Η μηνιαία αποχή μου από τα συναυλιακά δρώμενα έλαβε τέλος με τον καλύτερο δυνατό τρόπο σηματοδοτώντας την έναρξη ξανά, και αυτός δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από το επετειακό live των Crippled Black Phoenix για τα είκοσι χρόνια της ύπαρξης τους.
Μαζί τους στη γιορτή οι δικοί μας Their Methlab, οι οποίοι λόγω της αναγκαστικής ακύρωσης της εμφάνισης των ΝΑΦΘΑΛΥΝ, ανέβηκαν νωρίτερα από το προγραμματισμένο χρονοδιάγραμμα στη σκηνή, σπάζοντας το κατεστημένο της ως είθιστε καθυστερημένης έναρξης συναυλιών και γεμίζοντας το set lists τους με περισσότερο χρόνο.
Περί της 21:00 νταν λοιπόν, με το κόσμο να μην έχει ακόμα καταλάβει όλο το χώρο του venue, οι τριπλέτα των Their Methlab πήρε θέσεις μάχης επί σκηνής και χωρίς πολλές εισαγωγές μας έβαλαν για τα καλά στον ατμοσφαιρικό και ορχηστρικό τους κόσμο ακροβατώντας μεταξύ Rock και Metal προσέγγισης.
Η μπάντα μπορεί να υστερεί στα λόγια (όπως ισχυρίστηκαν οι ίδιοι), όμως διάολε υπερτερεί σε μουσικότητα και τραγουδοποιία και για σχεδόν πενήντα λεπτά το επιβεβαίωσαν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο που αποτέλεσε ιδανικό starter για το κυρίως γεύμα που ακολουθούσε μετά.
Αμφότερες και οι δύο μπάντες της βραδιάς προσεγγίζουν την ψυχεδέλεια από διαφορετικές ηχητικές διαδρομές και από άλλη οπτική, όπως στο τέλος εφάπτονται κάπου στη μέση.
Η τριάδα άπλωσε το μουσικό της Instrumental μοτίβο, με το rhythm section να βαστάει γερά και ρυθμικά, ενώ την ίδια στιγμή η κιθάρα έσταζε διάσπαρτες σταγόνες-νότες ψυχεδέλειας, ενισχύοντας το trippy και ταξιδιάρικο στοιχείο και πορευόμενη σε σημεία στα όρια του Post και του Kraut.
Υπήρξαν στιγμές που εμένα προσωπικά η ζωντανή εκδοχή τους, μου θύμισε “χορτοφαγικό” Doom Metal χωρίς παραμόρφωση και όγκο ένα πράγμα.
Ο Βαγγέλης και η Ισμήνη “φωτό στόλισαν” τη μουσική της μπάντας με ένα μοναδικό ηχητικό μανδύα που την “έντυσε” και προσέδωσαν τα μέγιστα για ένα οπτικοακουστικό θέαμα που από τα συμφραζόμενα των τριγύρω μου καθηλώθηκαν όπως και εγώ και το απόλαυσαν.
Το πέρας της εμφάνισης των Αθηναίων άφησε μόνο καλές εντυπώσεις και χαμόγελα δείγμα ότι ο κόσμος το καταχάρηκε και είχε προετοιμαστεί σωστά για την συνέχεια.
Setlist:
A Call to Arms
Muktuk
Predictions?Pain.
Decompression
Golden Bond of Ambition
Venice
Πλέον ο κόσμος είχε συρρεύσει και τα οποία κενά είχαν καλυφθεί από ανθρώπους διαφόρων ηλικιών, μεταξύ των οποίων παλιοί και πιο νέοι ακόλουθοι των Βρετανών.
Η ώρα ήταν λίγα λεπτά μετά της 22:00 και το banner του Banefyre στόλισε το background της σκηνής και το εισαγωγικό υποδέχτηκε τους CBP έξι χρόνια μετά την τελευταία τους επίσκεψη στη χώρα μας.
Ο βασικός καλλιτεχνικός πυρήνας των Kordic και Greaves για τις ανάγκες της ζωντανής εμφάνισης, μετατράπηκε ξανά σε κολεκτίβα και συγκεκριμένα σε μία επταμελής μουσική οντότητα παρουσιάζοντας μας το μακάβριο Rock τους και τις “Endtime Ballads” τους με συναισθηματική φόρτιση, μελωδικότητα και εκτελεστική αρτιότητα.
Οι δύο τους παράλληλα, σύντροφοι στη ζωή και καλλιτεχνική συμπορευτές, αλληλεπιδρούσαν και επικοινωνούσαν με το βλέμμα μόνο και χάραζαν το δρόμο για να ακολουθήσουν και οι υπόλοιποι.
