Είδος: Gothic Rock
Εταιρεία: Polydor
Ημ. κυκλοφορίας: 1 Νοεμβρίου 2024
2008…
Διεθνής χρονιά (και τι χρονιά, δίσεκτη) γλώσσας, γης και πατάτας (αλήθεια λέω, τσεκάρετέ το).
Ο πλανήτης (κι εμείς μαζί του) έχει μπει για τα καλά στην φάση της οικονομικής κρίσης, λέξεις που θα μας απασχολούσαν στο μέλλον όπως anti-vaxxer, fat-shamer, unfollow και mansplain μπαίνουν επισήμως στο βρετανικό λεξικό, βγαίνει το Grand Theft Auto IV στα πλέι στέσια και ο Iron Man στους κινηματόγραφους – ξεκινώντας μια απίστευτα κουραστική κουλτούρα τηλεοπτικού κινηματογράφου-λούνα παρκ όπως λέει και ο τεράστιος Μάρτι Σκορσέζε, το Ισραήλ εισβάλει για νιοστή φορά στην λωρίδα της Γάζας κι εγώ έπαιρνα τις πανέμορφες μακριές μου μπούκλες μου να πάω να το παίξω φοιτητής στο Ρέθυμνο.
Α, και οι Cure κυκλοφορούν το “4:13 Dream”, το οποίο θα κερδίσει κόσμο και κριτικούς, χωρίς απαραίτητα να εντυπωσιάσει κιόλας.
16 χρόνια μετά δεν έχουν αλλάξει και πάρα πολλά. Κρίση με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ακόμα έχουμε, η Μαρβελ ακόμα μας ζαλίζει τον έρωτα με μετριότητες, όπου να ναι βγαίνει το Grand Theft Auto VI (άντε μωρή Rockstar μας έχεις γκαστρώσει), το Ισραήλ συνεχίζει να εισβάλει και να βομβαρδίζει, και οι Cure κυκλοφορούν τον καινούριο τους δίσκο (προφανώς δεν μετράω τους δίσκους που απλώς μιξάρουν ήδη υπάρχοντα τραγούδια).
Α, κι εγώ δεν είμαι φοιτητής. Και δεν έχω πανέμορφες, μακριές μπούκλες. Αν έγραφα σε χαρτί αγαπητέ αναγνώστη, εδώ κάπου θα υπήρχε μια υγρή, αλμυρή κηλίδα. Από δάκρυα, μην είσαι μλκς.
Και με αυτόν τον σύντομο πρόλογο, ας μπούμε στο ψητό (τι περίεργη έκφραση. Πως μπαίνεις σε ψητό;)
Το “Songs of a Lost World” ήρθε στον μάταιο τούτο κόσμο μαζί με τον Νοέμβρη του ’24, δίνοντας τέλος σε αυτήν την εξαντλητική αναμονή, μιας και θέλανε να το κυκλοφορήσουν αρκετά νωρίτερα, αλλά για διάφορους λόγους αυτό δεν έγινε. Επίσης σημαντικό, είναι η πρώτη τους δισκογραφική δουλειά με τον Reeves Gabrels – πρώην συνεργάτη του Bowie από τα τέλη ‘80s μέχρι τα τέλη των ‘90s- στην κιθάρα, παρ’ότι έιναι στην μπάντα από το 2012. Στην παραγωγή, εκτός φυσικά του Smith που κινεί τα νήματα, θα βρούμε τον Paul Corkett με τον οποίον είχαν ξαναδουλέψει στο “Bloodflowers” του 2000 και τoν Matt “Alchemist” Colton στο mastering, ο οποίος έχει δουλέψει μεταξύ άλλων και στο εξαιρετικό “Memento Mori” των Depeche Mode, στο “The Neon” των λ̶ί̶γ̶ο̶τ̶ε̶ρ̶ο̶ ̶π̶ε̶τ̶υ̶χ̶η̶μ̶έ̶ν̶ω̶ν̶ ̶D̶e̶p̶e̶c̶h̶e̶ ̶M̶o̶d̶e̶ Erasure και στο δεύτερο άλμπουμ του αδικοχαμένου Elliott Smith.
