Για πάρα πολύ κόσμο, ένα θρυλικό συγκρότημα, μια μπαντάρα, “Θεοί”.
Ήρωες με την κυριολεκτική έννοια του όρου, όταν αναφερόμαστε σε μουσικά σύνολα που άφησαν το στίγμα τους. Γονείς ενός ολόκληρου ρεύματος, του μελωδικού death metal με τα μνημεία “Terminal Spirit Disease” και “Slaughter Of The Soul” (χωρίς να υποτιμώ φυσικά τα δυο πρώτα “The Red In The Sky Is Ours” και “With Fear I kiss the Burning Darkness”), η σφραγίδα που άφησαν οι πέντε αυτοί σουηδοί στην ευρωπαϊκή μεταλλική σκηνή δείχνει ότι θα μείνει για πάντα ανεξίτηλη μιας και τα σημάδια της τεχνοτροπίας τους, συνεχίζουν να εμφανίζονται συχνότατα σε όλες τις κυκλοφορίες της εικαστικής αυτής φόρμας ακόμη και τώρα, 20 περίπου χρόνια μετά.
Για τον υπογράφοντα, κάτι πολύ περισσότερο. Η πρώτη μου επαφή με τους At The Gates, ανάγεται σ’ εκείνες τις στιγμές που ο απλός λαός ονομάζει “σταθμούς”. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το πολιτισμικό σοκ που διέλυσε έναν ολόκληρο μηχανισμό αντίληψης ακούγοντας (και λιώνοντας μέχρι και σήμερα) τα συγκεκριμένα album. Ένα ενδοσκοπικό μακελειό που εν δυνάμει αποκρυστάλλωσε μια για πάντα οποιοδήποτε σχέση της μουσικής με την ψυχή μου, θέτοντας νέες σταθερές στην οπτική γωνία που άκουγα πλέον μουσική.
Οι At The Gates, διαλύθηκαν λίγο μετά το “Slaughter Of The Soul” και το ωστικό του κύμα που σάρωσε ολόκληρο τον κόσμο. Αρνούμενοι να δρέψουν την εγγυημένη δόξα που προσφερόταν από την καθολική αποδοχή τους από την μεταλλική κοινότητα, διέλυσαν πάνω στο ζενίθ τους εν μέσω προσωπικών προβλημάτων και η μετέπειτα ιστορία τους, είναι λίγο-πολύ γνωστή. Ο Adrian Erlandsson (drums) και τα αδέρφια Jonas (μπάσο) και Anders (κιθάρες) Bjorler δημιούργησαν τους επίσης θρυλικούς The Haunted, δηλαδή την άμεση ηχητική συνέπεια της διαλυμένης μπάντας τους, ο Martin Larsson (κιθάρες) περιπλανήθηκε σε πολλά underground σχήματα με την ιδιότητα του μπασίστα, ενώ ο Tomas Lindberg χάριζε τη φωνή του δεξιά και αριστερά σε σχεδόν κάθε ανερχόμενη και ακραία σουηδική μπάντα.
Το νέο ότι οι At The Gates με το original line-up δουλεύουν πάνω σε ένα ολόφρεσκο νέο album, έσκασε σαν βόμβα δημιουργώντας αμφότερα πλήθος προσδοκιών αλλά και πλήθος αμφιβολιών οι οποίες αφορούσαν αυτήν την επιστροφή, με τον φόβο της ίδιας της απομυθοποίησής τους με μια κυκλοφορία που ενδεχομένως θα σπίλωνε την ολόλαμπρη ιστορία τους. Μια σκέψη που πολύ απλά με το “At War With Reality” δεν έχει κανένα απολύτως λόγο να απασχολήσει το νου κανενός. Γιατί η επιστροφή των At The Gates είναι απολύτως αντιπροσωπευτική του βάρους που έχει η φανέλα. Αλλά, πρόσεξέ με. Είναι οι At The Gates και μεγάλωσαν. Είναι πιο ώριμοι παρά ποτέ, πιο σκοτεινοί και doom από ποτέ και πάρα πολύ μελαγχολικοί, αποδίδοντας σχεδόν στο 100% μια ηχητική αναπαράσταση του ίδιου σκατόκοσμου και της γεωμετρικά προοδευμένης παρακμής του.
