TESSERACT: “Sonder”

O John Koening ήταν ακόμα μαθητής στο κολλέγιο του Macalester στη Μινεσότα, όταν προσπαθώντας να γράψει ποίηση, συνέλαβε την ιδέα του “Λεξικού των Άγνωστων Θλίψεων”.

Η βασική επιδίωξη ήταν να περιγραφούν συναισθήματα που δεν είχαν ποτέ προσδιοριστεί γλωσσικά. Οι νεολογισμοί, που δημιουργούνται αποκλειστικά από τον Koening, βασίζονται στην έρευνά του για τις ετυμολογίες και τις έννοιες των λέξεων, και αποσκοπούν να γεμίσουν κενά στη γλώσσα. Μετά το 2015, το αντίστοιχο κανάλι στο Youtube (“Dictionary of obscure sorrows”) αρχίζει και γίνεται εξαιρετικά δημοφιλές με συγκεκριμένα βίντεο για αντίστοιχες λέξεις. Λίγο καιρό νωρίτερα, τον Οκτώβριο του 2014, δημοσιεύεται ένα βίντεο με τον τίτλο “Sonder: The Realization That Everyone Has A Story”. Εκεί ακριβώς βρίσκεται και η αφετηρία του 4ου , νέου άλμπουμ των TesseracT, που φέρει τον ίδιο τίτλο, “Sonder”.

Μια από τις βασικές προοπτικές του “Sonder” είναι η αντίληψη της ασημαντότητας. Τη στιγμή που περπατάς μέσα σε ένα τεράστιο πλήθος, μεταφέροντας την περίπλοκη ζωή και πολύτιμη ύπαρξή σου, αντιλαμβάνεσαι πως το ίδιο συμβαίνει και για τον κάθε άγνωστο που περνά δίπλα σου, όλους αυτούς που δεν νοιάζονται για σένα, όπως κι εσύ γι’  αυτούς. Στην πραγματικότητα, η μοιρασμένη αυτή συνειδητοποίηση, πραγματικά δύσκολη να περιγραφεί, είναι σκληρή αλλά και απαραίτητη για μια προσωπική ισορροπία που θα σε κρατήσει υγιή από έναν υπερφίαλο εγωισμό. Υπάρχει τελικά ένας δυνατός δεσμός ανάμεσα στην πνευματική αφετηρία που βρήκε ο Daniel Tompkins και στη μουσικολογία του σχήματος. Μέσα σε θέματα που με τις μουσικές τους διαδρομές γεννούν αδιευκρίνιστες και ταυτόχρονα εθιστικές εντυπώσεις, υπάρχει μια επικοινωνία ηχητικής ροής που δημιουργεί έναν σχεδόν απροσδιόριστο δεσμό.

Ο μπασίστας Amos Williams, που είναι υπεύθυνος για το artwork στο εξώφυλλο, επικύρωσε την ιδιαίτερη βαρύτητα αυτής της ασημαντότητας στο άλμπουμ, απεικονίζοντας την εντύπωση ενός παιδιού που κοιτάζει τη γη από έναν διαστημικό σταθμό. Η άμεση σύνδεση έρχεται στο πανοραμικό, ταξιδιάρικο, ουράνιο “Orbital”, όταν η παραδοχή της αδυναμίας στην κατανόηση του χρόνου ομολογεί πως είμαστε μια φωνή στο φως, που είναι το φως που αντανακλάται από τη γη σε μας: σε λιγότερα από δυόμισι λεπτά, μια κυματική μουσική και φωνητική απολογία σε εκθέτει σε μια έναστρη απεραντοσύνη.

