Αναμφίβολα, μπορείς να τους θεωρήσεις ήρωες μιας ολόκληρης γενιάς πιτσιρικάδων, οι οποία στο πρόσωπο των Slipknot βρήκε τους δικούς της Metallica.
Από τα πιο αναγνωρίσιμα προϊόντα της mainstream κουλτούρας εκείθεν του Ατλαντικού, οι Slipknot είχαν την τύχη από την αρχή να έχουν την υποστήριξη ολόκληρης της media βιομηχανίας, η οποία εκμεταλλεύθηκε από τη μια την τυποποιημένη σκληρότητα της μουσικής τους, από την άλλη την προκλητικότητα της μυστικότητας που περιέβαλλε το (πάλαι ποτέ) 9μελές σχήμα χρησιμοποιώντας μάσκες, αποκρύπτοντας την πραγματική ταυτότητα των μελών του, έτσι ώστε να έχουν αποκτήσει εκατομμύρια οπαδούς, αποφέροντας τεράστια κέρδη σε όλον αυτόν τον μηχανισμό προώθησης.
Ο θάνατος του μπασίστα Paul Grey το 2010, μετά την κυκλοφορία του πολυπλατινένιου “All Hope Is Gone”, ανέκοψε για αρκετό καιρό αυτήν την υπερεπιτυχημένη εμπορικά πορεία, χωρίς φυσικά αυτό να σταθεί ικανό να μειώσει τη δημοτικότητα του όνοματός τους, μια και συχνά πυκνά, εξακολουθούσε να τραβάει την προσοχή του glam system, τροφοδοτώντας αυτόν το σύγχρονο μύθο.
Πέρα από περγαμηνές, promotion και όλα τα σχετικά, κάτω από την επιφάνεια, οι Slipknot δεν ήταν κάτι λιγότερο από ένα αρκετά καλό συγκρότημα που έγραφε δυνατή και σκληρή μουσική (αν και ο λόγος αυτός, ουδέποτε έπαιξε ρόλο στην εμπορική τους καταξίωση), μεταλλάσσοντας τα χαρακτηριστικά των Pantera και των Machine Head σε κάτι πιο προσιτό για τον US νεολαίο.
Με αλλαγές στη σύνθεσή τους (τα καθήκοντα του μπάσου για τις live εμφανίσεις έχει αναλάβει ο κιθαρίστας και ιδρυτικό μέλος Donnie Steele, ενώ η ταυτότητα του νέου drummer που αντικατέστησε τον Joey Jordison παραμένει άγνωστη) και 7μελείς πλέον, οι Slipknot κυκλοφορούν το νέο, πέμπτο στουντιακό album τους, που φέρει τον τίτλο “5: The Gray Chapter”, ένα δίσκο που αποκλίνει σημαντικά από τα ως τώρα πεπραγμένα τους, τουλάχιστον συνθετικά.
Με ένα ηχητικό προσωπείο που βρίσκεται κάπου ανάμεσα στα “Iowa” και “The Subliminal Verses”, οι Slipknot ακούγονται περισσότερο εσωστρεφείς, δείχνουν αποσχιστικές τάσεις από το politically correct “ακραίο” μονοπάτι, όντας αρκετά πιο σκοτεινοί από το σύνηθες ύφος τους. Βέβαια, μη φανταστείς ότι το γύρισαν σε βιρτουοζικές progressiveιές ή Offspringοpunkιές. Οι επιρροές από την θηριωδία των Machine Head των τελευταίων τους κυκλοφοριών εξακολουθούν να συνθέτουν τον αόρατο καμβά πάνω στον οποίο δημιουργούν οι Slipknot με αρκετά τεχνικά riffs που συμπλέκονται με τερτίπια της σύγχρονης fx τεχνολογίας, με nu metal/ hardcore άποψη στην εκτέλεση και death χαρακτήρα που καθορίζεται από την δυναμικότατη performance του Corey Taylor, ο οποίος είναι αναμφισβήτητα ένας χαρισματικός frontman. Πεσιμιστική, σε σημεία απολύτως doom, ατμόσφαιρα, η επιθετικότητα σε υψηλά επίπεδα αν και δεν υποστηρίζεται από τον ανάλογο ήχο, ο οποίος είναι μεν συμπαγέστατος, αλλά δίνει την αίσθηση ότι πνίγει τη ροή του δίσκου, προσεγγίζοντας την έννοια “industrial metal” για πρώτη φορά τόσο κοντά.
Τα πάντα είναι άρτια παιγμένα, κυριαρχεί μια “δύναμη για δύναμη” νοοτροπία, υπάρχει ελλειπτική σχέση με τον όρο “μελωδία”, το album είναι στριφνό, απαιτεί πολλά ακούσματα για να αφομοιωθεί πλήρως, ενώ το πιο εντυπωσιακό σ’ αυτήν την κυκλοφορία είναι η απουσία εύπεπτων, “εύκολων” στιγμών. Άκου τα “If Rain is what you want”, το εύγλωττο “Killpop”, το εναρκτήριο “XIX”, το “Lech” ή το “Goodbye” και θα καταλάβεις ότι οι Slipknot ωριμάζουν, κάνοντας χρήση πολλών σκατοψυχικών δανείων από Neurosis metal. Όπως επίσης τιμούν το brutal neodeath παρελθόν τους μέσα από τα “Sarcastrophe”, το officially clipped “The Devil in I” ή το “Custer”.
Τελικώς, το “5: The Gray Chapter” αντιπροσωπεύει πλήρως το όνομά του και το όνομα των δημιουργών του. Είναι μεταβατικός δίσκος στην ουσία του, από μια μπάντα που αρχίζει να οικοδομεί τον επαναπροσδιορισμό της. Κυρίως καλλιτεχνικώς. Εμπορικά και με ισχύοντα τα δεδομένα της παγκόσμιας αγοράς αυτήν τη στιγμή, θεωρώ ότι θα ακολουθήσει την πορεία όλων των κυκλοφοριών τους, αλλά είμαι σχεδόν σίγουρος ότι, τουλάχιστον με το νέο τους προσωπείο, οι Slipknot έκαναν ένα album καθαρά για τους εαυτούς τους, παρακάμπτοντας τους κανόνες της αγοράς, κι αυτό ίσως γίνει η αιτία μια μερίδα των επιφανειακών ακροατών τους, να απομακρυνθεί. Αλλά ίσως είναι και το μόνο album που η έκφραση “γαμάτοι οι Slipknot”, απέκτησε οντότητα. Υπολείπεται αισθητά βέβαια σε σχέση με άλλες πρόσφατες κυκλοφορίες του χώρου (το νέο album των Machine Head, για παράδειγμα), αλλά ανέλπιστα καλό πάραυτα.
933