Το “Alone” ήταν το πρώτο δείγμα που πήραμε, και είναι ιδανικό. Ιδανικό για πρώτο single, ιδανικό για εισαγωγικό τραγούδι (δένοντας πολύ καλά και με το αποχαιρετιστήριο “Endsong”), ιδανικό για να βάλεις τα κλάματα, ιδανικό για ό,τι θες. O Smith, κύριος υπεύθυνος για τα πάντα στο άλμπουμ φυσικά, άντλησε έμπνευση για τους στίχους του κομματιού από το “Dregs” του βρετανού ποιητή Ernest Dowson. Σύμφωνα με τον ίδιο, ήταν και το τραγούδι που του ξεκλείδωσε όλο το δίσκο, τον έβαλε σε μια σειρά και τον έκανε να βγάζει νόημα. Δεν σας νοιάζει κυρ Ρομπερτ, αλλά συμφωνώ απόλυτα.
This is the end of every song that we sing
The fire burned out to ash and the stars grow dim with tears
Cold and afraid, the ghosts of all that we’ve been
We toast with bitter dregs to our emptiness
ΠΟΣΟ CURE ΚΑΛΩΣΟΡΙΣΜΑ ΔΙΑΟΛΕ.
Γενικά, κλασικοι ανατριχιαστικοί στίχοι συνοδευόμενοι από trademark Cure μελωδία. Αυτό που στο χωριό μου λένε unmistakable. Αρκούν τρία δευτερόλεπτα για να καταλάβεις ποιοι είναι και να σε παρασύρουν στο σκοτεινό moonlit μονοπάτι τους, να σου δημιουργήσουν αυτόν τον κόμπο στο στομάχι όπως πραγματικά μόνο αυτοί ξέρουν, έχοντας επιλέξει εδώ και δεκαετίες να αφήσουν πίσω την post punk ωμότητα των πρώτων άλμπουμ τους, αλλά και την όποια αισιοδοξία ενέπνεαν μέσα από κομμάτια όπως πχ το “Love Cats” ή το “Let’s go to Bed”.
Εδώ βαδίζουμε στα χνάρια των σκοτεινότερων στιγμών του “Disintegration” (του καλύτερου άλμπουμ έβερ σύμφωνα με τον έγκυρο μουσικοκριτικό Kyle Broflovski)
Γενικά οι Cure δεν είναι συγκρότημα της μίας ακρόασης. Τα άλμπουμ τους είναι αρκετά απαιτητικά ως προς αυτό το κομμάτι, γιατί αλλιώς θα χάσεις πράγματα. Όχι τεχνικά. Συναισθηματικά. Είναι σαν να διαβάζεις ένα βαρύ λογοτεχνικό έργο, που πρέπει να εστιάζεις σε μια πρόταση και όχι να σκέφτεσαι τι θα φας το μεσημέρι. Το “And Nothing is Forever” αρχικά δεν με έπεισε ιδιαίτερα. Κυρίως γιατί η εισαγωγή του μου θύμισε εισαγωγή τραγουδιού Disney. Εκεί που ο κεντρικός ήρωας τα έχει χάσει όλα και δεν ξέρει αν θα τα καταφέρει, και αρχίζει να τραγουδάει, όπως άλλωστε κάνουμε όλοι όταν βρισκόμαστε σε τέτοιες καταστάσεις. Ακρόαση με την ακρόαση δεν έφυγε εντελώς αυτή η εντύπωση, αλλά βγήκαν μπροστά άλλα στοιχεία, όπως η αυτοαναφορικότητά του.
Έτσι στους στίχους θα πετύχουμε το “Lovesong” (Say we’ll be together and that you won’t forget/ However far away), το “Lullaby” (And wrap your arms around me/in a murmured lullaby), to “Pictures of You” (as you hold me for the last time/in the dying of the life). Ίσως να το τραβάω κάπως, αλλά και το γεγονός ότι μιλάμε πάλι για τρία τραγούδια του “Disintegration” και λαμβάνοντας υπ’ όψιν την ατμόσφαιρα, μου βγάζει πολύ νόημα. Δεν είναι από τις λαμπρές στιγμές του δίσκου, αλλά δένει αρμονικά.
Δεύτερο single ήταν το “A Fragile Thing”, και συνεχίζουμε στο ίδιο μοτίβο, με το πιο δυνατό σημείο του τραγουδιού να είναι κατά την άποψή μου το ρεφρέν που σου σφίγγει λίγο ακόμα την καρδούλα. Οι Cure είχαν ανέκαθεν μια αριστοτεχνική χρήση/εναλλαγή στίχων-ορχηστρικών σημείων. Σαν να σου δημιουργούν το πλαίσιο να επεξεργαστείς και να νιώσεις αυτό που σου εκφράζουν, και αυτό ακριβώς κάνει και το συγκεκριμένο. Βοηθάνε πολύ και τα καθαρά πλήκτρα του Roger O’Donnell.
