Την εποχή που το φαινόμενο της Brit Pop μονοπωλούσε τα διεθνή και βρετανικά media, προκαλούσε παροξυσμό στους οπαδούς και ντελίριο στις δισκογραφικές, υπήρξε ένα μικρό γαλατικό μουσικό χωριό αποτελούμενο από τους Aniruddha Das, John Pandit, Deeder Zaman και φυσικά τον Steve Chandra Savale, που έκανε την δική του επανάσταση, δημιουργώντας με τις μουσικές τους το πραγματικό soundtrack της κοινωνικής εξέγερσης ξεκινώντας από το δίσκο “Facts and Fictions”.
Αν και αρχικά ξεκίνησε σαν ένα σχολικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα με σκοπό να διδάξει τα θεμελιώδη της μουσικής τεχνολογίας σε παιδιά μεταναστών από την Ασία, σύντομα εξελίχθηκε σε κανονικό κατά βάση ηλεκτρονικό συγκρότημα, συνδυάζοντας διάφορα μουσικά στυλ, όπως Dub, Dancehall, Raga, Rap και South Asian σε ένα περιεκτικό και απολαυστικό πακέτο Punk αισθητική και ιδιοσυγκρασίας, όπου όμοιο του δεν είχε ξανά εμφανιστεί.
Αυτό που τους ξεχώρισε από το σωρό και τους περιθωριοποίησε την ίδια στιγμή , για ευνόητους λόγους, εκτός από το πάντρεμα διαφορετικών ήχων και μουσικών, ήταν το κοινωνικοπολιτικό τους υπόβαθρο, οι αντιρατσιστικές τους πεποιθήσεις και η εναντίωση σε οποιαδήποτε μορφή δυνάστευσης και καταπίεσης, που αποκτούσαν ισχύ και δύναμη μέσα από την μουσική τους με σκοπό να εμφυσήσουν την κοινωνική ενσυναίσθηση και την αντίδραση στο κόσμο.
Στην αρχή είχαν μικρή αποδοχή στην Αγγλική γενέτειρα τους και απέκτησαν φήμη σταδιακά μέσω των εκρηκτικών ζωντανών εμφανίσεων τους στην κεντρική Ευρώπη και συγκεκριμένα στην Γαλλία, όπου ως γνωστό αποτελεί χωνευτήρι πολιτισμών και φυλών, και ο δίσκος “R.A.F.I” βρήκε πρόσφορο έδαφος και πούλησε 100.000 αντίτυπα.
Έκτοτε η φήμη τους πήρε την ανιούσα και δεν άργησε να τραβήξει το ενδιαφέρον της μουσικής βιομηχανίας ,υπογράφοντας στην London Records, κάτι που τους άνοιξε πόρτες, βελτίωσε το Αγγλικό τους προφίλ, κέρδισαν Mercury μουσικό βραβείο, συμμετείχαν στο Glastonbury, και έφερε προτάσεις, όπως αυτή των Primal Scream για από κοινού περιοδεία.
Το συγκρότημα ήταν ανέκαθεν και παραμένει μέχρι σήμερα πολιτικά και κοινωνικά ευαισθητοποιημένο, κάτι που κέντρισε το ενδιαφέρον τους για τον Mathieu Kassovitz, σκηνοθέτη του ανυπέρβλητου και διαχρονικού έπους “La Haine”, δημιουργώντας τους της επιθυμία για μία ζωντανή εκδοχή της ταινίας με μουσική των ιδίων υπό το όνομα “La Haine Project”.
Τόσο έντονος ήταν πάντως ο δεσμός και βαθειά η σχέση του συγκροτήματος με την ταινία και το κοινωνικό της μήνυμα, που στο δίσκο “Enemy of the Enemy” υπάρχει το κομμάτι “Fortress Europe” εμπνευσμένο από την Ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική και αφιερωμένο σε όσους το ενστερνίζονται.
