“Big in Japan”, συνήθιζε να λέει ο δυτικός κόσμος για τους καλλιτέχνες που έκαναν μεγάλη επιτυχία στη Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου, από τα τέλη της δεκατίας του ‘70 και μετά.
Η επαφή του Ιαπωνικού ακροατηρίου με τις Rock, Hard Rock, Arena Rock και Glam Rock μπάντες της Δύσης, δεν έφερε κέρδος μόνο στους καλλιτέχνες, αλλά και σε ποσοστό νεαρών αυτού του ακροατηρίου που, εκστασιάστηκε τόσο με το οπτικοακουστικό υπερθέαμα, όπου έφτιαξε μια ολόκληρη δική του, εγχώρια σκηνή, μετά τα μισά της δεκαετίας του ‘80.
Με μπαμπάδες της J-Rock σκηνής τους X-Japan, που έδωσαν το όνομα στο ιδίωμα “Visual Kei” (visual style μετά το δεύτερό τους album “Blue Blood” (1989), μια μαγική μουσική σκηνή που έδινε μεγάλη σημασία στη θεατρικότητα, τον λυρισμό, τη γοτθική αλλά συνάμα glam αισθητική μέσω του ήχου, των κουστουμιών και του make-up γεννήθηκε.
Οι Visual Kei καλλιτέχνες ήθελαν απεγνωσμένα να μοιάσουν στα είδωλά τους: David Bowie, T. Rex, Twisted Sister, Motley Crue – όμως αυτό που κατάφεραν, ήταν πολύ καλύτερο από κάθε προσδοκία.
Μη μπορώντας να αντιγράψουν πιστά (ηχητικά και εμφανισιακά) τη Δύση, ο ήχος και το look των Visual Kei μπαντών ήταν μια ολοκαίνουργια μουσική, χωρίς ταμπέλες και ηχητικούς περιορισμούς, που εκτελούσαν τεχνικά άρτια και με ψυχή καλλιτέχνες που την εμφάνισή τους, τα ανδρόγυνα χαρακτηριστικά τους και τα κουστούμια τους θα ζήλευε ο Dee Snider και ο Marc Bolan.
Το πρώτο κύμα των Visual Kei συγκροτημάτων (X-Japan, Dead End, Buck-Tick) παρέδωσαν την σκυτάλη στη δεύτερη γενιά, αυτή των Malice Mizer, L’Arc En Ciel και Dir en grey.
Οι Malice Mizer επηρέασαν βαθύτατα το Visual Kei, οι L’Arc En Ciel το έκανα πιο προοδευτικό, οι Dir en grey όμως του άλλαξαν μορφή, το έκαναν ακραίο και αβυσσαλέα σκοτεινό και επηρέασαν τον Ιαπωνικό (και τελικά, όχι μόνο τον Ασιατικό αλλά και δυτικό) σκληρό ήχο (J-Rock, J-Metal, Nu-Metal, Hardcore) γενικότερα.
Όλα ξεκίνησαν με την έναρξη του 1997, όταν οι Kyo (φωνή), Kaoru (κιθάρες), Die (κιθάρες) και Shinya (τύμπανα) διέλυσαν την indie Visual μπάντα La:Sadie’s και ένα μήνα μετά, μαζί με τον Toshiya στο μπάσο, δημιούργησαν τους Dir en grey.
Το “Dir en grey” δε γράφεται ποτέ “Dir En Grey”. Από το 2007 και μετά, μεταμορφώθηκε σε “DIR EN GREY”, αλλά το αρχικό concept ήταν χωρίς κεφαλαία στο “en” και το “grey”.
Σύμφωνα με την μπάντα, η επιλογή του Γερμανικού “Dir”, του Γαλλικού “en” και του αγγλικού “grey” έδινε την μετάφραση “Grey Silver Coin”, όμως μάλλον υπερισχύει το οτι το όνομα απλά ακουγόταν cool σύμφωνα με τις επιλογές ρομαντικών και (κυρίως Γαλλικών) λυρικών λέξεων για τα Visual Kei ονόματα της εποχής.