Η Belinda σαν μία ενσαρκωμένοι σκοτεινή εκδοχή της Marianne Faithful, άλλοτε απήγγειλε και άλλοτε τραγουδούσε τους μακάβριους στίχους ενώ ο Justin τους μελοποιούσε με τις μελωδίες του πατώντας σε μία crossover συνθήκη μεταξύ ιδιωμάτων, είτε το χαρακτήριζες, προοδευτικό, ψυχεδελικό και ατμοσφαιρικό Rock , ήταν κατά κάποιο τρόπο ένα και το αυτό.
Μπορεί ο ίδιος να έχει τιθασεύσει την ακραία ηχητική φύση του παρελθόντος του, όμως όταν το θέλει και εν γνώση του την εξαπολύει, μετατρέπει την μουσική του σε βαριά και επιθετική με μαυρομεταλικά και γενικότερα ακραία σημάδια να κάνουν ανεπαίσθητα την εμφάνιση τους.
Το έχει πει προσφάτως και ο ίδιος: “The Wolf Changes it’s Fur, But Not It’s Nature”.
Η επιλογή των τραγουδιών δικαιολογούσε το εορταστικό της βραδιάς και για τον καθένα μας ξεχωριστά κάθε ένα από αυτά αποτελούσε και ένα hit με τον κόσμο να αντιδρά όλο και πιο έντονα.
Σε κομμάτια όπως το “Rise Up and Fight” η μπάντα μας ταξίδεψε πίσω στο χρόνο κάπου “One of These Days” με την Pink Floyd πλευρά τους να βγαίνει απροκάλυπτα μπροστά καταλαμβάνοντας τον όγκο των συνθέσεων επικαλυμμένη με συναισθηματική φόρτιση.
Μία φόρτιση η οποία όσο έτρεχε ο χρόνος και γέμιζε το set list όλο και μεγάλωνε δείγμα της μοναδικής σχέσης που έχουμε δημιουργήσει ανά τα χρόνια με το συγκρότημα, όπου δια στόματος Justin αποτελούμε ένα από τα “πνευματικά τους σπίτια”, τα οποία δεν είναι και πολλά.
Βλέπεις ακόμα και ιδεολογικά ταιριάζουν τα χνώτα μας και όλοι μαζί βαδίζουμε με κοινωνική και ανθρώπινη ευαισθησία, με soundtrack της ζωής μας τις μουσικές τους εξερευνήσεις.
Με το που άλλαξε το banner στο πίσω μέρος της σκηνής ως δια μαγείας άλλαξε και η ηχητική τους έκφραση με μία επιδρομή στο παρελθόν του μουσικού τους καταλόγου και τον κόσμο να μπαίνει συμβιωτικά πιο έντονα στην εξίσωση με συνεχόμενα sing along και χειροκροτήματα, και έναν Justin πανευτυχή να “λύνεται” συναισθηματικά, να γίνεται πιο διαδραστικός με χρήση αστεϊσμών και να κινείται ανάμεσα στο κόσμο ως φίλος από τα παλιά.
Στην παρά ολίγον λεπτών δίωρη παράσταση τους ταξιδέψαμε μπρος-πίσω μία εικοσαετία, χωρίς να έχουμε θλιμμένους στη γιορτή μας, τουναντίον έβλεπες χαρούμενα πρόσωπα που ακόμα και με το πέρας της εμφάνισης δεν ήθελαν να αποχωρίσουν.
Αν αυτό δεν είναι ένας από τους ορισμούς μίας “επιτυχημένης” συναυλίας τότε παραιτούμαι.
Παρόλο που συνήθως στο τέλος πέφτουν οι μάσκες, στο encore του Burnt Reynolds ο Justin την φόρεσε και ωσάν blast from the past, μας αποχαιρέτησε με ένα Sludge/Hardcore Punk κατευόδιο για να μην ξεχνιόμαστε και να θυμόμαστε τις ρίζες μας.
Κατά την αναγκαστική εθελουσία αποχώρηση μας , φύγαμε ολοκληρωμένοι με την sing along μελωδία να μας ακολουθεί και να μας ευφραίνει τη καρδιά…ταξιδεύοντας μας συνάμα το μυαλό με νοσταλγία..
Troublemaker
Wytches & Basterdz
Bonefire
The Reckoning
Goodnight, Europe
You Put The Devil In Me
Everything I Say
444
My Pal
Rise Up And Fight
To You I Give
Lost
Hold On
We Forgotten
Burnt Reynolds
Φωτογραφίες: Άννα Βασιλικοπούλου
350