
Στον απόηχο της πρώτης μέρας μεταφερθήκαμε στο παλιό Battery club, και νυν Universe Multiverse για την δεύτερη και τελευταία μέρα του φεστιβάλ με τον κύριο όγκο των συγκροτημάτων να παίζουν εναλλάξ στις δύο σκηνές που είχαν στηθεί, μία εντός του χώρου και μία εκτός, με τον κόσμο να μοιράζεται αναλόγως μουσικού γούστου και μπαντέικης προτίμησης.

Η ελαφρώς καθυστερημένη έναρξη εξυπηρέτησε το σκοπό της, για μένα τουλάχιστον, και έφτασα την στιγμή που οι γείτονες εξ Ανατολάς Congulus ξεκινούσαν την εμφάνιση τους στην έξω σκηνή.

Με βάση το κατά κυρίως Post Rock δημιούργησαν ατμοσφαιρικές μελωδίες χωρίς να μένουν μόνο σε αυτό. Βασική ραχοκοκαλιά της μουσικής τους είναι αυτό, όμως καθότι ηχητικοί νομάδες (όπως μεταφράζεται και το όνομα του πρόσφατου δίσκου “Göçebe”), περιπλανήθηκαν σε Psych, Kraut διαδρομές με μία Ανατολίτικη essence να τους πλαισιώνει σε ένα υπέροχο χωροχρονικό μουσικό ταξίδι.
Σαν πρώτο όνομα της μέρας έθεσαν τις βάσεις για μία απολαυστική βραδιά με τον κόσμο να συνεπικουρεί από νωρίς δίνοντας το παρόν.

Χωρίς να αλλάζουν απόλυτα αισθητική, με το Ανατολίτικο στοιχείο να παραμένει, παρά το μουσικό υπόβαθρο, οι Βέλγοι Wyatt E ανέβηκαν στην μεγάλη σκηνή με την επιβλητική ενδυματολογική τους εμφάνιση και παρουσία, και ενσαρκωμένοι από τις μεσοποτάμιες θεότητες επιδόθηκαν σε ένα μυστικιστικό Drone Doom με ψυχεδελικές απολήξεις.
Οι Wyatt E έφεραν έναν ήχο που σε στιγμές ακροβατούσε ανάμεσα στο πειραματικό και το εύληπτο, βρίσκοντας την χρυσή τομή ανάμεσα στους Om και τους Neptunian Maximalism, προσδίδοντας μία σκοτεινή και συνάμα συναρπαστική αίσθηση.

Η μουσική τους κάλλιστα θα μπορούσε να επενδύει ηχητικά Σαμανική τελετή και ήταν γεμάτη με στιγμές που θύμιζαν ηχητικές εξερευνήσεις, όπου το feedback, τα πειραγμένα φωνητικά και τα ηλεκτρονικά στοιχεία έδιναν μια μοναδική αίσθηση βάθους και πειραματισμού.
Η εμφάνιση τους κατάφερε να ξεφύγει από τα συνηθισμένα και βύθισε το κοινό σε ένα κόσμο γεμάτο ατμόσφαιρα, συναισθηματική φόρτιση και ελεγχόμενη ψυχεδέλεια.

Το πέρας της εμφάνισης των Βέλγων μας έστειλε καρφί στην εξωτερική σκηνή όπου μόλις είχαν ξεκινήσει το σετ τους οι δικοί μας Birds of Vale, με το κόσμο πλέον να έχει αυξηθεί σημαντικά και να καταλαμβάνει το μέγεθος του χώρου.
Η μπάντα τρέφει μεταξύ πολλών άλλων, καθότι η δεξαμενή έμπνευσης είναι απύθμενη, συμπάθεια σε μπάντες όπως οι Rival Sons και All Them Witches και σεβασμό στους Led Zeppelin και το δείχνει υπό την δική της Rock n Roll σκοπιά μέσα από την μουσική της που είναι Hard Rock, Southern και Blues infused. Όλα σε ένα και νοικοκυρεμένα.