Σε αυτό το σημείο να πω ότι θα έπρεπε να είναι βαρέα και ανθυγιεινά το review τέτοιων δίσκων. Κάπου στην 10η ακρόαση νιώθω οτι έχω μπει σε ένα πηγάδι το οποίο βαθαίνει λεπτό με το λεπτό. Προφανώς και ευχαριστιέμαι κάθε στιγμή του, γιατί αυτό είναι οι Cure, γι αυτό τους λατρεύουμε όσοι τους λατρεύουμε και ξεκάθαρα αυτό θέλουν να πετύχουν. Ή, πιο σωστά, να εκφράσουν. Είναι μια μπάντα τόσο εθιστική όσο τα δυνατά συναισθήματα που προκαλούν, και το “Songs of a Lost World” δεν δυσκολεύεται καθόλου να στα βγάλει στην επιφάνεια.
To “Warsong” μουσικά μπαίνει στον πυθμένα του ωκεανού, και ακολουθείς χωρίς να προβάλεις αντίσταση. Σε κάποια σημεία η κιθάρα μου θύμισε το υπέροχο “Maggot Brain” των Funkadelic, κάπου εκεί στην μέση του που η κιθάρα πραγματικά τσιρίζει. Εδώ όμως την έχεις την τσιρίδα να πνίγεται στα μαύρα έγκατα του βυθού, οπότε την ακούς λιγότερο ανεξάρτητη, πνιγμένη. Στιχουργικά ξεχώρισε για μένα το for we are born to war, μια παραδοχή για το ανθρώπινο είδος που αφήνει ένα what if να αιωρείται. For all we might have been, all misunderstood/But no way out of this/no way for us to find a way to peace.
Ακούγοντας τον δίσκο, μου προέκυψε κάποια στιγμή η ίδια απορία που μου είχε έρθει βλέποντάς τους σε εκείνο το συγκινητικό live στην Πλατεία Νερού πριν από κάποια χρόνια. Η φωνή αυτού του καριόλη δεν σπάει ποτέ; Δεν αλλοιώνεται; Δεν κουράζετα, δεν αλλάζει, δεν γερνάει; Και στην συναυλία ήταν για δυομισι ώρες ακούραστη, σαν να έχεις βάλει τον δίσκο. Πραγματικά εντυπωσιακό, είναι σαν να ακούς τον Smith του ’90.
Το “Drone:Nodrone” κινείται σε πιο ρυθμικά πλαίσια, υποκινούμενο από το μπάσο – μπαρούτι του Simon Gallup. To κομμάτι κλείνει το μάτι στις πρώτες δουλειές των Cure και στις post punk καταβολές τους, με διαφορετική όμως ενορχήστρωση. Πιο γυμνό θα μπορούσε να είναι ένα “Killing an Arab” ας πούμε, αλλά παίρνει έναν άλλον δρόμο, πιο ψυχεδελικό αλλά ταυτόχρονα toe tapping.
Πολύ κράτησε όμωςαυτή η ανεπαίσθητη νότα μουσικής αισιοδοξίας και δεν είναι σωστά πράγματα αυτά, πάρτε το “I Can Never Say Goodbye”. Nick Caveικό πιάνο, μπασάρα που τσακίζει και something wicked this way comes from out the cruel and treacherous night. Ένα τραγούδι το οποίο ο Smith έγραψε για τον θάνατο του αδελφού του, και η θλίψη του είναι απτή σε βαθμό που αν το ακούς από βινύλιο, θα νιώσεις τα αυλάκια. Κιθαριστικά ο Smith βγαίνει μπροστά σε διάφορα σημεία όπως προαναφέρθηκε, αλλά τόσο-όσο. Μικρά σόλο που δεν κλέβουν χώρο και χρόνο, αλλά ενώνουν τα πολύχρωμα κομμάτια του παζλ με αριστοτεχνικό τρόπο που θα ζήλευε και ο Λεβ Κουλέσωφ όταν εξηγούσε την τέχνη του μοντάζ, μιας και δεν χρειάζονται τον προσωπικό τους χωροχρόνο αλλά δένουν στο σύνολο. Σύνθεση και ερμηνεία που ξεχωρίζουν και κομμάτι που θα τοποθετούσα πολύ κοντά στην κορυφή αν έπρεπε να τα κατατάξω για κάποιο λόγο.