Μια άλλη εξήγηση είναι πως, το “Dir en grey” με κεφαλαίο μόνο το αρχικό “Dir”, παραπέμπει στο όνομα “Dorian Gray” του Oscar Wilde, το οποίο ενδέχεται να ήταν έμπνευση για την μπάντα.
Τέλος, υπάρχει και η εκδοχή της επιλογής του ονόματος από το “Demo 1995” της παλαιότερης VK μπάντας Lareine, που περιείχε το τραγούδι “Dir En Gray” – ίσως η πιθανότερη έμπευση από όλες τις υπόλοιπες.
Το ταξίδι των Diru (Ιαπωνική συντομία για τους Dir en grey) λοιπόν ξεκινά δισκογραφικά στις 25 Ιουλίου 1997, με το ντεμπούτο ΕΡ “Missa”.
Ήταν αρκετό για να τραβήξει την προσοχή του μεγάλου Yoshiki (X-Japan) και να αναλάβει την παραγωγή των δύο singles που κυκλοφόρησαν το 1998, όπως και το μισό ντεμπούτο album “Gauze”, που κυκλοφόρησε στις 28 Ιουλίου 1999 από την East West Japan.
Οι επιρροές των δύο μεγαλύτερων εμπνεύσεων των μελών των Diru, X-Japan και Buck-Tick, είναι εμφανείς στο “Gauze”, διαφοροποιώντας το από τις προηγούμενες indie κυκλοφορίες τους.
Τραγούδια σαν το “Cage” είναι διαχρονικά και μένουν στην ιστορία της μπάντας και του J-Rock γενικότερα ως instant classics, προσφέροντας την απόλαυση της γεμάτης συναισθήματα μουσικής της μπάντας, αλλά και την αγάπη τους για το μακάβριο στα video clips.
Μακάβριο, όπως και ο τίτλος του δεύτερου album που κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 2000 από την Firewall Div. της Free-Will για λογαριασμό της Sony Music.
Στο “Macabre”, οι Diru ξεδιπλώνουν λίγο περισσότερο τις πιο extreme προθέσεις τους (“Deity”, Rasetsukoku”), χαρακτηριστικές για το μέλλον της μπάντας, χωρίς όμως να χάνουν ποτέ τον λυρικό και μελαγχολικό τους ήχο (“Macabre”, ένα πραγματικό δεκάλεπτο έπος), αρετές που ενισχύονται από τους σκοτεινούς και πάντα ιδιαίτερους στίχους του ποιητή Kyo.
Ο τραγουδιστής και υπεύθυνος για την ποίηση των Diru, Kyo (που πιθανολογείται πως πήρε το όνομά του από τη γενέτειρά του, το Kyoto) είναι ζωτικής σημασίας για την μπάντα, για το J-Rock γενικότερα και μια φωνή που μπορεί να βρίσκεται στην ίδια λίστα με αυτές του Mike Patton (Faith No More) και της Diamanda Galas.
Φωνητικά ακραίος και γεμάτος πάθος και συναίσθημα, ο Kyo χρησιμοποιεί τις χορδές του με τρόπο που πολλές φορές, λειτουργεί και ο ίδιος σαν όργανο που σολάρει πάνω από τις κιθάρες των Kaoru & Die, κάτι που κάνει τον Kyo έναν από τους ιδιαίτερους και αξιοθαύμαστους τραγουδιστές παγκοσμίως.
Ο Kyo έχει νοσηλευτεί πολλές φορές για προβλήματα ωτορινολαρυγγολογικής φύσεως, αποδεικνύοντας πως φτάνει στα άκρα, στις άπειρες συναυλίες της μπάντας μέσα σε αυτές τις δύο δεκαετίες. Χαρακτηριστικά είναι τα “inward screams” του, τα φωνητικά solos που κάνει στα διαλείμματα των άλλων μελών κατά τη διάρκεια συναυλιών, κατά τα οποία το αποτέλεσμα είναι ανατριχιαστικό από κάθε άποψη.