Έπαιξαν κομμάτια από τον πρώτο τους δίσκο και σύμφωνα με τα λεγόμενα τους μέχρι το τέλος της χρονιάς ευελπιστούν να κυκλοφορήσουν την δεύτερη τους δουλειά.
Λίγο πριν ολοκληρώσουν το σετ τους μία δόνηση σαν ποδοβολητό την νιώσαμε, και εν τέλει δεν ήταν άλλο από την άφιξη των δικών μας μαμούθ στην κύρια σκηνή.
Η μπάντα το έχουμε ξαναπεί, έχει το momentum και το εκμεταλλεύεται, έχοντας την αμέριστη εμπιστοσύνη της Heavy Psych Sounds σε κάθε της βήμα. Επιτέλους παίξανε στο δικό τους εγχώριο κοινό, σε μεγάλο stage και ήταν άκρως απολαυστικοί με το κόσμο να φωνάζει ρυθμικά το όνομα τους με γηπεδικές ιαχές.

Τα μαμούθ ανέβηκαν στη σκηνή με εντυπωσιακή αυτοπεποίθηση και αμέσως παρέδωσαν το δικό τους χαρακτηριστικό ηχητικό στίγμα αποτελούμενο από κατά κόρον Iommic Riffs βαριά και ασήκωτα που σου προκαλούσαν ασφυξία.
Ακροβατώντας ηχητικά κάπου ανάμεσα στους Electric Wizard και στους Sleep, με την τετράδα από το Birmingham σε περίοπτη θέση εκτός συναγωνισμού, ακολουθούν την δική τους πορεία με βήματα αργά, σταθερά, ρυθμικά και άκρως ψυχεδελικά χαράζοντας πορεία in order to doom over the world.

Αφού τσεκάραμε τα riffs, “ήπιαμε” μπαλόνια (χωρίς ήλιο) και δεν αφήσαμε ίχνη άλατος από το head banging παρά μείναμε στήλη άλατος από την φοβερή εμφάνιση των μαμούθ χειροκροτήσαμε θερμά και ζητωκραύγασαμε παίρνοντας το δρόμο προς τα έξω, εκεί που σε λίγο θα ξεκινούσαν οι Warlung το σετ τους.
Ένα από τα ωραία που συμβαίνουν σε αυτά τα φεστιβάλ, είναι το γεγονός ότι παρακολουθείς ζωντανά συγκροτήματα που σε άλλη περίπτωση δεν θα έβλεπες ποτέ ή θα έπρεπε να ταξιδέψεις εκτός συνόρων για να τα δεις.

Οι Τεξανοί Warlung είναι από αυτές τις περιπτώσεις και θα έπρεπε να θεωρούμε τους εαυτούς μας τυχερούς που ανήκουν στο ρόστερ της Ιταλικής εταιρίας και είχαμε την ευκαιρία να τους δούμε ζωντανά.
Η μπάντα από το 2017 ηχογραφεί με συνέχεια και συνέπεια και έχει πέντε στούντιο κυκλοφορίες, με την πιο πρόσφατη “The Poison Touch” να έχει κυκλοφορήσει στις 14 του προηγούμενου μήνα.

Αν και είναι δύσκολο να τους κατατάξεις σε κάποιο ιδίωμα αποκλειστικά, το συγκρότημα ζωντανά παραμένοντας πιστό στον παραδοσιακό Heavy ήχο συνδυάζοντας βαριά riffs, με ψυχεδελικά στοιχεία, δυναμικές εναλλαγές και μελωδικές φωνητικές γραμμές.
Η μπάντα εμφάνισε ένα πλουραρισμό και μια ηχητική πολυπλοκότητα που κράτησε το ενδιαφέρον μας αμείωτο, σε σημείο να προλάβω οριακά την έναρξη των Margarita Witch Cult.

Οι Βρετανοί ήταν από τα συγκροτήματα που ήθελα να παρακολουθήσω πάσι θυσία και χαίρομαι ιδιαίτερα που το κατάφερα.
“Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατο”, και στην περίπτωση των Βρετανών η καταγωγή τους από το Birmingham δεν θα μπορούσε να μην τους επηρεάσει μουσικά, με την βαριά κληρονομιά των Sabbath να πέφτει πάνω τους σαν ευχή και όχι κατάρα.
Το θορυβώδες τρίο παρουσίασε το επιμεταλλωμένο Heavy Rock του ή Hard Rock infused Heavy Metal του, όπως προτιμάει κανείς, μέσα από ένα εκρηκτικό συνδυασμό ενέργειας και μουσικής δεξιοτεχνίας, με ιδιαίτερη μνεία στον μπασίστα που έκανε επίδειξη υψηλής τεχνικής στο τετράχορδο οδοστρωτήρα του.

