NICK CAVE & THE BAD SEEDS “Ghosteen”

Το περιπλανώμενο πνεύμα του Ghosteen γεννήθηκε την 14η Ιουλίου του 2015, όταν ο 15χρονος Arthur Cave γκρεμίστηκε από τους βράχους του Ovingdean Gap στο Brighton, στη διάβαση δίπλα στη θάλασσα. Έτσι, σχεδόν 40 χρόνια μετά το βάπτισμα της τραγωδίας όταν ο 19χρονος Nick Cave έχασε τον πατέρα του σε δυστύχημα, ο καθρέφτης της γυρίζει ανάποδα και ο πατέρας πια Nick χάνει τον γιο του.

Λένε πως αν γυρίσεις ανάποδα την αγάπη, θα βρεις οδύνη. Όσο πιο μεγάλη είναι η σφοδρότητα της αγάπης τόσο πιο βαθύς αποκαλύπτεται ο πόνος. Το μουσικό οδοιπορικό του Ghosteen είναι μια ευάλωτη περιπλάνηση ανάμεσα σε λιτές καθημερινές σκηνές ουτοπικής προσδοκίας και συντριπτικές παραισθήσεις. Ο φεγγαρόφωτος, σεληνιασμένος ταξιδιώτης, ο πατέρας με τη βαλίτσα στο χέρι ακολουθεί το δρόμο με τις γραμμές από το αίμα των ζώων. Πιθανά αυτή η αιρετική περιγραφή και εικόνα ταιριάζει γάντι στο πνεύμα του δημιουργού, που άγεται και φέρεται ανάμεσα σε αποκαθηλώσεις και λαβές πίστης, σε παγίδες μνήμης και ξέφωτα πνιχτής, σύντομης ανακούφισης.

Κλείνοντας με δυσκολία την πόρτα στη θύελλα της σκέψης, το Ghosteen είναι μουσικά άλλο ένα βήμα, το τρίτο στη σειρά της εποχής Nick Cave/Warren Ellis, της μετά Mick Harvey εποχής, όπου οι Bad Seeds απογυμνώνονται σταδιακά και οδηγούνται σε πεδία λιτών ενορχηστρώσεων με τις χαρακτηριστικές απουσίες της κιθάρας και των κρουστών. Λούπες, καμπάνες, ήχοι, και τα μόνιμα, στρατηγικά σχεδόν τοποθετημένα ψίχουλα του πιάνου φωτίζουν το δρόμο στη φωνή. Μικρή σημασία έχει αν εσύ ακούς εντυπώσεις από τον Scott Walker και τον Leonard Cohen, κι εγώ την παλίρροια και την άμπωτη του κινηματογραφικού Randy Newman και τα ερεβώδη ηχητικά τούνελ των Labradford. Η τριλογία, της οποίας προηγήθηκαν τα “Push The Sky Away” και “Skeleton Tree”, σφραγίζεται με κάποια από τα πιο εκφραστικά σμιλευμένα τραγούδια.

Αν ο Cave υπήρξε απόλυτα ειλικρινής δηλώνοντας πως το μεγαλύτερο μέρος από το υλικό του “Skeleton Tree” είχε γραφτεί πριν το χαμό του γιου του, αφήνοντας πίσω την προφητική αύρα του, έχουμε πια να κάνουμε με ένα έργο που πραγματεύεται την απώλεια και τη ζωή μετά από αυτή. Η πιο αγωνιώδης ίσως ερώτηση εμφανίζεται ήδη στο πρώτο τραγούδι με τον μανδύα της προσδοκίας και της ευχής, καθώς το “Spinning Song” περιστρέφεται θεματικά από την αναφορά στον βασιλιά του rock ‘n’ roll και τη σχεδόν παραβολική ιστορία του, στην απώλεια: «η ειρήνη θα έρθει ΕΓΚΑΙΡΑ».

Το “Bright Horses” μοιάζει με ένα υπέροχα τυλιγμένο κουτί δώρου που μέσα του κρύβει ένα δηλητηριώδες ερπετό. Ένας υπέροχος ύμνος, ένα περίτεχνο σκαρίφημα συμβολισμών και παραισθήσεων όπου εμφανίζεται ξεκάθαρα για πρώτη φορά η οπτασία του Arthur: “the little white shape dancing at the end of the hall”. Ο πατέρας είναι επικίνδυνα βέβαιος πως επιστρέφει στο σπίτι, ακούγοντας το μούγκρισμα και το σφύριγμα του τρένου.