Ο Kyo τέλος, έχει κυκλοφορήσει διάφορες ποιητικές συλλογές, εκφράζοντας έτσι ακόμα περισσότερο τις ανησυχίες του γραπτώς, όπως άλλωστε κάνει και με τους σκοτεινούς, μελαγχολικούς, διεστραμμένους, αλλά πάντα συνειδητοποιημένους στίχους του στους Diru.
Θέματα υγείας του Kyo λοιπόν κρατάνε πίσω την μπάντα κατά τη διάρκεια της περιοδείας για την προώθηση του “Macabre” και για τον επόμενο ενάμιση χρόνο συναυλίες ακυρώνονται, με την μπάντα να καταφέρνει να προσφέρει ένα μοναδικό single το 2001, το “Ain’t Afraid To Die” (επηρεασμένο στοχουργικά από τις νοσηλείες, ένα από τα πανελάχιστα τραγούδια των Diru μέχρι σήμερα που δεν μπήκε σε κανένα album σε καμία μορφή), μέχρι τον Ιανουάριο του 2002 όπου και κυκλοφορεί το τρίτο album, “Kisou” (“Δαιμονική Ταφή”).
Ο ήχος αλλάζει μορφή, σε ένα album αρκετά πειραματικό σε σχέση με το πιο μελωδικό “Gauze” και το πιο βαρύ “Macabre”.
Το 2003, οι Diru αποφασίζουν να γίνουν πιο χυδαίοι, κυκλοφορώντας το τέταρτο album “Vulgar”, το πρώτο τους με τα περισσότερα στοιχεία ακραίου ήχου, βαριά και σκοτεινή ατμόσφαιρα, προπομπός του τι πρόκειται να ακολουθήσει τα επόμενα δέκα χρόνια.
Η κατάμαυρη ψυχή του album είναι το τραγούδι “Obscure”, το οποίο όχι μόνο περιγράφει απόλυτα τη διαστροφή του “Vulgar”, αλλά προσφέρει έναν ύμνο της μπάντας με ένα από τα πιο άρρωστα, ανατριχιαστικά, τρομακτικά video clips στην ιστορία της μουσικής.
Dir en grey-Obscure
Το μεγάλο βήμα για τους Diru έρχεται το 2005. Στις 9 Μαρτίου, κυκλοφορεί το πρώτο τους αριστούργημα, το αξεπέραστο “Withering To Death”.
Το πέμπτο album της μπάντας δεν είναι απλά το πιο ώριμο μέχρι εκείνη την φάση, δεν είναι απλά το album που παντρεύει όλα τα υπέροχα στοιχεία τους σε 14 ύμνους, είναι η κυκλοφορία που κάνει όλα τα παραπάνω μέσα από ένα ταξίδι υψηλής συνθετικής δεινότητας και έμπνευσης, επιδεικνύοντας όχι μόνο στην Ιαπωνία αλλά για πρώτη φορά επίσημα σε όλο τον πλανήτη πως δεν υπάρχει άλλη επιλογή παρά να στρέψεις την προσοχή σου σε αυτό το μουσικό φαινόμενο από την Osaka. Είναι απίστευτο πραγματικά το οτι με τους Diru, μπορείς να ακούσεις ατμοσφαιρικές αλά Killing Joke και And Also The Trees στιγμές σχεδόν ταυτόχρονα με brutal metal και progressive rock ηχοτοπία.
Την ίδια χρονιά, ανοίγουν για πρώτη φορά και οι πόρτες της Ευρώπης αλλά και της Αμερικής για συναυλίες σε μεγάλα festivals.
Η περιοδεία του “It Withers And Withers” περιλαμβάνει μεγάλες Ευρωπαικές πόλεις, στις οποίες μάλιστα οι εμφανίσεις γίνονται sold out.