Η μουσική τους χαρακτηρίστηκε από βαριά fuzzed out riffs, που περνούσαν σαν σκυτάλη από τον μεγάλο μουστάκια και το αποσπόρι Matt Pike στον Scott Vincent, δυναμικά φωνητικά και σύνθετες συνθέσεις αναδεικνύοντας την ικανότητα τους να συνδυάζουν το κλασικό Heavy Metal με σύγχρονα στοιχεία και σε σημεία να ανασύρουν θύμισες των Cathedral και Uncle Acid με το χίπικο στυλ τους.
Η εμφάνιση τους ήταν μία από τις κορυφαίες του διήμερου και ανέβασαν ψηλά τον πήχη για την συνέχεια.
Μετά από μια τόσο έντονη παράσταση χρειαζόμασταν κάτι που να λειτουργήσει σαν μυοχαλαρωτικό για το σώμα και το μυαλό, και τι πιο ταιριαστό από τους Mr.Bison και τις προοδευτικές και ψυχεδελικές μελωδίες τους.

Η μπάντα από την Τοσκάνη μας ταξίδεψε με τον βλέμμα στους King Buffalo και Motorpsycho και μαζί της περιηγηθήκαμε μουσικά στο παρελθόν, στο παρόν και ενίοτε στο μέλλον με το κοινό να απολαμβάνει κάθε στιγμή της ζωντανής απόδοσης της μπάντας ενόσω βυθίζόταν σε μία ψυχεδελική κατάσταση, με τον ήχο να γεμίζει τον χώρο και να δημιουργεί μία εκπληκτική ατμόσφαιρα.
Αμέσως μετά το τέλος της εμφάνισης των Mr.Bison, ο πατριάρχης του Fuzz, ηγέτης των Black Rainbows, Pilgrim, Killer Boogie και Void Generator και ιθύνων νους πίσω από τη Heavy Psych Sounds, ανέβηκε στην κεντρική σκηνή και απέδειξε ότι τα νούμερα είναι απλά αριθμοί και μαζί με το τρίο του μας έδωσαν μία εκκωφαντική σfu(zz)λιάρα με το σημάδι αυτής να παραμένει μέχρι και τώρα.

Το κοινό του ήταν έτοιμο να παραδοθεί στη μουσική τους και, όπως πάντα, οι Black Rainbows δεν απογοήτευσαν. Η συναυλία ξεκίνησε με τον δυναμικό τους ήχο να γεμίζει τον χώρο, καθώς τα πρώτα riff έκαναν τη μάζα να παραληρεί.
Η μπάντα παρουσίασε κομμάτια από το τελευταίο τους άλμπουμ, αλλά και αγαπημένα από παλιότερες δουλειές τους, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα απόλυτης έντασης και δυναμισμού με τον Gabriele να τραβάει τα βλέμματα με το χαλαρό μα ουσιώδες βιρτουόζικο παίξιμο του. Ο τύπος “In Fuzz He Trusts” και εμείς τον ακολουθούμε πιστά

Τα φωνητικά, μαζί με τα δυναμικά κιθαριστικά solos, έδωσαν ιδιαίτερη έμφαση σε κάθε κομμάτι, ενώ η μπασογραμμή και η ασταμάτητη μανία των τυμπάνων κράτησαν τον ρυθμό σε ένα διαρκώς ανερχόμενο crescendo.
Το συγκρότημα δεν δίστασε να εξερευνήσει και πιο ατμοσφαιρικές στιγμές, δίνοντας έτσι μια ποικιλία στον ήχο τους και αφήνοντας τον κόσμο να «χάσει» τον εαυτό του στην ατμόσφαιρα της συναυλίας, ενώ απολαύσαμε και μία διασκευή στο “Black To Comm” των Mc5.