Καθότι στις 17 του Νοέμβρη το συγκρότημα μας επισκέπτεται για μία εκρηκτική εμφάνιση στο Fuzz Club, και δεδομένου ότι στο Rockway απεχθανόμαστε τις γωνίες, αμβλύνοντάς τες, και αηδιάζουμε με δεξιά (σ)κατάλοιπα, ανασκαπτουμε και ρίχνουμε φως στο συγκεκριμένο project μέσω της ταινίας.
Γυρισμένο το μακρινό πλέον 1995, η ταινία περιγράφει την ένταση στα προάστια του Παρισιού μετά την δολοφονία ενός άντρα από την Γαλλική αστυνομία. Ακολουθώντας ένα εικοσιτετράωρο στη ζωή τριών φίλων (Vinz, Said και Hubert), προερχόμενοι από διαφορετική εθνοτική καταγωγή, έχοντας μεγαλώσει στο ίδιο επικίνδυνο banlieue (προάστιο), όπου η βαθειά ριζωμένη διαφορετικότητα σε συνδυασμό με μια ρατσιστική αστυνομική δύναμη έχουν ανεβάσει την ένταση σε οριακό σημείο.
Οι κοινωνικές και οικονομικές κατηγοριοποιήσεις που επηρέασαν την πόλη την δεκαετία του 1990 με την αστυνομική βαρβαρότητα μέσω των διακρίσεων αποτελεί βασικό παράγοντα για λανθασμένες αποφάσεις.
Η ταινία παραδίδει ένα εξαιρετικά σαφές και ισχυρό μήνυμα με αδιαμφισβήτητους όρους, ακόμα και σε ένα κόσμο που έχει πάει στραβά η βία δεν είναι η λύση και γίνεται σαφές ότι υπάρχουν ενσυναίσθητοι χαρακτήρες σε κάθε πλευρά του κοινωνικού χάσματος.
Η πρώτη εμφάνιση της επανερμηνεία της ταινίας έλαβε χώρα στο Barbican centre, στα πλαίσια του “Only Connect” festival στο Λονδίνο, σε μία sold out παράσταση λαμβάνοντας διθυραμβικές κριτικές από κοινό και κριτικούς, καθώς και μία πρόσκληση για εκ νέου παρουσίαση αυτής από τον Bowie την επόμενη χρόνια στο Meltdown festival, παρουσία του ίδιου του Kassovitz.
Η μπάντα έφερε το απίστευτα ζωντανό της σόου στη σκηνή για μία επανερμηνεία του αυθεντικού soundtrack που παίζεται από τους ίδιους ενώ η ταινία διαδραματίζεται στο παρασκήνιο για ένα μοναδικό και δυνατό ταξίδι, μεταξύ μουσικής και καρέ.
Η ταινία αρχίζει να κυλάει με εικόνες του Παρισιού να καίγονται, λεηλασίες και ταραχοποιούς που ξυλοκοπούνται από την αστυνομία, την ίδια στιγμή που το μουσικό υπόβαθρο παιγμένο από τους ADF ντύνει ηχητικά το εικαστικό και φορτίζοντας το συναισθηματικά.
Η ωμότητα που πηγάζει από την ταινία την έχει αναγάγει σε cult status, στο νούμερο 32 από τις 100 καλύτερες του παγκόσμιου κινηματογράφου σύμφωνα με το περιοδικό Empire, αλλά για τους περισσότερους από εμάς σε συνδυασμό με την μουσική των ADF έχει κατοικοεδρεύσει στην κορυφή μία για πάντα.
Η μπάντα αναζητώντας το άγνωστο ως την μεγαλύτερη έμπνευση, με το κοινωνικοπολιτικό της υπόβαθρο επιστρέφει στη χώρα μας μία διόλου τυχαία ημερομηνία για να διακηρύξει το ηχητικό της μανιφέστο προς αφύπνιση, ενσυναίσθηση και αντίσταση προς κάθε αρχή.
210