Ενώ ο Kyo νοσηλεύεται ξανά με προβλήματα στον λαιμό, το 2006 οι Diru δεν χάνουν την ευκαιρία να εμφανιστούν μαζί με τους KoRn στο Family Values, ενώ επιστρέφουν στη χώρα τους για το Loud Park Festival για να παίξουν μαζί με Slayer και Megadeth.
Δέκα χρόνια μετά τη δημιουργία τους, οι Diru κυκλοφορούν το πιο ωμό και extreme album τους μέχρι σήμερα, κατακτώντας δισκογραφικά και συναυλιακά ολόκληρο τον πλανήτη.
Στις 7 Φεβρουαρίου του 2007, κυκλοφορεί το (κατάμαυρο με γκρι μελαγχολία εξώφυλλο του Ρώσου καλλιτέχνη και φωτογράφου Dmitri Baltermants) “The Marrow Of A Bone”, ένα album που τα ακραία hardcore και death στοιχεία του είναι τόσο έντονα όσο και η μελαγχολία και θλίψη του.
Τα άρρωστα video clips συνεχίζονται με το single “Agitated Screams Of Maggots” αλλά και το “Clever Sleazoid”, το λογότυπο για πρώτη φορά υψώνει το τείχος των κεφαλαίων και ενώνει τις λέξεις σε ένα ασφυκτικό “DIRENGREY”, αισθήσεις που ταιριάζουν απόλυτα με τον ήχο και την απόγνωση του album.
Το έβδομο θανάσιμο αμάρτημα έρχεται τον Νοέμβριο του 2008, με τον τίτλο “Uroboros” και ένα υπέροχο logo-cover art του καλλιτέχνη Koji Yoda, επηρεασμένο από το εξώφυλλο του “Lizard” των King Crimson. Το album κυκλοφορεί στις Ηνωμένες Πολιτείες για πρώτη φορά μέσω της The End Records.
Ακόμα πιο προοδευτικός σε κάθε του διάσταση, ο Ουροβόρος ελέγχει τη δύναμη και την οργή του “Marrow” ενώ θυμάται έντονα και με νοσταλγία το “Withering”, φέρνοντας όμως την μπάντα ένα ακόμα βήμα πιο μπροστά ηχητικά.
Μερικά από τα πιο όμορφα τραγούδια των Diru μέχρι σήμερα, βρίσκονται μέσα σε αυτό το αριστούργημα: “Glass Skin”, “Dozing Green”, “Vinushka” και η λίστα δεν έχει τελειωμό.
Παράλληλα, ο κόσμος μαθαίνει όλο και περισσότερο το όνομα “DIR EN GREY” μέσα από τις παγκόσμιες περιοδείες, με εμφανίσεις μαζί με ονόματα όπως οι Deftones, Killswitch Engage και οι Linkin Park.
Το 2010 βρίσκει την μπάντα να περιοδεύει ασταμάτητα και να εμφανίζεται σε μεγάλα festivals όπως το Sonisphere στην Αγγλία, μαζί με τους Iron Maiden, Rammstein, Alice In Chains.
Στην Αμερική, κάνουν co-headlining με τους Apocalyptica και ο Kyo μαγεύει το κοινό όταν εμφανίζεται στην σκηνή, ως ενάμιση μέτρο μουσικός γίγαντας μαζί με τους δίμετρους Φινλανδούς, για να τραγουδήσει ζωντανά το “Bring Them To Light” (που στουντιακά ερμηνεύει ο Joseph Duplantier των Gojira).
Το καλοκαίρι του 2011, οι Diru επιστρέφουν στη δισκογραφία με ένα ακόμα αριστούργημα, το σημαντικότερο ίσως στην καριέρα τους, όχι από θέμα πωλήσεων αλλά ήχου.