Με ανάλογης αισθητικής του intro του “The Swarm”, η ισπανόφωνη επίκληση του “El Altar del Dios Desconocido” δίνει τη σκυτάλη στο The Haunted ηχοτόπιο του “Death and the Liberty”, ένα ογκώδες και βαρύ κομμάτι. Με το mid tempo ομώνυμο “At War With Reality”, τα “Heroes and Tombs” και “The Circural Ruins” που συνδυάζουν τα θαυμάσια ρεφρέν τους με τη βρώμα των Entombed και κυρίως με τα “Order From Chaos”, το “The Book of Sand (The Abomination)”, το bonus “The Skin of A Fire”, το “City Of Mirros” και τον επίλογο “Night Eternal”, για πρώτη φορά οι At The Gates ακούγονται τόσο εσωστρεφείς, με πάμπολλα ακουστικά θέματα στα intros και στις δομές των τραγουδιών, με στριφνές μελωδίες και τεχνικότατα riff, τα οποία ίσως να στερούν λίγη από την συνήθη αμεσότητα που γνωρίζεις, αλλά του δίνουν προοδευτική ωριμότητα και ενδιαφέρον. Οι κορυφαίες στιγμές φυσικά είναι εκείνες στα οποία η μπάντα επιταχύνει και η καύλα που σε διαπερνάει κατά την ακρόαση των απαστράπτοντων “The Conspiracy Of The Blind” (Άσμα Ασμάτων λέμε φίλε), “The Language Of The Dead” (+Προcκυνώ Κύριε+), “The Head Of The Hydra”, “Eater Of Gods” και “Upon Pillars Of Dust”, δύσκολα αποτυπώνεται με λέξεις.
Καταιγιστικά riff από τον Anders (που δείχνει να επανακάμπτει μετά το “καλμαρισμένο” διάλειμμα των προοδευτικών τάσεων που επέδειξε στα μετα-”Dead Eye” album των The Haunted και του λυρικότατου solo album του) και τον Larsson, solo που συνεχίζουν την παράδοση της απλότητας που προϋπήρχε, απλές ακολουθίες πάνω στις βασικές μελωδίες των κομματιών, καταπληκτικές ενορχηστρώσεις που αναδεικνύουν αυτό το σαγηνευτικό άρωμα των έντονων “δυσαρμονικών” αντιθέσεων του μπάσου του Jonas, ένας Lindberg στα καλύτερά του, καυτηριάζοντας όλα τα κακώς κείμενα των σύγχρονων υποαστικών (πλέον) κοινωνιών με τρομερή ορμή και δύναμη και ένας Erlandsson, εγγύηση για το ρυθμικό υπόβαθρο ολόκληρου του album. Ηχητικά ο δίσκος βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα, διαυγέστατος αλλά με πολλές κρυφές λεπτομέρειες που θέλουν χρόνο και ακροάσεις για να αφομοιωθούν και δεν έχει το παραμικρό ψεγάδι που θα μπορούσε να ενοχλήσει το αυτί.
Το “At War With Reality” είναι κάτι πολύ παραπάνω από μια αξιοπρεπέστατη επιστροφή για τους μεγάλους αυτούς μουσικούς. Θα μπορούσα να συγκρίνω τη νέα τους δουλειά με το ενδοξότατο παρελθόν τους. Δεν θα το κάνω. Γιατί δεν αξίζουν κάτι τέτοιο τα τραγούδια του δίσκου. Η ιστορία έχει αποφανθεί ότι το “Slaughter…” είναι η αποστομωτική άρνηση όλων των σχετικοτήτων μέσα στα μούτρα του Αϊνστάιν και του Ηράκλειτου, είναι μια χωροχρονική απολυτότητα και το “At War With Reality” δεν πρόκειται να άρει αυτήν την πραγματικότητα. Και δεν έχει κανέναν τέτοιο σκοπό. Πρόκειται για έναν διασκεδαστικότατο δίσκο, μελωδικού και έξυπνου death metal, που θα κουνήσεις το κεφάλι σου πάνω κάτω, θα σε συγκινήσει μέχρι δακρύων με τα “από το παρελθόν” riff του σε πολλές στιγμές και με το χρόνο θα χαίρει όλο και μεγαλύτερης εκτιμήσεως.
Οι At The Gates μεγάλωσαν. Μαζί τους κι εγώ. Δίπλα τους. Στρέφοντας το βλέμμα, κοιτώντας τους, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι είναι οι ίδιοι που έστρεψαν την ψυχή μου κάποτε προς ένα απτό Φώς. Λίγο μεγαλύτεροι, ντυμένοι “ατημέλητα”, με μερικές ρυτίδες παραπάνω αλλά πιο αληθινοί από ποτέ. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερο credit από αυτό. Τα σέβη μου.
740