Το “All I Ever Am” δεν σου αφήνει και πολύ χώρο να αναπνεύσεις, μιας και είμαστε στην τελική ευθεία. Of all the ghosts and all the dreams/all I hold to in belief/that all I ever am/is somehow never quite all I am now. Εν ολίγοις ο Smith σου δείχνει για άλλη μια φορά μια σελίδα από το ημερολόγιό του, και σαν τον Tom Marvolo Riddle στα κάνει όλα εικόνα και σε προσκαλεί να τα ζήσεις μαζί του.
Το τέλος θα έρθει με το 10λεπτο “Endsong”, το οποίο έρχεται να συμπληρώσει το “Alone” (ειδικά στα ορχηστρικά του σημεία), μιας και η εισαγωγή ξεκίνησε απ’ το τέλος όπως είπαμε. Σύμφωνα με τον Smith, το κομμάτι το εμπνεύστηκε ανασύροντας την ανάμνηση μιας έναστρης νύχτας του 1969, την ημέρα που το Apollo 11 προσγειώθηκε στο φεγγάρι
And I’m outside in the dark staring at the blood red moon
Remembering the hopes and dreams I had and all I had to do
And wondering what became of that boy and the world he called his own
I’m outside in the dark wondering how I got so old
Φύγαμε πλέον από το ημερολόγιο, έχουμε φτάσει στις μεθυσμένες εξομολογήσεις.
It’s all gone, nothing left of all I loved.
O Smith έχασε σε πολύ κοντινό διάστημα και τους γονείς του, εκτός του αδελφού του, γεγονός που εξηγεί πολλά για την ατμόσφαιρα του δίσκου, ο οποίος κλείνει κοντά στο πενηντάλεπτο (λόγω κυρίως του τελευταίου τραγουδιού).
Θα μου κάνει φοβερή εντύπωση αν οι Cure βγάλουν άλλο άλμπουμ μετά από αυτό. Έχει τόσο έντονη μέσα του την ματαιότητα (ακόμα και για τα στάνταρ τους), την αίσθηση της εξάντλησης, της παραίτησης, του τέλους…
Όχι ότι το εύχομαι, αλλά είναι έντονα τα David Bowie – Blackstar vibes, και θα ήταν ένα εκπληκτικό άλμπουμ – κατακλείδα σε ένα φωτεινό αστέρι του οποίου η λάμψη δεν είναι εύκολο να περιγραφεί αν δεν την έχεις αφήσει να σε κάψει. Δεν είναι υπερβολή να ειπωθεί πως μιλάμε για μια από τις πιο σημαντικές μπάντες στην ιστορία της μουσικής.
Παρά τις αναφορές στο παρελθόν τους αλλά και χωρίς να επιχειρήσουν να εκμοντερνιστούν, έχουν καταφέρει να φτιάξουν ένα αριστούργημα που κινείται εκτός φάσματος πραγματικού timeline. Σαν μια ταινία, ένα έργο τέχνης που δεν έχει κανένα χαρακτηριστικό στο οποίο μπορείς να τοποθετήσεις χρονική πινέζα. Βλέποντας τον τίτλο, το μυαλό μου αρχικά πήγε σε χαμένους κόσμους τύπου El Dorado ή Ατλαντίδα, σε κάτι βγαλμένο από βιβλίο του Ιούλιου Βερν. Λάθος πρωτάρη… Το “lost” εδώ αναφέρεται καθαρά στην απώλεια. Την προσωπική απώλεια, την απώλεια του εαυτού σου, την απώλεια την ικανότητας να συνδεθείς με τους γύρω σου, τον χρόνο που σε ποδοπατάει και σε αφήνει πίσω. Γι’ αυτό και ο δίσκος μοιάζει να στέκεται πεισματικά μόνος του. Όχι από επιλογή, αλλά επειδή αυτή είναι η θέση του στον κόσμο. Δεν είναι εύκολη η παραδοχή αυτή για έναν καλλιτέχνη, είναι όμως πολύ γενναία.
Είναι αναποφευκτα Cure, είναι αφοπλιστικά ειλικρινής και σε αιχμαλωτίζει με κάθε του νότα, κάθε του στίχο, κάθε του συναίσθημα που δεν φοβάται να εκφράσει ανεπεξέργαστο. Τουλάχιστον αυτό πιστεύω θα νιώσει ο κάθε φαν αυτού του θρυλικού συγκροτήματος. Μπορεί να σου αρέσει λιγότερο, μπορεί περισσότερο, αλλά θα με εντυπωσιάσει πραγματικά να σε αφήσει ανεπηρέαστο.
36