Το “Dum Spiro Spero”, περιέχει μερικά από τα τελειότερα τραγούδια της καριέρας τους, όπως το “Lotus” και το υπερ-επικό “Diabolos”, δύο από τα πιο χαρακτηριστικά τους όλων των εποχών (“Hageshisa To, Kono Mune No Naka De Karamitsuita Shakunetsu No Yami”, το οποίο ακούγεται στο horror film “Saw 3D” και το “Different Sense”) αλλά το κυριότερο, δίνει νέο ορισμό στον ήχο της μπάντας, η οποία ναι μεν είχε ήδη ταυτότητα και προσωπικότητα χωρίς καμία ταμπέλα και κατηγορία, και με το “Dum” βαφτίζει μια νέα κατηγορία από μόνη της.
Ο ήχος είναι πιο προοδευτικός και ώριμος από ποτέ, τα γνώριμα extreme στοιχεία απογειώνονται ταυτόχρονα με τα μελωδικά τους, αλλά και περισσότερα avant-garde ίχνη που θυμίζουν Dead Can Dance και Diamanda Galas ενσωματώνονται σε αυτό εδώ το σημείο αναφοράς.
Dir En Grey – Diabolos (Dum Spiro Spero)
Το μουσικό ταξίδι της τελειότητας συνεχίζεται και το 2012, όπου οι Diru κυκλοφορούν το νέο τους single “Rinkaku” (με remix b-side από τον άλλον σύγχρονο θεό της Ιαπωνικής soundtrack μουσικής, Akira Yamaoka, γνωστό από το Silent Hill video game & film series).
Οι περιοδείες όμως σταματούν, όταν ο Kyo εισάγεται στο νοσοκομείο για μια ακόμα φορά, αυτή με διάγνωση δυσφωνίας και αναγκαστική χειρουργική επέμβαση.
Το 2013 η μπάντα κυκλοφορεί ένα EP, το “The Unraveling” με ένα νέο τραγούδι και αρκετά παλιά αλλά σε remake (χαρακτηριστικό της μπάντας η επαναδημιουργία παλαιότερων τραγουδιών με σύγχρονο ήχο, όπως και οι ανατριχιαστικά μοναδικές unplugged και acoustic versions τραγουδιών τους). Η νέα version του έπους “Macabre” που γίνεται extended από 11 λεπτά σε 16, είναι μια μαγική στιγμή που αποδεικνύει πως αυτή εδώ η μπάντα δεν έχει b-sides και new versions απλά για να γεμίζει EPs και bonus discs, αλλά με σεβασμό και πάθος, δημιουργεί επανεκτελέσεις με ωριμότητα και σεβασμό στην σύγχρονη εποχή.
Το ίδιο συμβαίνει και με την live κυκλοφορία του “Dum Spiro Spero” ένα χρόνο αργότερα, σε τριπλό CD, κάτω από το όνομα “Dum Spiro Spero At Nippon Budokan”, όπου στα δύο πρώτα CD αποτυπώνεται η μαγεία του “Dum…” όπως η μπάντα το ζωντάνεψε στην ιστορική αρένα του Tokyo, ενώ το τρίτο είναι συμφωνικά, ακουστικά, industrial και ambient remakes και remixes του album, με μερικές εκτελέσεις να είναι ακόμα καλύτερες από τις αυθεντικές (“Diabolos (Symphonic Ver.)”).
Μετά τα προβλήματα υγείας του Kyo που ευτυχώς ξεπεράστηκαν, ο καλλιτέχνης αφοσιώνεται στην ποίηση μετά από σχεδόν 9 χρόνια και παράλληλα, δημιουργεί ένα super group που ονομάζεται Sukekiyo, με μέλη των Rentrer En Soi, 9Goats Black Out και Kannivalism. Εκεί ο Kyo, ακολουθεί μια πιο μελωδική μουσική πορεία από αυτή των Diru, με πιο άμεσους ρυθμούς και μελωδίες, ενώ κρατάει το στιχουργικό κομμάτι που είναι πάντα μελαγχολικό και σκοτεινό.