Η ώρα περνούσε και πλησιάζαμε προς την τελευταία τριάδα συγκροτημάτων με τους δικούς μας Puta Volcano να παίρνουν σειρά στην έξω σκηνή με τον κόσμο να δείχνει την αγάπη του καταλαμβάνοντας τον εξωτερικό χώρο.
Μπορεί να είχε βγάλει λίγο κρύο παραπάνω όμως η μπάντα φρόντισε να μας ζεστάνει με την εμφάνιση της και με το vibe που μας μετέδωσε.

Η μοναδική μίξη Stoner, Grunge και Alternative ήχων ήρθε και έδεσε με την δυναμική σκηνική τους παρουσία και απέδειξε για άλλη μία φορά το λόγο που είναι από τα πιο υπολογίσιμα ονόματα εντός και έκτων συνόρων. Και ο λόγος που βρίσκονταν τόσο ψηλά στο billing του φεστιβάλ τελικά μόνο τυχαίος δεν ήταν.
Από τα πρώτα κιόλας λεπτά φρόντισαν να βάλουν φωτιά στον χώρο, με τον ακατέργαστο, δυναμικό ήχο τους να διαπερνά κάθε σπιθαμή του κορμιού μας και κάθε γωνία του χώρου.

Ο ήχος ήταν γεμάτος ένταση και ενέργεια, ενώ το κοινό ακολούθησε το ρυθμό με ενθουσιασμό, ανταποκρινόμενο σε κάθε αλλαγή με ιδιαίτερη ζέση. Η μπάντα άφησε για ακόμη μία φορά το στίγμα της και αποχώρησε με θετικότατο πρόσημο.
Το πέρας της εμφάνισης έριξε αυλαία για την εξωτερική σκηνή και σηματοδότησε την τελική ευθεία της βραδιάς με τους Nightstalker και Orange Goblin να καταφθάνουν.
Η κεντρική σκηνή είχε γεμίσει κόσμο και η ανυπομονησία ήταν έκδηλη στον κόσμο που περίμενε την παλιοπαρέα του Argy.

Με τους Nightstalker δεν υπάρχει περίπτωση να μην περάσεις καλά, ακόμα και αν το βάλεις στοίχημα με τον εαυτό σου, διότι ακόμα και οι bookmakers δεν στο δίνουν αυτό το στοίχημα, και με το δίκιο τους.
Ηγετική εμφάνιση που τα είχε όλα στην μ@στουρωμένη εξίσωση, από riffs, ρυθμικότητα, ατελείωτα yeah yeah και zombie walking και ως απόρροια όλων μια trippy κατάληξη.

Με το που ανέβηκαν στη σκηνή και από την πρώτη στιγμή ξεκίνησαν να σαρώνουν τα πάντα στο πέρασμά τους με τον ακαταμάχητο ήχο τους, γεμάτο δύναμη, ατμόσφαιρα και ένταση. Η ατμόσφαιρα ήταν ήδη φορτισμένη, καθώς το κοινό γνώριζε πως για πολλοστή φορά μια μοναδική εμφάνιση ήταν μπροστά του και δεν απογοητεύτηκε στιγμή απολαμβάνοντας παλιές και νέες συνθέσεις, όπου τα καινούρια κομμάτια ζωντανά είναι απολαυστικά ξεχειλίζοντας από ενέργεια, έχοντας τα φόντα να γίνουν classic hits.

Αφού μας ευχαρίστησαν και απέσπασαν το ζεστό χειροκρότημα από το κόσμο, σαν να ήταν αυτοί οι headliners της βραδιάς, έδωσαν χώρο στη σκηνή και χρόνο στους Orange Goblin για το απαραίτητο soundcheck λίγο πριν καταλάβουν με τη σειρά τους την κεντρική σκηνή.

Οι Άγγλοι μπήκαν με το “Cemetary Rats” δημιουργώντας μία κατάσταση χαρμολύπης σε όλους μας συμπεριλαμβανομένων και των ιδίων κατά πάσα πιθανότητα. Αφενός χαιρόμασταν που τους βλέπαμε ζωντανά, αφετέρου σύμφωνα με την πρόσφατη ανακοίνωση τους θα ήταν η τελευταία φορά.
Είχα την τύχη να τους παρακολουθήσω για πρώτη φορά αρχές 00s στο Λονδίνο και μέχρι την τελευταία στο Heavy Psych Fest, τους είχα δει αρκετές φορές στο μεσοδιάστημα των χρόνων και οφείλω να ομολογήσω πως ήταν μία εκ των κορυφαίων με το μάτι του Ben να γυαλίζει, όχι από τις καταχρήσεις καθότι πλέον είμαι πιο “καθαρός” από ποτέ, παρά από υγεία και μπόλικη διάθεση.