Σε κάποιους ακούγεται μια διαδρομή που οδηγεί στη λύτρωση, μια παυσίπονη ομορφιά. Νομίζω πως σε όλη αυτή τη διαρκή περιπλάνηση ενός πληγωμένου πνεύματος που ψάχνει και ψάχνεται, οι περιοδικές οάσεις γαλήνης (όπως το σχεδόν υμνικό ρεφρέν του “Ghosteen”) μεταφέρουν την εντύπωση μιας άρρωστης, μεταφυσικής ευδαιμονίας που σε κάνει να αισθάνεσαι περίεργα. Όσο περίεργα αισθάνεται κανείς με τον κιτς πλουμιστό παράδεισο στο εξώφυλλο του άλμπουμ, τον οποίο δεν παραλείπει να καταστρέψει στο “Sun Forest”. Όλα τον σπρώχνουν στη θάλασσα και την ακτή, εκεί που τα ζώα περιπλανιούνται και τα πλάσματα βγαίνουν από το νερό, εκεί που γεννήθηκε ο Ghosteen. Ο Cave ακολουθεί το πικραμένο του φαλτσέτο στο μακρύτερο επώδυνο ακρωτήρι.

Το “Hollywood” είναι ένα σπονδυλωτό μαύρο αφήγημα που κορυφώνει την ταραγμένη διαδρομή του άλμπουμ. Φράσεις που στάθηκαν ψηλότερα σε αυτό το ταξίδι και φάνηκαν σαν ευρύχωρες προφάσεις – «δεν υπάρχει κάτι κακό στο να αγαπάς κάτι που δεν μπορείς να κρατήσεις στα χέρια σου»-μοιάζει να συνεχίζουν να ψάχνουν να βρουν ένα δίκαιο στήριγμα. Αυτό θα βρεθεί στο τελευταίο μέρος του τραγουδιού, στη βουδιστική παραβολή της Kisa Gotami, μιας μητέρας που προσπαθεί να σώσει το άρρωστο μωρό της. Όταν οι χωρικοί της είπαν να βιαστεί να θάψει το μωρό της στο δάσος, ο Βούδας της είπε να ψάξει να βρει σπόρο μουστάρδας από ένα σπίτι όπου κανείς δεν έχει πεθάνει. Έψαξε παντού, όμως σε όλα τα σπίτια κάποιος είχε πεθάνει. Στο τέλος, πήγε στο δάσος και έθαψε το μωρό της. Η μοναδική παρηγοριά στην απώλεια είναι τελικά η παγκοσμιότητά της. Τόσες πολλές γαλέρες ταξιδεύουν στον ουρανό, στην άλλη πλευρά.

Το σχόλιο του Cave για το “Ghosteen” που είναι ένα διπλό άλμπουμ, είναι μάλλον λακωνικό: «τα τραγούδια στο πρώτο άλμπουμ είναι τα παιδιά, τα τραγούδια στο δεύτερο είναι οι γονείς τους». Κανείς βέβαια δεν μπορεί να ξέρει αν η πρωτοβουλία του να ξεκινήσει τον τελευταίο χρόνο το forum με τον τίτλο “The Red Hand Files” και την προτροπή “ask me anything” στους ακροατές του ήταν ένα είδος πρόβας για αυτή την προσωπική έκθεση του “Ghosteen”. Γιατί είναι πραγματικά πολύ δύσκολο να επεξεργαστείς ακαδημαϊκά την μουσική τέχνη και δημιουργία αυτού του άλμπουμ χωρίς να σε ρουφήξει η σκληρή του ιδιαίτερη πραγματικότητα. Εκτός κι αν είσαι ο βασιλιάς των κυνικών του πλανήτη.

«Το παιδί πετάει τον κουβά και το φτυάρι του και σκαρφαλώνει στον ήλιο…»

Ghosteen – Nick Cave and The Bad Seeds

840
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…