Αυτή η λεπτομερής, κινηματογραφική απόδοση με την κρυπτική περιπέτεια στους επιμέρους ήχους, είναι ενδεικτική για την περιεκτικότητα του “Sonder”. Με διάρκεια μόλις 36:24, έχουμε έναν αληθινό θρίαμβο πυκνότητας ιδεών και θεμάτων. Όμως το σημαντικότερο είναι πως δεν λειτουργούν με οδηγό την επιτήδευση, τόσο στη διάρκεια των επιμέρους τραγουδιών, όσο και στην κατασκευή τους. Η αλήθεια είναι πως είναι πια περιοριστικό και άδικο να τους αντιμετωπίζεις σαν σημαιοφόρους του djent ήχου και ύφους. Αναμφισβήτητα, διατηρούν χαρακτηριστικές καταβολές, όπως και αποχρώσεις στον ήχο, είναι όμως ταυτόχρονα συνεχώς ανήσυχοι και πρόθυμοι να προχωρήσουν. Μαζί με τη σημασία που δίνουν στην συνολική εκτελεστική δεινότητα αλλά και στις απεριόριστες επιλογές των ήχων, έχουν ένα σημαντικό όπλο που έρχεται αβίαστα, χάρη στην ευρύτητα των ακουσμάτων αλλά και της μουσικής δημιουργίας. Ο Tompkins, χαρακτηριστικά, έχοντας μια πλήρη δραστηριότητα σε πολλούς διαφορετικούς χώρους, από τους synth pop Zeta, μέχρι τους κλασικότροπους, ηλεκτρονικούς και κινηματογραφικούς White Moth, Black Butterfly, έχει διευρύνει σημαντικά τον τρόπο που αντιμετωπίζει φωνητικά τις συνθέσεις, και είναι ξεκάθαρο πως ακούγεται πιο απελευθερωμένος από ποτέ. Αυτή η ευρύτερη μουσική αντιμετώπιση στο χτίσιμο των τραγουδιών περνά σε όλους. Και παντού είναι ταυτισμένη με τη σημασία του ήχου.

Το μήνυμα αυτής της πυκνής και εύστοχης έκφρασης έρχεται άμεσα με το “Luminary” που αποτελεί ιδανικό εισηγητή στον κόσμο του “Sonder”.  Από τη σχεδόν βίαιη είσοδό του, μέχρι την τελευταία στιγμή, υπάρχει περιπέτεια και εξέλιξη. Η μαεστρία της δομής είναι υποδειγματική, οι αναμονές και οι παύσεις του γκρουπ μοιάζουν να είναι απροσδιόριστα τούνελ ηχητικών εντυπώσεων, πριν οικείες μελωδίες πάρουν τη σκυτάλη προκαλώντας μια παράξενη ευχαρίστηση. Είναι σύνηθες στις μεταβάσεις αυτές, να έρχεται η επόμενη μελωδία σαν σινιάλο, ένας ευρηματικός αντίλαλος, και μετά να κατακτά ολοκληρωτικά το τραγούδι.

Η συμβολή του συνήθους υπόπτου, μηχανικού ήχου Aidan O’ Brien, είναι αυτή τη φορά, σύμφωνα με τις ομολογίες του Tompkins, σχεδόν υπερβατική, υφαίνοντας με λεπτομέρειες ήχων και ολοκληρώνοντας το τόσο σημαντικό “a-m-b-i-e-n-c-e” που κυριολεκτικά επισφραγίζει την ιδιαιτερότητα των TesseracT.

Ένα πραγματικό θηρίο, και ίσως η κρύπτη όπου χτυπά δυνατότερα η καρδιά του άλμπουμ, είναι το μοναδικό “King”, ένα από τα πιο φιλόδοξα και δημιουργικά τραγούδια της καριέρας τους. Με μια σειρά από διαδοχές και δυναμικές, μια απόκοσμη σκοτεινή αύρα, παίρνει ένα πολύ απαιτητικό μονοπάτι και υποχρεώνει τον Tompkins σε μια από τις πιο συγκλονιστικές και πληθωρικές ερμηνείες του, ενώ τα ουρλιαχτά του είναι κύματα ηλεκτρισμού. Η διαπίστωση πως η ιστορία επαναλαμβάνεται με τη διατήρηση των πατριαρχικών κοινωνιών, η διαφθορά, η κλειστοφοβία, η καταπίεση, οι περιορισμοί και η απόπειρα διαφυγής, όλα μαζί υφαίνουν ένα βαρύ και βαθύ τραγούδι. Ακόμα κι όταν η μουσική έχει σταματήσει, συνεχίζεις ν’  ακούς την αντήχηση της φωνής του Tompkins να επαναλαμβάνει “they ‘re taking away the freedom to be just you”.

