κυκλοφορήσει καν υπό το όνομα U2. Το Original Soundtracks 1 έφερε ως δημιουργούς κάποιους με ψευδώνυμο Passengers αποκρύπτοντας όσο το δυνατόν περισσότερο την πραγματική ταυτότητα των Ιρλανδών από την κριτική των media. Ούτε καν στον ίδιο τον Larry Mullen Jr. δεν άρεσε αυτό που δημιούργησαν εκεί καθώς όπως υποστηρίζει “πολλά συνθετικά όρια ξεπεράστηκαν σ’ αυτό το album”. Για όσους πάντως ενδιαφέρονται, υπάρχει κι ένα κομμάτι που ξεχωρίζει. Είναι το “Miss Sarajevo” στο οποίο θα ‘χετε την ευχαρίστηση
να ακούσετε και την μεγαλειώδη φωνή του Luciano Pavarotti.
Δύο χρόνια αργότερα, οι U2 θα ζήσουν αυτό που λέμε “Τρίτη και φαρμακερή”. Κατάφεραν ως τότε να ξεφύγουν εντελώς από τους “συμβατικούς” U2 που έχουν ως σημείο αναφοράς τους μόνο το Joshua Tree και να τους βγει τελικά σε καλό. Ε, την τρίτη φορά όλοι φάνηκαν να κουράζονται. Το Pop βασικά δεν έχει τίποτα κακό σαν album. Απλώς μπόρεσε να παίξει στις μεγάλες κατηγορίες όπως έκαναν τα υπόλοιπα. Ενδεικτικό είναι πως παρόλο που ξεκίνησε στη θέση νο.1 σε 35 χώρες, το ενδιαφέρον του κόσμου μειώθηκε αισθητά πολύ πιο γρήγορα από το αναμενόμενο. Μειώθηκε γιατί ο δίσκος αυτός, μάλλον για πρώτη φορά στην ιστορία των U2, δεν είχε τίποτε εξ’ ολοκλήρου νέο να προσφέρει. Έκανε κι ο Bono το λάθος να πει πριν το κυκλοφορήσουν πως επρόκειτο για κάτι εντελώς rock n’ roll κι όλοι περίμεναν κάτι εντελώς διαφορετικό. Προχωρημένα παραγωγικά στοιχεία και ωραιότατο groove δεν λέω αλλά φαινόταν σαν οι U2 να ήθελαν πλέον μόνο να club-άρουν κι όχι να rock-άρουν. To “Discotheque” είναι ίσως το χαρακτηριστικότερο και σίγουρα το δυνατότερο σημείο του Pop. Πολλοί υποστήριξαν πως ο δίσκος δεν κατάφερε να αγγίξει τα επίπεδα που ήθελε το ίδιο το συγκρότημα επειδή βρίσκονταν υπό πίεση να το τελειώσουν στην ώρα του. Ο λόγος ήταν η προκαθορισμένη τους περιοδεία PopMart, μια υπερπαραγωγή που είχε ως στόχο να αναπαράγει κατά κάποιο τρόπο το στυλ του Zoo TV Tour. Αυτή τη φορά
, το συγκρότημα αποφάσισε να τα βάλει με τον καταναλωτισμό και τα media. Μια τεράστια κίτρινη αψίδα, παραπομπή στο σήμα των McDonalds στήθηκε στη μέση της σκηνής, με ένα φωταγωγημένο λεμόνι και μια 50μετρη οθόνη να την πλαισιώνουν. Μια μεγάλη σκηνή για όχι και τόσο “μεγάλα” κομμάτια. Παρόλη τη γενικότερη αποτυχία της PopMart Tour, οι U2 αποκόμισαν και κάτι όμορφο από αυτήν. Ήταν στα πλαίσια αυτής της περιοδείας, όταν έζησαν την συγκινητικότερη και πιο έντονη συναυλιακή εμπειρία της καριέρας τους. Όλοι τους μέχρι και σήμερα αναπολούν αυτό το live λέγοντας πως όσα χρόνια καριέρας κι αν έχουν πέρασαν, όλα τους θα άξιζαν και μόνο για εκείνη την εμπειρία. Ήταν οι πρώτοι που έπαιξαν εκεί μετά τον αιματηρό βοσνιακό πόλεμο.
Προχωρούμε τώρα. Είμαστε σίγουροι πως οι U2 ήταν, είναι και θα είναι πάντα μια πανέξυπνη μπάντα. Μεγάλωσαν, πέρασαν τις μεγάλες τους δόξες στα 80s (ας οριοθετήσουμε την περίοδο αυτή με τον όρο “η πρώτη εποχή”), πειραματίστηκαν όσο ήθελαν με σύγχρονα μουσικά στοιχεία κατά τη διάρκεια των 90s (αυτή είναι μάλλον η “δεύτερη εποχή”) και τελικά έφτασαν στο σημείο να ψάχνουν την εξιλέωση από το κοινό τους για τα “παραστρατήματα” και να ξεκινήσουν μια τρίτη εποχή με επιτυχία. Εδώ ακριβώς πρέπει να επανέλθω στο ότι έχουμε να κάνουμε με τέσσερις πανέξυπνους ανθρώπους. Ξέρουν να διαβάζουν σωστά τα σημεία των καιρών και των media (κυρίως των δεύτερων). Κατάλαβαν λοιπόν πως υπήρχε μονάχα ένας τρόπος για να μπουν στη νέα χιλιετία με το δεξί κι αυτός
ήταν η επιστροφή στον παλιό καλό τους εαυτό, αυτόν που ζούσε για να γεμίζει τις αρένες. Δεν χρειαζόταν στροφή 180 μοιρών όμως. Έπρεπε να πάρουν μαζί τους όλα αυτά που αποκόμισαν από την καριέρα τους και ειδικά από την αλληλουχία Achtung Baby- Zooropa – Pop. Κάτι σαν έναν σουρωτήρι που κατακρατά τα στιβαρά -θετικά στοιχεία και απορρίπτει τα αμφισβητήσιμα. Έτσι κάπως έφτιαξαν το “All That You Can’t Leave Behind” (2000), το album-επιστροφή τους. Εννοείται φυσικά πως το δίδυμο Eno, Lanois δεν θα μπορούσε να απουσιάζει ούτε από αυτήν την μεγάλη στιγμή του συγκροτήματος.