Η σκηνή του Heavy Psych Fest φωτίστηκε με το πορτοκάλι χρώμα από την εκρηκτική εμφάνιση των Orange Goblin, μιας από τις πιο επιδραστικές μπάντες της βρετανικής stoner/doom σκηνής, και η συναυλία τους αποτέλεσε μία δυνατή, έντονα φορτισμένη συναισθηματικά και ατμοσφαιρική εμπειρία για το κοινό που παραβρέθηκε στο χώρο του Universe.
Η μπάντα, με το χαρακτηριστικό της στιλ που συνδυάζει Stoner, Doom και Heavy Rock/Metal, παρέσυρε το κοινό σε έναν καταιγισμό από βαρύτατους ήχους και μελωδίες

Από το πρώτο κιόλας riff του Joe ήταν φανερό ότι η μπάντα ήταν σε πλήρη φόρμα. Ο Ben Ward απέδειξε γιατί είναι από τους πιο χαρισματικούς frontmen, συνδυάζοντας την ενέργεια του πάνω στη σκηνή με την χαρακτηριστική του δυναμική φωνή. Μαζί του, ο Chris Turner στα ντραμς και ο νιούφης Harry Armstrong στο μπάσο έδεναν τέλεια τον ήχο τους με γερά, σταθερά grooves που καθηλώνουν το κοινό σε κάθε του κινούμενη στιγμή.
Το setlist της συναυλίας περιλάμβανε μια εξαιρετική ισορροπία μεταξύ κλασικών κομματιών, όπως “Scorpionica”, “Saruman’s Wish, “Made of Rats” μεταξύ άλλων, αλλά και πιο πρόσφατων υλικών, που διατηρούν την ένταση και την αυθεντικότητα που τους χαρακτηρίζει.

Η αλληλεπίδραση με το κοινό ήταν συνεχής και ο Ben δεν έχανε ευκαιρία να συνομιλεί με το κοινό, το οποίο ανταποκρινόταν με πάντα με ενθουσιασμό.
Η μπάντα προσέφερε μια έντονη μουσική πανδαισία, με “βαριά” Iommic riffs προκαλώντας ανατριχίλες σε κάθε νότα, ενώ η σκηνική τους παρουσία ήταν γεμάτη από μια αμεσότητα που έκανε το κοινό να αισθάνεται ότι ήταν μέρος της εμπειρίας που διαδραματιζόταν και που θα έμελλε να μπει στο κάδρο της ιστορίας σαν την τελευταία εμφάνιση τους επί Ελληνικού εδάφους.
Επειδή όλα τα ωραία κάποτε τελειώνουν, μέχρι να ξεκινήσουν τα επόμενα, με το “Red Tide Rising” έριξε την αυλαία του φεστιβάλ και τους τίτλους τέλους για την ίδια την μπάντα.

Η αποχώρηση από το χώρο έγινε με ανάμεικτα συναισθήματα, με χαμόγελα και αναστεναγμούς, με τη μπάντα να κερδίζει μία θέση στην ιστορία του ιδιώματος και μία θέση στην καρδιά όλων μας.
Το Heavy Psych Fest ήρθε, φεύγοντας ελπίζουμε προσωρινά, και ελπίζουμε να παραμείνει για τις επόμενες φορές. Έχει περιθώρια βελτίωσης πολλά και για αυτό ήμαστε όλοι εδώ, Έλληνες και ξένοι οπαδοί για να το στηρίξουμε.
Μέχρι να ανταμωθούμε την επόμενη φορά μην ξεχάσετε να βάζετε (ήχο)χρώμα στη ζωή σας, είτε Pink (Floyd), είτε Black (Sabbath), είτε Blue (Cheer), είτε Orange (Goblin) βρε αδερφέ…!!!
Φωτογραφίες: Έφη Γαλιατσάτου