Το δίπτυχο των “Beneath My Skin/Mirror Image” είναι οι χαρακτηριστικές περιπτώσεις τραγουδιών που θα εκτιμηθούν πραγματικά όταν ο χρόνος καθίσει ολοκληρωτικά στο “Sonder”. Με πιο ντελικάτες και ευρύχωρες προσεγγίσεις, έξυπνες ηχητικές προσθήκες και συναίσθημα, είναι πραγματικά μια παραπάνω συνθετική προσέγγιση στο πλήθος των σελίδων τους. Η ανακλαστική ματιά στον εαυτό μας, στο “Mirror Image”, που φέρνει μια ενστικτώδη απόφαση για απομόνωση σ’ ένα έρημο μέρος χωρίς τεχνολογία και σε άμεση αντιπαράθεση με τις σκέψεις και το μυαλό, αναπαράγει την αίσθηση πως η αγάπη δεν είναι επικίνδυνη και οδηγείται εκπληκτικά από τη φωνή του Tompkins. Πριν από αυτά, έχει βέβαια προηγηθεί το ρυθμικό όργιο του “Juno”, ενός εντυπωσιακού funk djent ύμνου που έχει σκλαβώσει ήδη τους πιο παραδοσιακούς ακροατές τους. 

Το “Smile” ήταν το πρώτο δείγμα του “Sonder” και είχε δημοσιοποιηθεί από το περασμένο καλοκαίρι. Η εκτέλεση του άλμπουμ τελικά είναι κατά πολύ διαφοροποιημένη, περισσότερο επιθετική και σκοτεινή, με πυκνά κύματα ήχων στις εκρήξεις του όπως και βίαια φωνητικά, που όμως συμβαδίζουν πολύ περισσότερο με την εξερεύνηση της σκοτεινής πλευράς της ανθρώπινης κατάστασης με μια έντονη δόση ειρωνείας.

Με ένα σύντομο ρεύμα θυμού για τον χαμένο χρόνο, σφραγίζει το σύντομο “The Arrow” το άλμπουμ, μια οργή που μοιράζεται και με την οδύνη για κάτι που είναι αργά για ν’ αλλάξει.

Λίγο παραπάνω από 36, λίγο παρακάτω από 37 λεπτά, χωρίς τις περιοδικές, επαναληπτικές εντυπώσεις που συνήθως προκαταβάλουν τον ακροατή σε παρόμοια αναμονή… Πέρα από μια μερίδα ακροατών που οφείλουν την αφοσίωση στη δουλειά τους στην εξοικείωση από την αρχή, οι TesseracT αποτελούν σήμερα μια ξεχωριστή περίπτωση που αν βρει την προθυμία και δεκτικότητά σου, θα σε οδηγήσει να αναθεωρήσεις και να διευρύνεις τις αντιλήψεις σου, και ίσως να ανακαλύψεις τις δικές σου λέξεις για τα απροσδιόριστα συναισθήματα που θα σου προσφέρουν.

Σε αυτό το σύντομο ηχητικό ταξίδι της διερεύνησης σχετικών θεμάτων, όπως η ασημαντότητα, η αποξένωση, η διαφθορά, η καταπίεση και η απουσία ελέγχου της μοίρας και του σύμπαντος, οι πέντε μουσικοί από το Milton Keynes συνέχισαν τη συναρπαστική διαδρομή της εξέλιξης των δομών, των ήχων, των κατασκευών εντυπώσεων αλλά και θεματικών αναζητήσεων, διατηρώντας όσα από τα κεκτημένα ήθελαν.

Πέρα από ιδιώματα και προτιμήσεις, στη μοναχική κορυφή της διαφορετικότητας…

799
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…