Μετά από χρόνια, καταφέρνουν να σαρώσουν τα grammies και τα charts του κόσμου με ένα ακόμη σαρωτικό single-ύμνος, το “Beautiful Day“. Εγώ εκεί τους γνώρισα, όταν σαν έφηβος τα παράταγα όλα είτε για να πάω στην τηλεόραση να χαζέψω το clip με τα αεροπλάνα να περνούν πάνω από τον Bono και την παρέα του είτε για να δυναμώσω το ραδιόφωνο που δεν ξέρω κι εγώ πόσες φορές τη μέρα έβαζε το συγκεκριμένο κομμάτι. Τώρα πάντως που έχω τη δυνατότητα να το κρίνω κάπως πιο έμπειρα, μπορώ να παρατηρήσω ακριβώς πως η συνταγή που σας ανέφερα παραπάνω έκανε τους U2 να πετύχουν όλα όσα ήθελαν. Είναι αρκετά σίγουροι ώστε να δημιουργήσουν ένα μίγμα αυθεντικής pop (βλ. τη συνολική παραγωγή και πιο συγκεκριμένα το “Wild Honey”) με αυθεντική rock (βλ.
“Beautiful Day“, “Walk On“, “New York” κα.) και να το κάνουν για πρώτη τους φορά χωρίς να αφήσουν κάποιον δυσαρεστημένο για το άκουσμά του. Είναι επίσης αρκετά σοφοί ώστε να αποφασίσουν να χρησιμοποιήσουν τις εμπειρίες τους από τις ενδοσκοπήσεις του October και του Rattle And Hum για να δημιουργήσουν “gospel” σαν το “Stuck In A Moment” και να μην αποτύχουν. Είναι βέβαια και αρκετά έμπειροι ώστε να παίξουν με όλα αυτά που έχουν ήδη δοκιμάσει κατά τη διάρκεια της καριέρας τους και εξίσου ώριμοι ώστε να τοποθετήσουν το καθένα μόνο εκεί που χρειαζόταν. Ένα συναισθηματικό album που κυκλοφόρησε σε άκρως φορτισμένους καιρούς. Μιλάω για την παγκόσμια ευαισθητοποίηση με θέμα τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου. Οι U2 δεν θα μπορούσαν να λείπουν από τα κοινωνικά δρώμενα κι έτσι έδωσαν έμμεσα περαιτέρω ώθηση και στο “All That You Can’t Leave Behind” ώστε να αγγίξει τον κόσμο στις ίδιες ευαίσθητες χορδές που άγγιξε κάποτε και το War.
Μιλώντας για War θα μας είναι πιο εύκολο να μπούμε στο κλίμα για τη συνέχεια. Για το επόμενό τους album, οι Ιρλανδοί αποφάσισαν να κυνηγήσουν έναν πιο σκληρό ήχο, βασισμένο στην ωμότητα του παιξίματός τους όπως είχαν κάνει κάποτε με το τρίτο τους album. Για να επιτευχθεί αυτό κάλεσαν έναν φίλο τους από παλιά, τον παραγωγό του War, Steve Lillywhite. Μαζί, δημιουργούν
το How To Dismantle An Atomic Bomb (2004). Hits: παρόντα, media interest: τεράστιο (μέχρι και συμβόλαιο με την Apple σύναψαν για να κυκλοφορήσει ένα συλλεκτικό μοντέλο iPod- U2) και οι U2 είναι ακόμα εκεί που ανήκουν: στις αρένες. Το πρώτο single από τον δίσκο, το “Vertigo” δείχνει με πολύ άμεσο τρόπο τις διαθέσεις της μπάντας, αφού είναι πιο rock από ποτέ. Με το “Sometimes You Can’t Make It On Your Own“, ο Bono ανοίγει την καρδιά του στον κόσμο, τραγουδώντας για την προβληματική του σχέση με τον εκλιπόντα πατέρα του. Δύο ακόμα κομμάτια έσπρωξαν τον δίσκο ακόμα πιο πολύ, το “City Of Blinding Lights” (το αγαπημένο μου από εδώ) και το “All Because Of You”. Επιτυχία; Check. Η ένταξή τους στο Rock N’ Roll Hall Of Fame πραγματοποιείται το 2005 από το “Αφεντικό”, Bruce Springsteen ενώ μέχρι και το 2006 ο δίσκος θα συνεχίσει να βραβεύεται, μαζεύοντας συνολικά 8 Grammies παρακαλώ.
Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, οι Ιρλανδοί θα δεχτούν έντονη αρνητική κριτική από την ίδια τους τη χώρα γιατί είχαν τυπικά μετακομίσει στην Ολλανδία ως φοροφυγάδες. Αφορμή γι’ αυτό, ήταν τα βαριά φορολογικά μέτρα που αποφάσισε να πάρει η ιρλανδική κυβέρνηση με αντικείμενο τους καλλιτέχνες. Οι U2 θεώρησαν πως αδικούνταν με το να φορολογούνται τόσο βαριά τη στιγμή που το 95% των δραστηριοτήτων τους
1473