Η δημιουργία των Sukekiyo, το reboot της φωνής του Kyo και η επέτειος των 15 χρόνων από το ντεμπούτο “Gauze” έχουν άμεση επίδραση στους Diru, οι οποίοι κυκλοφορούν το ένατο album τους με τον Ελληνικό τίτλο “Arche” (“Αρχή”) το Δεκέμβριο του 2014.
Το “Arche” είναι βουτηγμένο στην νοσταλγία των παλαιότερων χρόνων, το Visual Kei των late ‘90s και τις σκέψεις του Kyo για τις ερμηνείες του παρελθόντος και του μέλλοντος.
Το αποτέλεσμα είναι ένας μελωδικότατος δίσκος, περισσότερο μελαγχολικός και άμεσος από τους προηγούμενους, με σπάνιες ως και μηδαμηνές τις στιγμές των ακραίων φωνητικών και χαρακτηριστικών ουρλιαχτών του Kyo.
Απόλυτα μαγικό και συγκινητικό το τραγούδι “Kukoku No Kyouon” (“Βήματα Στην Μοναχική Κοιλάδα”), το οποίο δύο χρόνια μετά, ηχογραφείται πάλι με τον μεγάλο Sugizo (Luna Sea, X-Japan) στο ηλεκτρικό βιολί.
Είναι η πρώτη φορά που και το look της μπάντας, που αλλάζει με κάθε περιοδεία και κυκλοφορία (χαρακτηριστικό το Visual Kei και απόλυτα σημαντικό το θέμα της εμφάνισης), δεν είναι τόσο σκοτεινό όσο τα τελευταία δέκα χρόνια (με αποκορύφωμα την “Ghoul” περίοδο της μπάντας μετά την κυκλοφορία του “Dum Spiro Spero”) και φέρνει στο νου την ενδυματολογία του ανδρόγυνου visual style του παρελθόντος.
Για πρώτη φορά, οι Diru κάνουν τέσσερα ολόκληρα χρόνια για να κυκλοφορήσουν album, το οποίο μετά από σειρά περιοδειών, κυκλοφορίες live DVD και νέα τριπλή CD συλλογή, έρχεται τον Σεπτέμβριο του 2018 με τίτλο “The Insulated World”.
Η μπάντα έχει πλέον κατακτήσει το δικό της ήχο και είναι δύσκολο να χαρακτηρίσει κανείς μια κυκλοφορία τους ως μέτρια, όμως το “The Insulated World” δεν κάνει βήμα μπροστά και σίγουρα δεν πάει πίσω, αν και κοιτάζει επίμονα τα τελευταία 15 χρόνια για να ρουφήξει έμπνευση.
Από το 1997 και εδώ και δύο γεμάτες δεκαετίες, οι Kyo, Kaoru, Die, Toshiya και Shinya μεγάλωσαν μαζί, ωρίμασαν μαζί, αγάπησαν μαζί και πόνεσαν μαζί, και ειναι σημαντικό για το φαινόμενο Dir en grey το ότι οι δημιουργοί του είναι ακόμα μαζί και δεν χώρησαν ποτέ.
Πριν πάρα πολλά χρόνια, μου έδωσαν την ευκαιρία να ζήσω σε έναν νέο, μαγικό κόσμο που δεν γνώριζα τόσο καλά όσο τότε που οι Diru έγιναν ξεναγοί μου σε αυτόν.
Κατάφεραν να γίνουν μια από τις πιο σημαντικές μπάντες στη ζωή μου και τους ευχαριστώ πολύ για αυτό.
Και είμαι σίγουρος πως η πηγή τους δεν έχει στερέψει ακόμα, αντιθέτως, έχουν πολύ μέλλον ακόμα, ενισχύοντας το γεγονός πως μιλάμε για την πιο ιδιαίτερη και σημαντική μπάντα του J-Rock και όχι μόνο, τα τελευταία 20 χρόνια.
“And I hope that this day can turn into a wonderful day and that’s why tomorrow, I will wipe away the layers of tears again and I won’t stop walking, because I can meet you in the future that is to come for one more day – you’re Alice now and words won’t reach you anymore and what this place is”. (Kyo)